Κινεζική η έναρξη του 63ου Φεστιβάλ Βερολίνου
Επειτα από αναμονή επτά χρόνων, ο Γουόνγκ Καρ Γουάι έφερε το «The Grandmaster», μια μεγαλεπήβολη παρουσίαση αλλά και ερμηνεία των πολεμικών τεχνών και της φιλοσοφίας τους
Της Λήδας Γαλανού
«Ημέρα Γουόνγκ Καρ Γουάι» θα μπορούσε να ονομαστεί η πρώτη μέρα της 63ης Berlinale, μια και ο Κινέζος σκηνοθέτης μονοπώλησε το ενδιαφέρον. Από τη μια πλευρά, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του φεστιβάλ, έδωσε το σύνθημα για την έναρξη των… αγώνων! Από την άλλη, η νέα του ταινία, «The Grandmaster», ξεκίνησε τη μέρα με τη δημοσιογραφική της προβολή. Αμέσως μετά, ο Γουόνγκ Καρ Γουάι και οι συνεργάτες του μίλησαν με τους δημοσιογράφους και το ίδιο βράδυ η ταινία σηματοδότησε την επίσημη πρεμιέρα του 63ου Φεστιβάλ Βερολίνου, με δύο ταυτόχρονες προβολές, μια στο Berlinale Palast, με τα φλας να φωτίζουν το κόκκινο χαλί και μια, με αγγλικούς υπότιτλους, στο στολισμένο Friedrichstadt Palast. Ο Γουόνγκ Καρ Γουάι προλόγισε και τις δύο, με τη δεξιοτεχνία ενός… grand master!
«Η ιδέα για την ταινία μού ήρθε το 1999, όταν είδα ένα ντοκιμαντέρ για τον Ιπ Μαν, τον δάσκαλο του θρυλικού Μπρους Λι», εξήγησε στον Τύπο ο Γουόνγκ Καρ Γουάι. «Αυτό το ντοκιμαντέρ είναι, στην ουσία, ένα οικογενειακό Super 8, που γυρίστηκε τρεις μέρες πριν πεθάνει ο Ιπ Μαν. Στην ταινία γίνεται μια επίδειξη των 108 συνδυασμών της πολεμικής τέχνης που αγάπησε και εξέλιξε. Ο Ιπ Μαν ήταν ήδη πολύ άρρωστος τότε. Και βλέπεις αυτόν τον άντρα, πάνω από 70 χρόνων, πολύ αδύναμο, στο σαλόνι του σπιτιού του, φορώντας τις πιτζάμες του, να κάνει την επίδειξη. Βλέπεις τις γάτες και τα εγγόνια του τριγύρω. Κι επειδή η επίδειξη κρατάει πολύ, εκείνος σταματά. Δεν βλέπουμε το πρόσωπό του, αλλά καταλαβαίνουμε ότι γι’ αυτόν είναι μια αγωνιώδης στιγμή, γιατί είτε αισθάνεται πολύ κουρασμένος ή πολύ αδύναμος για να συνεχίσει, είτε απλώς το ξέχασε. Αυτή ήταν η στιγμή που πραγματικά με άγγιξε. Είναι το μοναδικό αρχειακό υλικό του Ιπ Μαν που υπάρχει. Σε όσους, στο παρελθόν, έκανε αυτήν την επίδειξη των 108 συνδυασμών, τους την έκανε προσωπικά, ακόμα και στον Μπρους Λι, που του είχε προσφέρει πολλά χρήματα γι’ αυτό. Αλλά καταγράφει την τέχνη του σ’ αυτό το ταινιάκι γιατί ξέρει ότι σύντομα θα πεθάνει και θέλει, με κάποιον τρόπο, ν’ αφήσει τη γνώση του καταγεγραμμένη».
Με μετρημένα λόγια, μέσα στο χιονισμένο Βερολίνο, ο Γουόνγκ Καρ Γουάι προσπαθεί να εξηγήσει την ψυχή της κινεζικής φιλοσοφίας της εγκράτειας: «Κάποιος μπορεί να είναι καλός μαχητής, αλλά να μην είναι Δάσκαλος. Εκείνος έχει τη γενναιοδωρία και μαζί την ευθύνη να μεταβιβάσει τη γνώση, που κληρονόμησε, στην επόμενη γενιά. Πολλοί αποκαλούν αυτήν την ταινία “κουνγκ φου”. Τους λέω ότι είναι παραπάνω από μια ταινία κουνγκ φου, αποκαλύπτει περισσότερα για την πολεμική τέχνη και τους ανθρώπους, που αποτελούν τον κόσμο της. Ποιος είναι ο κώδικας τιμής που ακολουθούν, οι αξίες και η φιλοσοφία τους. Αυτή την πλευρά τη θεωρώ μαγική. Για μένα αυτή η ταινία είναι ένα καινούργιο κεφάλαιο στο είδος του σινεμά των πολεμικών τεχνών. Μπορεί να δώσει στο κοινό μια διαφορετική εικόνα για τις πολεμικές τέχνες, το κουνγκ φου, αλλά και τους Κινέζους».
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης ακολούθησε για τρία συνεχόμενα χρόνια Δασκάλους, προσπαθώντας να γνωρίσει σε βάθος τον τρόπο ζωής τους: «Γενικά έχουμε την αίσθηση ότι είναι πολεμιστές, ότι ακολουθούν τη λύση της βίας. Εκείνο που με εντυπωσίασε, όμως, ήταν η σεμνότητα και η μετριοφροσύνη τους. Οι πολεμικές τέχνες δεν είναι σπορ, δεν είναι γιόγκα, είναι ένα όπλο άμυνας. Κι όσοι τις εξασκούν είναι ταπεινοί, επειδή ακριβώς ξέρουν ότι στα χέρια τους κρατούν θανάσιμα όπλα. Υπάρχει στην ταινία μια σκηνή, όπου ένα παιδάκι κοιτάζει μια σχολή κουνγκ φου από το παράθυρο, γεμάτο απορία και θαυμασμό. Αυτό το παιδάκι είμαι εγώ. Κι ο σκηνοθέτης αυτής της ταινίας είναι πάλι αυτό το παιδί. Και ο άνθρωπος έπειτα από επτά χρόνια, που ολοκλήρωσε το έργο του, είναι πάλι αυτό το παιδί. Υπάρχουν τόσα πολλά επίπεδα στη φιλοσοφία των πολεμικών τεχνών, που εύχομαι να μπορούσα να σας μιλώ για ώρες. Στο τέλος της ταινίας έχουμε μια φράση του Μπρους Λι, ότι «ο αληθινός Δάσκαλος των πολεμικών τεχνών δεν ζει για κάτι, απλώς ζει». Νομίζω ότι εκεί βρίσκεται και η αλήθεια αυτής της ταινίας. Οτι όσα αρχεία, υλικά, ντοκουμέντα κι αν ψάξεις, πρέπει μόνος σου, βιωματικά, να καταλάβεις τι σημαίνει αυτό το ταξίδι».