Την ώρα που ο πλανήτης πανηγύριζε για το Μουντιάλ, μια άλλη Βραζιλία αντιστεκόταν στη μοίρα της ανισότητας και των διακρίσεων πάσης φύσεως -και η ομάδα c.i.s. Berlin ολοκλήρωνε τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ «We don’t like samba» για τους κοινωνικούς αγώνες στη χώρα, που ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2013 με την εξέγερση ενάντια στις αυξήσεις στα εισιτήρια των αστικών λεωφορείων. Ζητήσαμε από τους δημιουργούς να μας μιλήσουν για την κατάσταση στη Βραζιλία και τους λόγους που… «δεν τους αρέσει η σάμπα». Και, αφού διαβάσετε το κείμενο, δείτε το ντοκιμαντέρ με ελληνικούς υπότιτλους αποκλειστικά στο http://efsyn.gr/?p=218294
«Στόχος μας είναι να αναδειχτεί ο περαιτέρω αποκλεισμός των ήδη αποκλεισμένων και η βίαιη μεταχείριση που επιφυλάσσει το κράτος σε κάθε κομμάτι του πληθυσμού που θεωρείται πλεονάζον»
«Το Μουντιάλ τελείωσε, αλλά ίσως τα 3,4 δισ. του παγκόσμιου πληθυσμού που παρακολούθησαν, γκρίνιαξαν, χάρηκαν και εκτονώθηκαν μέσα από τις τηλεοπτικές τους οθόνες, να μην ένιωσαν παρά επιδερμικά τις λεπτές κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες πάνω στις οποίες στηρίχτηκε αυτή η μεγαλοπρεπής φιέστα. Κι όμως, για πρώτη φορά πιθανώς στην ιστορία αυτού του θεαματικού παγκόσμιου θεσμού, που καθηλώνει περισσότερους ανθρώπους από οποιαδήποτε άλλη ανοησία, εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο η πιθανότητα να ακυρωθεί αυτή η «γιορτή», εξαιτίας των υποκειμένων που είναι αναγκασμένα να το υποστούν, να το πληρώσουν και να το χειροκροτήσουν.
Yπόγειος ανταγωνισμός
Ενα υποσημείωμα της βραζιλιάνικης αστυνομίας, που διέρρευσε στον Τύπο πριν από μερικούς μήνες, έδινε τον τόνο αυτού του υπόγειου ανταγωνισμού: εάν οι διαμαρτυρίες ενάντια στο Μουντιάλ και την εξοργιστική του υπερπαραγωγή περιοριστούν σε διαδηλώσεις (όσο δυναμικές και αν ήταν αυτές) από ακτιβιστές και το μαχητικό μαύρο μπλοκ, η καλά εκπαιδευμένη αστυνομία με τον σύγχρονο εξοπλισμό είναι σε θέση να τις καθυποτάξει και να εξασφαλίσει την «ομαλή» διεξαγωγή του. Εάν όμως, συνέχιζε το υποσημείωμα, ξεσπάσουν απεργίες σε σημαντικούς (για το Μουντιάλ) κλάδους, η αστυνομία δηλώνει ανέτοιμη και ανήμπορη να αντιδράσει. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η καλύτερη πιθανή λύση ήταν το σχέδιο β’, η μεταφορά δηλαδή του Μουντιάλ στη Βόρεια Αμερική.
Το άκουσμα αυτής της είδησης δημιουργούσε ένα άμεσο ερώτημα: Ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν την κυβέρνηση της Βραζιλίας να φοβάται τόσο πολύ το ξέσπασμα κοινωνικών αγώνων, σε βαθμό που να απειλούν την ίδια τη διεξαγωγή του Μουντιάλ; Δεν ήταν η Βραζιλία, μεταξύ άλλων, και η «πατρίδα του ποδοσφαίρου»; Δεν ήταν η ανάληψη της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου (και των Ολυμπιακών Αγώνων του 2016) μια σημαντική τόνωση της εθνικής της υπερηφάνειας; Δεν αποτελούσαν, σε τελευταία ανάλυση, οι εν λόγω διοργανώσεις ακόμα μια ευκαιρία να αναδειχτεί (και να πιστοποιηθεί περαιτέρω) η πολυδιαφημισμένη οικονομική ανάπτυξη της χώρας των τελευταίων ετών; Ποιοι είναι τελικά όλοι αυτοί οι μίζεροι που επιμένουν να δυσφημούν και να σαμποτάρουν κάθε προσπάθεια της Βραζιλίας να ανέλθει σε σημαντική παγκόσμια οικονομική δύναμη, πλάι στη Ρωσία, την Ινδία και την Κίνα (τις λεγόμενες BRIC χώρες); Οπως και σε κάθε άλλη χώρα που καλπάζει πάνω στο αφηνιασμένο άλογο της οικονομικής ανάπτυξης, η απάντηση είναι πολύ απλή: Ολοι εκείνοι και εκείνες που είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν το τίμημα αυτής της ανάπτυξης, να υποστούν τις συνέπειες και τους καταναγκασμούς της, να τροφοδοτήσουν την καπιταλιστική μηχανή με τις ζωές και τα σώματά τους.
Αυτή η μαγική λέξη «ανάπτυξη», που κλείνει στόματα και εντοιχίζει συνειδήσεις, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσαρμογή των επιθυμιών και των αναγκών των αποκλεισμένων στη «δικτατορία του ρεαλισμού» της οικονομίας. Στη Βραζιλία, όπως και αλλού, η ανάπτυξη έχει συγκεκριμένο αντίτιμο: απαλλοτριώσεις σπιτιών, μαζικές εξώσεις, αναπροσαρμογή του αστικού τοπίου έτσι ώστε να κρύβεται επιμελώς ο πλεονάζων πληθυσμός. Συνοδεύεται επίσης από ξέφρενη εξάπλωση της πίστωσης για την απόκτηση φανταχτερών εμπορευμάτων, την ανασφάλιστη και περιστασιακή εργασία, την επιβολή προδιαγραφών Πρώτου Κόσμου με αντάλλαγμα μισθούς του Τρίτου. Λίγα μέτρα από τον τουριστικό παράδεισο της Κοπακαμπάνα, παραπατάει στις σκιές η κανονικότητα της καθημερινής ζωής των Βραζιλιάνων.
Θέλοντας να συνεισφέρουμε στη δημοσιοποίηση της βραζιλιάνικης εξέγερσης «ενάντια στην υποταγή της ζωής τους στη λογική του κεφαλαίου» (όπως μας ενημερώνει μια συνεντευξιαζόμενη στο ντοκιμαντέρ), αναζητήσαμε το υπόβαθρο των ανταγωνισμών που έκαναν την εμφάνισή τους τόσο επιδερμικά κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ. Γνωρίζοντας τους αναλυτικούς περιορισμούς που επιβάλλει η θεαματική διάσταση ενός ντοκιμαντέρ, επιλέξαμε να δώσουμε τον λόγο στα υποκείμενα που συμμετείχαν σε αυτή την πραγματική γιορτή.
Ξεκινώντας από τον νικηφόρο αγώνα ενάντια στην αύξηση των εισιτηρίων των αστικών λεωφορείων τον Ιούνιο του 2013, μια καμπάνια που οργανώθηκε από το Free Fare Movement (κίνημα για την ελεύθερη πρόσβαση) και κατάφερε να εκφράσει την οργή και να απαιτήσει την απόσυρση της εν λόγω αύξησης, εστιάσαμε στα νέα υποκείμενα που δημιούργησε αυτό το ξέσπασμα. Ειδικότερα θέλαμε να δείξουμε την αποτελεσματική συνύπαρξη φοιτητών και προλετάριων από τα προάστια, μια μίξη που συνένωσε δύο κόσμους που μέχρι τότε αγνοούσαν ο ένας τον άλλον. Για τους νέους και τις νέες των προαστίων, η εξέγερση του Ιούνη ήταν μια ευκαιρία να μεταφερθεί ο καθημερινός ανταγωνισμός και η βίαιη καταστολή μακριά από τις απομονωμένες φαβέλες στους κεντρικούς δρόμους των βραζιλιάνικων πόλεων, σε ένα χωροταξικό πλαίσιο στο οποίο η αστυνομία αδυνατούσε να επιβάλει την «ειρήνευση» με εν ψυχρώ δολοφονίες. Τόσο για τους κατοίκους των προαστίων, όσο και για τον υπόλοιπο πληθυσμό, το κίνημα έδωσε τη δυνατότητα να εκφραστεί η άρνηση συμμετοχής στον ονειρικό κόσμο μιας αναπτυσσόμενης οικονομίας.
Καταγράφοντας τις εξώσεις
Περνώντας μέσα από τις φαβέλες και καταγράφοντας τις βίαιες εξώσεις των κατοίκων, των οποίων η ύπαρξη χρωμάτιζε αρνητικά τον φαντεζί κόσμο που καλλιεργούσαν οι διαφημιστικές καμπάνιες του Μουντιάλ, στόχος μας είναι να αναδειχτεί ο περαιτέρω αποκλεισμός των ήδη αποκλεισμένων και η βίαιη μεταχείριση που επιφυλάσσει το κράτος σε κάθε κομμάτι του πληθυσμού που θεωρείται πλεονάζον.
Τέλος, θελήσαμε να εκφράσουμε αυτό που εντοπίσαμε ως το πιο ελπιδοφόρο αποτέλεσμα των παραπάνω κινημάτων και προσμίξεων. Τη μεταφορά, δηλαδή, των αγώνων στο πεδίο του ταξικού ανταγωνισμού. Επηρεασμένοι από τη νικηφόρα έκβαση της εξέγερσης του Ιουνίου, εργάτες και εργάτριες διαφόρων κλάδων της παραγωγικής οικονομίας συνειδητοποίησαν την ιστορική ευκαιρία που τους έδινε (με αρνητικό τρόπο) η ανάγκη αυτής της διεθνούς προβολής του βραζιλιάνικου θαύματος: εκμεταλλευόμενοι την πλεονεκτική θέση που τους προσδίδει ο -κατά τα άλλα- καταναγκαστικός ρόλος της μισθωτής εργασίας, ξεπέρασαν τα στενά και καταπραϋντικά όρια του συνδικαλισμού, άφησαν τον διάλογο για εκείνους που μιλάνε την ίδια γλώσσα και απαίτησαν δυναμικά το ελάχιστο που τους αναλογεί σε έναν κόσμο τον οποίο δημιουργούν αλλά δεν ορίζουν. Και βροντοφώναξαν, για να ακουστεί όσο πιο μακριά γινόταν, πως οι κάτοικοι της Βραζιλίας δεν είναι ούτε ποδοσφαιρόφιλοι ούτε και χορευτές samba. Είναι εξεγερμένα υποκείμενα. Και παρ’ όλο που δεν κατάφεραν τελικά να ακυρώσουν το Μουντιάλ, έδειξαν πως οι μεγάλες φιέστες δεν συνοδεύονται μόνο από εθνική ενότητα, εθελοντές και σκυμμένα κεφάλια. Και αυτή είναι μια παρακαταθήκη που θα συνοδεύει την κοινωνία της Βραζιλίας για καιρό».
c.i.s. Berlin