Του Λευτέρη Σεραφείμ*
Σύμφωνα με τις αρχές του Συνταγματικού Δικαίου, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει το δικαίωμα να προβαίνει σε ρυθμίσεις και σε περιορισμούς στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών, εκτός αν υπάρχει ρητή συνταγματική εξουσιοδότηση. Ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση οι δυνατότητες του κοινού νομοθέτη δεν μπορούν να είναι απεριόριστες. Ο νομοθέτης θα πρέπει να κινείται μέσα στο πλαίσιο που έχει οριοθετήσει η συνταγματική διάταξη. Ετσι οι περιορισμοί και οι ρυθμίσεις:
α) πρέπει να αναφέρονται σε κατηγορίες πολιτών,
β) να έχουν τον χαρακτήρα της αντικειμενικότητας,
γ) να δικαιολογούνται από σοβαρούς λόγους του γενικότερου δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος,
δ) να είναι απόλυτα σύμφωνες με τον σκοπό, για την εξυπηρέτηση του οποίου θεσπίζονται, και
ε) να μην έχουν είτε τη μορφή και έκταση της απόλυτης απαγόρευσης άσκησης του ατομικού δικαιώματος, θίγοντας τον απρόσβλητο πυρήνα του είτε την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του.
Από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο συνταγματικός νομοθέτης αναγνώρισε το δικαίωμα της απεργίας των εργαζομένων, τόσο από θετική όσο και από αρνητική άποψη, ως ατομικό δικαίωμά τους. Επίσης αναγνώρισε αυτό το δικαίωμα και στις νόμιμα συνεστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις τους. Πέρα από αυτά κατοχύρωσε και ρύθμισε τη νομική άσκησή του, προσδιορίζοντας τις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούν οι συνδικαλιστικοί φορείς ως φορείς άσκησης και απαγόρευσε την άσκηση μόνο στους δικαστικούς λειτουργούς και σε αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας. Εκτός από αυτά έθεσε συγκεκριμένους περιορισμούς, τους οποίους επαναλαμβάνει και το άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 1264/82, οι οποίοι αναφέρονται στους δημοσίους υπαλλήλους και στους υπαλλήλους των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, καθώς και στο προσωπικό των επιχειρήσεων κάθε μορφής που έχουν δημόσιο χαρακτήρα ή χαρακτήρα κοινής ωφέλειας και που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. Τέλος, εξουσιοδότησε τον κοινό νομοθέτη να ρυθμίσει το δικαίωμα άσκησης της απεργίας, μόνο για τις κατηγορίες των εργαζομένων που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη αυτή, επιτρέποντας να θέτει σε αυτές περιορισμούς συνισταμένους στην εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου. Πέρα από αυτά ρητά όρισε ότι σε καμιά περίπτωση και για κανέναν λόγο ή σκοπό δεν έχει το δικαίωμα ο κοινός νομοθέτης άμεσα ή έμμεσα να καταργήσει το δικαίωμα της απεργίας ή να εμποδίσει τη νόμιμη άσκησή του, θέτοντας προς τούτο επαχθείς προϋποθέσεις. Από αυτά προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης εξουσιοδοτήθηκε να προβαίνει σε ρυθμίσεις που να διασφαλίζουν τη συνδικαλιστική ελευθερία και την ανεμπόδιστη άσκηση συναφών με αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής της.
Με βάση τα παραπάνω ο κοινός νομοθέτης δεν έχει το δικαίωμα, λοιπόν, να παραβιάζει το πλαίσιο που έχει χαράξει η παραπάνω συνταγματική διάταξη, θεσπίζοντας τέτοιο νόμο που έμμεσα ή άμεσα να περιορίζει υπέρμετρα το ατομικό δικαίωμα της απεργίας. Η θέσπιση επαχθών προϋποθέσεων άσκησης του δικαιώματος της απεργίας ασφαλώς αποτελεί παραβίαση του άνω συνταγματικού πλαισίου, γι’ αυτό και ελέγχεται αν αυτή η επάχθεια ισοδυναμεί ή κατατείνει στην κατάργηση άσκησης αυτού του δικαιώματος. Η θέσπιση νόμου που ορίζει προϋποθέσεις επίτευξης της απαρτίας τέτοιες, που κατατείνουν εμμέσως στην αδυναμία επίτευξης του ορίου αυτής, ασφαλώς αντίκειται στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις περί των ατομικών δικαιωμάτων. Από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 1264/82 προκύπτουν οι προϋποθέσεις επίτευξης της απαρτίας σε μια γενική συνέλευση συνδικαλιστικής οργάνωσης. Αυτή η διάταξη έχει αναγκαστικό χαρακτήρα που σημαίνει ότι δεν ισχύουν τα τυχόν ελαστικότερα ποσοστά παρόντων μελών που ορίζει το καταστατικό. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ιδίου ν. 1264/82 προκύπτει ότι μόνο κατά την πρώτη συνέλευση ισχύει το σύστημα της σχετικής πλειοψηφίας που κατ’ αυτή παρίσταται το 1/3 των μελών, καθόσον κατά τη δεύτερη η αυξημένη πλειοψηφία των μελών προς λήψη της απόφασης φθάνει τα 3/4 τούτων. Και βέβαια η απαρτία δεν μπορεί να έχει ως βάση υπολογισμού όλους τους εργαζομένους της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, καθόσον μερικοί εξ αυτών δεν αποκλείεται να έχουν επιλέξει να ασκήσουν το δικαίωμα της αρνητικής συνδικαλιστικής τους ελευθερίας ή μερικοί εξ αυτών μπορεί να αδυνατούν να τακτοποιηθούν ταμειακά έναντι της οργάνωσης.
Επομένως η θέσπιση νόμου που ορίζει ότι το ποσοστό της απαρτίας θα εξευρίσκεται με βάση τον αριθμό όλων των εργαζομένων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, αντίκειται στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις, διότι καταργεί το δικαίωμα της αρνητικής συνδικαλιστικής ελευθερίας των εργαζομένων που επέλεξαν να μη συμμετέχουν στη συνδικαλιστική οργάνωση, ως μέλη της και διότι έτσι θέτει επαχθείς προϋποθέσεις άσκησης του απεργιακού δικαιώματος που κατατείνουν στην κατάργησή του.
Τέλος, αποτελεί φαλκίδευση του απεργιακού δικαιώματος η πρόσληψη απεργοσπαστών ή η ανταπεργία (λοκ-άουτ), αφού και στις δύο περιπτώσεις επέρχεται a priori κατάργηση του χαρακτήρα και του σκοπού της απεργίας, γι’ αυτό και η ρύθμιση θα είναι αντισυνταγματική.
*Δικηγόρος στον Αρειο Πάγο, συγγραφέας του Συνδικαλιστικού και Σωματειακού Δικαίου