Του Θόδωρου Ανδρεάδη – Συγγελάκη
Ο Ματέο Ρέντσι κατάφερε να εξασφαλίσει, στις ευρωεκλογές του Μαΐου, ποσοστό που ξεπέρασε το 40% των ψήφων, είναι ο νεότερος πρωθυπουργός στην ιστορία της Ιταλίας και μόλις ανέλαβε επικεφαλής της κυβέρνησης, ήρθε και η σειρά της εκ περιτροπής ιταλικής προεδρίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Είναι όλα στοιχεία τα οποία συνέβαλαν καθοριστικά στην προβολή του πρώην δημάρχου της Φλωρεντίας, σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο. Η δημοτικότητά του, στην Ιταλία, παραμένει στο 55% και κατά τις ιδιωτικές εξόδους του, στους δρόμους της Ρώμης ή της πρωτεύουσας της Τοσκάνης, συνεχίζει να συναντά σημαντικό αριθμό πολιτών που τον ενθαρρύνει να τραβήξει μπροστά και επιδιώκει να του σφίξει το χέρι. Εως εδώ, τα θετικά στοιχεία. Υπάρχει, όμως, και η άλλη όψη. Εχουμε καταλάβει, πλέον, ότι το ισχυρό χαρτί του Ρέντσι είναι η δυναμική εμφάνιση και η ικανότητα να πείθει τους ψηφοφόρους ότι είναι σε θέση να αφήσει πίσω τους βραδείς ρυθμούς της πολιτικής και τη δυσνόητη, συχνά, ορολογία της.
Η ταχύτητα αυτή, όμως, μέχρι τώρα, δεν οδήγησε σε ουσιαστικά αποτελέσματα. Οπως ξέρουμε, οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την ανάπτυξη της χώρας, φέτος, δεν ξεπερνούν το 0,3%, η προσφυγή στο Ταμείο Ανεργίας αυξάνεται διαρκώς και σε πολλές πόλεις της Κάτω Ιταλίας, οι μη έχοντες εργασία, αγγίζουν, πλέον, το 30% με ποσοστά του 50% στους νέους.
Τι σοφίστηκε, λοιπόν, ο Ιταλός πρωθυπουργός; Να ρίξει βάρος στις θεσμικές αλλαγές, στη μεταρρύθμιση της γερουσίας και στον νέο εκλογικό νόμο. Ξεκίνησε μια πραγματική «θερινή εκστρατεία» και ανακοινώσε ότι η νέα μορφή της Γερουσίας (με εκατό μόνον μέλη και την κατάργηση της άμεσης εκλογής τους από τους πολίτες) πρέπει να εγκριθεί, από το Σώμα, μέχρι τις 8 Αυγούστου.
Η αντιπολίτευση του Κινήματος Πέντε Αστέρων και το αριστερό κόμμα Αριστερά, Οικολογία και Ελευθερία κατέθεσαν χιλιάδες τροπολογίες, αλλά ο Ιταλός πρωθυπουργός προχωρεί ακάθεκτος: χθες, μάλιστα, έστειλε και επιστολή στους γερουσιαστές της συμπολίτευσης, για να τους ζητήσει να κάνουν το χρέος τους μέχρι τέλους, παρά τις καλοκαιρινές ζέστες.
«Οι επόμενες ημέρες δεν πρέπει και δεν μπορούν να χαραμιστούν, διότι μόνον οι πραγματικές δομικές αλλαγές θα μας δώσουν τη δυνατότητα να φανούμε αξιόπιστοι και να καταφέρουμε να χρησιμοποιήσουμε την απαραίτητη ευελιξία, ώστε να πετύχουμε την ανάπτυξη και την ουσιαστική επανεκκίνηση της οικονομίας», γράφει, χαρακτηριστικά, ο επικεφαλής της ιταλικής κυβέρνησης.
Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι μεγάλο μέρος των Ιταλών και των σχολιαστών άρχισε να μην κατανοεί για ποιο λόγο η μείωση των γερουσιαστών και ο νέος εκλογικός νόμος (ο οποίος θα ευνοήσει τα δύο πρώτα κόμματα) πρέπει να μετατραπεί σε «μητέρα όλων των πολιτικών μαχών».
Μήπως για να καλυφθεί το συνεχιζόμενο τέλμα στην οικονομία και η ελλιπής συνεννόηση -μέχρι αυτή τη στιγμή- με τη Γερμανία της καγκελαρίου Μέρκελ, σε ό,τι αφορά το μέλλον της Ευρώπης; Μπορεί να πρόκειται για αμαρτωλές και υπερβολικά φιλύποπτες σκέψεις, αλλά είναι δύσκολο να μην προσέξει κανείς ότι ακριβώς τις ημέρες αυτές, στην Ιταλία, άρχισε να διαρρέει από οικονομικά ινστιτούτα και πολιτικούς κύκλους ότι τον Σεπτέμβριο η κυβέρνηση είναι πιθανό να αναγκαστεί να υιοθετήσει έκτακτα μέτρα, που μπορεί να ξεπεράσουν τα δέκα δισεκατομμύρια ευρώ.