18/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Πέρσες», ΚΘΒΕ – Φεστιβάλ Επιδαύρου

Οι καλές, νέες ιδέες δεν φέρνουν την ανανεωτική άποψη

Βρίσκομαι για τρίτη συνεχόμενη φορά στη μάλλον άχαρη και ασταθή θέση να παραθέσω θετικά και αρνητικά στοιχεία για μια παράσταση του φεστιβάλ. Και αυτό γιατί, ακόμα και αν χειροκροτήθηκαν θερμά και από πολλούς, οι «Πέρσες» της Νικαίτης Κοντούρη δεν είναι μια πρόταση που μπορεί κανείς να δεχτεί ασχολίαστα, ούτε βέβαια και συλλήβδην να.
      Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

perses2

Πέρσες- Νίκος Καπέλιος, Άκης Σακελλαρίου, Δημήτρης Καραβιώτης, Λάζαρος Γεωργακόπουλος φωτ. Γιώργος Χρυσοχοϊδης

Για μια ακόμη φορά είχαμε μια παράσταση φορτωμένη εξωτερικά με οπερατικά στολίδια, εσωτερικά με πλήθος ερμηνειών. Μια πρόταση συμβιβασμού ανάμεσα σε έναν ήπιο νεωτερισμό, που θέλει να αρέσει (σε πολλούς) και να ικανοποιεί (ακόμα περισσότερους), και σε έναν άλλο που επιζητεί την πρόκληση. Είχαμε κάτι στο μεταξύ αναβίωσης, ιστορικής παραβολής, υπαρξιακού δράματος και αλληγορίας (στο τέλος βέβαια τίποτα από όλα αυτά), κάτι ανάμεσα σε παράσταση τελετουργική, συμβολική και νατουραλιστική, σε κλειστή και ανοικτή σε αναφορές πρόταση (αρκεί να διαβάσει κανείς το κείμενο του Δ. Μαρωνίτη), παράθεση (καλών) νέων ιδεών για κάθε μέρος χωριστά, χωρίς όμως ανανεωτική άποψη για το σύνολο.

 

Οι «Πέρσες», είναι φανερό, θέλουν να πουν κάτι πέρα από την αυτο-επιβεβαίωσή τους πάνω στη σκηνή. Κανείς δεν παραβλέπει, για παράδειγμα, την ιδέα της δραματουργικής ανάλυσης να διασπάσει εξαρχής τη φύση του Χορού στα δύο. Από τη μια οι γέροντες-σύμβουλοι του αυτοκράτορα που περιμένουν ανήσυχοι τα νέα από το στράτευμα. Και από την άλλη, τρεις «νύφες του πένθους», γυναίκες που δέχονται και αναμεταδίδουν την τραυματική, σχεδόν σωματική, ηχώ του θανάτου. Ωραία ιδέα και εφαρμόζει πλήρως σε αυτή την περίεργη φύση του Χορού των «Περσών», που για τα δικά μας μέτρα ενσωματώνει ανδρικά και θηλυκά στοιχεία του θρήνου.

 

Η αλήθεια είναι ότι στην πράξη οι τρεις αυτές μορφές, μετά την αρχική τους παρέμβαση, μοιάζουν ξεκομμένες από το σύνολο. Δεν είναι μόνο που παραμένει ασαφές τι ακριβώς εκπροσωπούν. Είναι που η διάθεσή τους να κάνουν και ένα πολιτικό γκράφιτι (έτσι, για να βρίσκεται) στη μέση του σκηνικού μοιάζει ασύμβατο με όλα τα άλλα στη συνέχεια. Και θέτει εξαρχής κιόλας το μέγα πρόβλημα της παράστασης. Μετά τους «Πέρσες» του Γκότσεφ όλοι θέλουμε να κάνουμε κάποιο σχόλιο σχετικά με την εξουσία στον Αισχύλο. Πώς όμως κάνεις ομελέτα όταν έχεις τόσους πάνω από το κεφάλι σου να κοιτούν αν κράτησες το αυγό ανέπαφο;

 

perses

Γιάννης Φέρτης, Άκης Σακελλαρίου φωτ. Γιώργος Χρυσοχοϊδης

Επειτα έρχεται ο ίδιος ο Χορός των «Περσών» ή μάλλον η αντίδρασή του στα πικρά νέα του πολέμου. Ελεύθερος πια από το θηλυκό του μέρος, μπορεί να αποκτήσει πολεμικό σφρίγος (στην αρχή), ξίφος και κάποια οικειότητα με τα δικά μας πρόσωπα. Είναι εξαιρετική η ιδέα (και πρέπει να μείνει στη μνήμη) της Κοντούρη να προσωποποιήσει ο Χορός αυτός τα τόσα ονόματα των πεσόντων που παραθέτει ο Αγγελιοφόρος. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε πράγματι ότι οι χαμένοι στρατηγοί είναι γιοι και συγγενείς τέτοιων αυλικών μεγαλοσυμβούλων. Από την άλλη, το ίδιο κρίσιμη είναι η ιδέα να αντιδρούν οι γέροντες στην επική περιγραφή της μάχης με αποτροπιασμό. Και βρίσκω ασφαλώς εξαιρετικό το «φινάλε»: Τώρα είναι τα σώματα των μελών του Χορού που σκορπίζουν στην ορχήστρα σε μια οπτική παράθλαση του θανάτου. Αυτοί είναι οι πεσόντες, αυτοί φέρουν τα σώματα και τα ονόματα των νεκρών τους.

 

Δυστυχώς όμως δεν πείθουν διόλου (τουλάχιστον εμένα) και για κάτι άλλο, για μια κίνηση εκ μέρους τους αμφισβήτησης της εξουσίας. Πιστεύω ότι η σκηνοθεσία έχει επενδύσει και σε αυτό. Χάνεται όμως σε μια ποιητική διάσταση του Χορού που ναρκώνει -πώς να το πω αλλιώς;- την κριτική σκέψη, την πολιτική εγρήγορση.

 

Πάντα πίστευα ότι οι «Πέρσες» έχουν συντεθεί από δύο στοιχεία που συγκρούονται: είναι από τη μια η ακινησία μιας αυτοκρατορίας και μιας δυναστείας στέρεας και άχρονης (όπως πιστεύει η ίδια). Και είναι από την άλλη οι ριπές της ιστορίας που μπαίνουν βίαια με την κίνηση των ανθρώπων. Μου φαίνεται πως προς τα εκεί στράφηκε και η Κοντούρη. Αλλά με τι τρόπο… Η Ατοσσα του Ακη Σακελλαρίου δεν είναι γυναίκα αλλά τόπος. Μια μορφή μάλλον προ-σκηνογραφική και προ-σκηνοθετημένη, είδωλο εξουσίας που ακολουθεί τη δική της περφόρμανς. Δένει άραγε με τον ζωηρό, έντονο, ρεαλιστή, λασπωμένο Αγγελιοφόρο του Λάζαρου Γεωργακόπουλου; Δένει μήπως και αυτός με τον αυστηρό και υπέρκομψο Δαρείο του Γιάννη Φέρτη; Και τέλος τέλος τι έχουν να πουν αυτοί με το γυμνό, από άλλο αληθινά θέατρο, σώμα του Ξέρξη; Είναι κρίμα γιατί όλοι νιώθουμε πως η Κοντούρη επιζητά μια υπερδομή όπου όλα υπάρχουν ισότιμα και δραστικά: η εξουσία με το σύμβολο, το σώμα, ο λόγος, το όνομα με τη φρίκη του πολέμου, οι νεκροί με τους ζωντανούς και με το μεταξύ τους.

 

Τι έχουμε λοιπόν στη θέση τους; Μια Ατοσσα με στιλιζαρισμένα στησίματα και μελοδραματικές πόζες (κάποιες μάλιστα από τον 19ο αιώνα!), που άλλοτε θέλουν και μπορούν, άλλοτε πάλι θέλουν και αποτυγχάνουν. Πιθανόν να έχει ενδιαφέρον σαν σκηνική όψη, μα, να πούμε την αλήθεια, σαν βασίλισσα δεν είναι να την παίρνει κανείς στα σοβαρά -ειδικά όταν λόγω ανοικτού θεάτρου εμφανίζει και κάποιο σοβαρό θέμα ορθοφωνίας. Σπουδαίος ο Γεωργακόπουλος, ακόμα και στο λασπωμένο του κοστούμι. Ο Δαρείος του Φέρτη βγαλμένος από παλιότερες παραστάσεις. Αν εξαιρέσεις τη μάλλον αχρείαστη γύμνια του, ο Γιώργος Κολοβός δεν δίνει στον Ξέρξη κάποια άλλη, σοβαρότερη πρόκληση.

 

Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η παράσταση χάνει και στα πολλά εφέ. Η εμφάνιση του Δαρείου με το αναβατόριο είναι απλοϊκή. Ο τρόπος με τον οποίο βγαίνει και μπαίνει στο κοστούμι του «Σαμουράι» είναι μάλλον κωμικός. Αφήνω κατά μέρος το ότι ο Ξέρξης έρχεται από κάτω χτυπώντας το καπάκι της καταπακτής. Αντιλαμβάνομαι την ιδέα του χθόνιου και των νεκρών. Αλλά χρειάζεται μια κάποια προσοχή για να τα αποδώσεις αυτά. Αλλιώς κινδυνεύεις να συνομιλείς με την κωμωδία εν μέσω τραγωδίας.

 

Δυστυχώς ο Γιώργος Πάτσας δεν είναι στα καλύτερά του. Είναι όμως σπουδαία η μετάφραση του Μουλά. Και ακόμη με συνοδεύει η μουσική της Σοφίας Καμαγιάννη, με το ζωντανό τσέλο του Θοδωρή Παπαδημητρίου.

 

Δεν συμφωνώ διόλου με το ποίημα του Καβάφη που κλείνει την παράσταση. Πρώτον, μοιάζει «παραγγελιά». Και έπειτα, όπως και να το κάνουμε, η καβαφική ειρωνεία δεν είναι αυτό που λείπει από την παράσταση… Από ποιες μάλιστα; Από τις «νύφες του πένθους»! Αχταρμάς.

 

Scroll to top