Φιλήδονα κλείνουμε το μάτι στο Αιγαίο επιστρέφοντας με τις χορδές του λαγούτου στο κλεινόν άστυ. Κι η Ασπρη Θάλασσα των Ενετών, η Ακ Ντενίζ των Τούρκων λούζει με το στιλπνό της φως τις καρδιές μας· τις πυρπολεί, ανάβοντας το μαγκάλι για τις κρύες νύχτες του χειμώνα, τον οποίο άπαξ και καβατζώσουμε τη σκαπουλάραμε για κάμποσα τέρμινα. Τι τα θες όμως! Προς μεγάλη μας λύπη πέφτουμε πάνω στον Απολείπειν Αντώνιο, τον Εκλείπειν Ευάγγελο και τον συμπαρομαρτούντα θίασο της συμφοράς. Ισαμε τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου ψήφιζαν στα θερινά τμήματα του άβουλου και δίβουλου και τρίβολου Κοινοβουλίου επαχθή μέτρα. Τον Αντωνάκη, βέβαια, τον συναντάς παντού εκτός από τη Βουλή. Δεν τον σηκώνει το μέρος. Μαζεύει όλους τους ξενέρωτους. Ασε που αν δει φως και μπει δέχεται αδιάκριτες ερωτήσεις από τους βρομοσυριζαίους. Καμαρωτός καμαρωτός, λοιπόν, τις άγιες μέρες της Μεγαλόχαρης την έκανε μετά της συμβίας του κατά την παλαιόθεν προσφιλή του γη της Μακεδονίας. Οχι! Δεν πήγε στην Παναγία Σουμελά, όπως συνηθίζουν οι ασήμαντοι πολιτικάντηδες.
Ως άλλος Αλέξανδρος επεσκέφθη μ' ένα γαλάζιο, αδειανό πουκάμισο μ' ανασηκωμένα μανίκια -για να φανεί ότι μας εργάζεται εργωδώς- τον Τύμβο Καστά στην Αμφίπολη, κατά Σέρρας μεριά, προκειμένου να θαυμάσει το ταφικό εύρημα που αποκάλυψε η σκαπάνη της Κατερίνας Περιστέρη. Απολύτως λογικό αφού η μεγαλόπνοος πολιτική του μετατρέπει τη χώρα σε κοινοτάφιο. Μιλώντας στους κατοίκους έκανε επίδειξη της βαθιάς γνώσης του περί την ελληνιστική περίοδο. Ακρως αναμενόμενο καθώς έχει βαλθεί εδώ και καιρό να μας μεταμορφώσει σε Αρχαίους. «Κατασκευασμένο σχέδιο παραπληροφόρησης» χαρακτήρισε ο υπουργός Ανεργίας, Γ. Βρούτσης, το δημοσίευμα της «Εφ.Συν.» για τον ξαφνικό θάνατο του ΟΑΕΔ. Μια διάψευση που ισοδυναμεί με χίλιες επαληθεύσεις. Μ' αυτά και μ' αυτά γεννιέται η ανάγκη να δραπετεύσουμε και πάλι στις θαλάσσιες πραιρίες, παρότι τα μετέωρα τις αναστατώνουν με τραμουντάνες έως 7 Μποφόρ.
Στίχοι του Νικόλα Πρωτονοτάριου μάς φυγαδεύουν λοιπόν στις Κυκλάδες: «Μοιάζει μαβί γυαλί ο γιαλός/ καθώς τόσο πολύ απαλός/ τόσο στρωτός κι ατάραχος απλώνεται ώς τα μάκρη/ κι ως μήτε βράχος γι' ασκημιά/ μήτε νησί, μήτε καμιά/ ζαρωματιά διακρίνεται ώς του πελάου την άκρη./ Κάλμα, μπουνάτσα απ' το πρωί/ μήτ' ενός μπάτη μια πνοή/ μήτ' ένα χάιδεμα μιανού περαστικού ζεφύρου/ κοπάζει η πλάση όλη γλυκά/ και διασκορπιέται ρυθμικά/ τραγούδι ωραίο κι αργό παντού η σιγαλιά τ' απείρου./ Μακριά μονάχα έχει φανεί/ μια πάσαρα μ' άσπρο πανί/ το μόνο πλεούμενο στ' αχνό κι ατέλειωτο κανάλι/ που μια προς ανοιχτά μεριά/ την πάν' και μια προς τη στεριά/ τα ρέματα του μπουγαζιού την ξαναφέρνουν πάλι./ Κι εγώ που αγνάντια τη θωρώ/ πόσο μα πόσο λαχταρώ/ καθώς φαντάζει με τα μπλε κι άσπρα της παραπέτια/ να 'ταν κι η μαύρη μου καρδιά/ να 'πλεε μεσ' σε μια φαρδιά/ μέσα σε μιαν απέραντη κι ωραία γαλήνη τέτοια».
Μετέωρος [email protected]