Της Λήδας Γαλανού
(Chef)
Σκηνοθεσία: Τζον Φαβρό
Ηθοποιοί: Τζον Φαβρό, Σοφία Βεργκάρα, Εμτζεϊ Αντονι, Τζον Λεγκουιζάμο, Σκάρλετ Τζοχάνσον, Ντάστιν Χόφμαν, Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Μπόμπι Καναβάλι, Ολιβερ Πλατε
Ο Καρλ Κάσπερ ήταν ο ένας από τους πιο γοργά ανερχόμενους, εμπνευσμένους νέους Αμερικανούς σεφ, που τώρα έχει άτολμα παγιδευτεί σ’ ένα συμβατικό, crowd pleasing εστιατόριο στο Λος Αντζελες. Ο εκρηκτικός τσακωμός του μ’ ένα γευσικριτικό, που άμεσα κατακλύζει το διαδίκτυο, τον αφήνει χωρίς δουλειά. Με την προτροπή της πρώην γυναίκας του, ο Καρλ θα εγκαινιάσει μια αυτοκινούμενη καντίνα και θα ξεκινήσει να σερβίρει απλό, νόστιμο, ευφάνταστο street food, διασχίζοντας τα νότια κομμάτια της Αμερικής, από το Μαϊάμι στη Λουιζιάνα, το Τέξας και πίσω στην Καλιφόρνια, προσπαθώντας ταυτόχρονα, πάνω από τα τηγάνια και τις ψηστιέρες να καλλιεργήσει τη σχέση του με τον δεκάχρονο γιο του.
Ο Τζον Φαβρό, με την ιδιαίτερη κα- ριέρα που ξεκίνησε το 1996 με το «Swingers» και τον έκανε πάμπλουτο ως παραγωγό (και ενίοτε σκηνοθέτη) των «Iron Man», εκφράζει λιτά, προβλέψιμα και τόσο χαριτωμένα τις βασικές του αγάπες για το φαγητό, την οικογένεια όπως κι αν ορίζεται, τη σάλσα και μια καλή σάλτσα! Με σκηνές μαγειρικής που κόβουν την ανάσα κι ενεργοποιούν τους σιελογόνους αδένες, με μια πληθώρα από guest εμφανίσεις των «κοντινών του φίλων», με μια μάλλον γραφική αντιμετώπιση της εξέλιξης των social media που δείχνει εμφανώς την ηλικία του, ο Φαβρό κάνει μια ταινία για έναν πατέρα κι ένα γιο, αλατίζει με δυσαρέσκεια για την κριτική εν γένει, ξεδίνει με άφθονη λάτιν μουσική που, ωστόσο, κάπως δένει με τα καλοψημένα cuban sandwiches, που ξεχειλίζουν κρέας και βούτυρο, και καταλήγει στο ότι τα πράγματα μπορούν πάντα να γίνουν όπως τα ονειρεύεσαι, αρκεί να έχεις φρέσκα υλικά, αγάπη και λογαριασμό στο twitter.
Το «Chef» φέρνει αντίβαρο στην απλοϊκότητά του μια κεφάτη ατμόσφαιρα, συναισθηματική ειλικρίνεια, τρυφερότητα, κάτι φωτεινό και πλούσιο σε γεύση. Μείνετε στους τίτλους τέλους για να δείτε το «μάθημα» του –συμβούλου, στην ταινία– Ρόι Τσόι, του ατίθασου γαστριμαργικού εγκεφάλου που λανσάρισε με την αλυσίδα των Kogi vans τη σύγχρονη τάση του haute cuisine street food.
…………………………………………….
Σκηνοθεσία: Ντενί Βιλνέβ
Ηθοποιοί: Τζέικ Τζίλενχαλ, Μελανί Λοράν, Σάρα Γκέιντον
Ο Ανταμ Μπελ, καθηγητής Ιστορίας, με τις φιλοδοξίες του ακρωτηριασμένες από μια βαρετή, αδιέξοδη ρουτίνα, περνά τον ελεύθερο χρόνο του με μοναχικές περιπλανήσεις, γερές δόσεις αλκοόλ, μια δυσοίωνη οπτική του μέλλοντος και μια διεκπεραιωτική ερωτική σχέση. Οταν, κάποια στιγμή, δει στην τηλεόραση μια δευτεροκλασάτη ταινία, θ’ ανακαλύψει ότι ο ένας ηθοποιός, ο Αντονι Κλερ, είναι ο doppelganger του, ολόιδιος με τον Ανταμ εμφανισιακά, σαν να κοιτά τον εαυτό του στον καθρέφτη –ή την οθόνη–, μόνο που ο Αντονι μοιάζει να περνά τη διαμετρικά αντίθετη ζωή, φωτεινή, σ’ έναν ευτυχισμένο γάμο με την έγκυο γυναίκα του. Ωστόσο, οι δύο άγνωστοι αλλά ολόιδιοι άντρες μοιράζονται την ίδια σκοτεινή πλευρά, έτοιμη να ξεχειλίσει και να καταστρέψει τα πάντα.
Ο Καναδός Ντενί Βιλνέβ του «Incendies» και του «Prisoners» βασίζεται στο μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος αντίγραφο» του Ζοζέ Σαραμάγκου και στο ξεκάθαρο, ιδιοσυγκρασιακό και τολμηρό ταλέντο τού (εις διπλούν) Τζέικ Τζίλενχαλ, για να σκηνοθετήσει ένα δυνατό φαντασιακό θρίλερ, με την ανθρώπινη απόγνωση στην καρδιά. Εξαιρετικά στιλιζαρισμένη, η ταινία μεταμορφώνει τη σύγχρονη πόλη του Τορόντο σ’ ένα φουτουριστικό, αφαιρετικό, σκληρό τοπίο από μέταλλο και γυαλί, κινηματογραφημένο στους κίτρινους τόνους της διάβρωσης και της σήψης. Με σκηνές που προχωρούν αργά αλλά σταθερά από το μελαγχολικό στο αλλόκοτο και στον απόλυτο υπαρξιακό τρόμο, η ταινία χαρτογραφεί τις ανθρώπινες φοβίες της ψυχής με τρόπο τόσο αινιγματικό και συμβολικό, σαν ένα μύχιο εφιάλτη που αναλύει το ανθρώπινο παρελθόν και προφητεύει το τέλος, αρκεί να παραδοθεί κανείς σε μια ενστικτώδη αποκωδικοποίηση. Ο Τζίλενχαλ ξεδιπλώνει όλο το πολύπλευρο ταλέντο του και η ταινία, για την οποία όσα λιγότερα διαβάσει κάποιος τόσο μεγαλύτερη επίδραση θα έχει πάνω του, γραπώνει μια ψηλή θέση στα πιο παράξενα και αμείλικτα φιλμ της (περασμένης, για να είμαστε σωστοί) χρονιάς.
…………………………………………….
(The Expendables 3)
Σκηνοθεσία: Πάτρικ Χιουζ
Ηθοποιοί: Σιλβέστερ Σταλόνε, Τζέισον Στέιθαμ, Αντόνιο Μπαντέρας, Τζετ Λι, Γουέσλι Σνάιπς, Ντολφ Λούντγκρεν, Κέλσι Γκράμερ, Ράντι Κουτούρ, Τέρι Κρουζ, Κέλαν Λατς, Ρόντα Ράουζι, Γκλεν Πάουελ, Βίκτορ Ορτίζ, Ρόμπερτ Ντέιβι, Mελ Γκίμπσον, Χάρισον Φορντ, Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ
Ο Μπάρνι έρχεται αντιμέτωπος με τη νέμεσή του, τον Κόνραντ Στόουνμπανκς (Μελ Γκίμπσον), τον πρώην expendable, συνιδρυτή της ομάδας, που τώρα έχει περάσει από την άλλη πλευρά του νόμου (σε μια ούτως ή άλλως μπερδεμένη και αδιάφορη ισορροπία). Για να τον αντιμετωπίσει, ο Μπάρνι αποφασίζει να εγκαταλείψει τους «παλιωμένους» συντρόφους του και ν’ αναζητήσει μια νέα και δυναμική ομάδα. Μόνο που, φυσικά, η γριά κότα έχει το ζουμί, ειδικά όταν μιλάμε για εκρηκτικές ύλες, μαχαίρια, πολυβόλα και θανατηφόρες ατάκες.
Ο Σιλβέστερ Σταλόνε τριτώνει τον απολαυστικό φόρο τιμής στην παλιομοδίτικη δράση και τους ήρωές της. Η τρίτη ταινία της επιτυχημένης σειράς δίνει έμφαση στο θέαμα, κρατώντας σταθερό το χιούμορ – το σενάριο είναι άνευ προηγουμένου βαρετό, πράγμα που καμιά σημασία δεν έχει για όποιον θέλει να καμαρώσει παλικάρια και να ευχαριστηθεί old school περιπέτεια. Τόσο old school, μάλιστα, που οι παλιοί καλοί κασκαντέρ και τα ειδικά εφέ παραμερίζουν το cgi, με αποτέλεσμα ένα δεκάλεπτο credit block στο τέλος της ταινίας, αλλά και σεκάνς θεαματικές και καθόλου πειστικές!
Fun’s important, το λέει και ο Σλάι, κι η ταινία το καταφέρνει μια χαρά, δεδομένου ότι απαρτίζεται από ένα σπάνιο «μπουκέτο» ηθοποιών, που παίρνουν τη δουλειά τους στα σοβαρά, χωρίς να παίρνουν τους εαυτούς τους στα σοβαρά, συνδυασμός θαυμάσιος για κάθε ταινία δράσης. Ο Σβαρτσενέγκερ κι ο Λι κρατούν μικρούς, δεύτερους ρόλους, ο Μπαντέρας δίνει το κωμικό στοιχείο, οι εκρήξεις και τα ακροβατικά αφθονούν, σε αντίθεση με όποια οξυδέρκεια ή πρωτοτυπία, η δίωρη διάρκεια μειώνει το αποτέλεσμα και τσιτώνει τις αντοχές, αλλά ποιος νοιάζεται, αν έχει πάει σινεμά για να γευτεί σιτεμένη τεστοστερόνη. Αλλωστε, τελικός κριτής για μια τέτοια ταινία είναι μόνο το box office και ο Σταλόνε, που το ομολογεί κι ο ίδιος: «Εγώ είμαι το Δικαστήριο της Χάγης». Οχι, παίζουμε.
…………………………………………….
Σκηνοθεσία: Τζέικ Κάσνταν
Ηθοποιοί: Κάμερον Ντίαζ, Τζέισον Σίγκελ, Ρομπ Λόου, Ρομπ Κόρντρι, Ελι Κέμπερ
Ο Τζέι και η Ανι είναι μαζί δέκα χρόνια. Η σχέση τους, που ξεκίνησε γεμάτη πάθος, δυο παιδιά αργότερα έχει ρουτινιάσει. Ετσι, οι δυο τους αποφασίζουν να αναζωπυρώσουν τον ερωτισμό τους, μόνοι στο σπίτι, φτιάχνοντας το δικό τους, πολύ ιδιωτικό sex tape, σ’ έναν τρίωρο «μαραθώνιο», που απαιτεί μεγαλύτερες αντοχές κι από το «Lincoln»! Ενθουσιασμένοι που τα κατάφεραν και με τη φλόγα να καίει, συνειδητοποιούν έντρομοι ότι το κατάδικό τους βίντεο έχει αυτόματα κι ανεξήγητα ανεβεί στο καταραμένο i-cloud κι από εκεί στο youporn. Ο Τζέι και η Ανι ξεκινούν αποστολή διάσωσης της αξιοπρέπειας και του γάμου τους.
Με έμφαση στην άλωση που φέρνουν τα παιδιά στην προσωπική ζωή ενός ζευγαριού και στον χείμαρρο του Internet, που παρασύρει ζωές στο πέρασμά του, το «Sex Tape» κερδίζει πόντους από τη θαυμάσια χημεία ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστές του (πολύ πιο πετυχημένη από την προηγούμενη συνεργασία τους στο «Bad Teacher») κι από μια σειρά διασκεδαστικών διαλόγων. Κρίμα που το ελπιδοφόρο πρώτο μέρος διαδέχεται ένα δεύτερο που παίρνει την κατιούσα, καθώς το χιούμορ χοντραίνει… εκεί όπου δεν πρέπει, γύρω από τη μέση, και τα ευρήματα τελειώνουν άδοξα.
…………………………………………….
Σκηνοθεσία: Οτο Πρέμινγκερ
Ηθοποιοί: Τζιν Τίρνεϊ, Ντέινα Αντριους
Στη σκοτεινή πλευρά της Νέας Υόρκης, ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο Μαρκ ΜακΦέρσον, διερευνά τη δολοφονία μιας πανέμορφης, επιτυχημένης διαφημίστριας, της Λόρα Χαντ. Δουλεύοντας την υπόθεση, μιλώντας με τους ανθρώπους που την περικύκλωναν, διαβάζοντας το ημερολόγιό της, ο ΜακΦέρσον στροβιλίζεται όλο και πιο βαθιά σ’ ένα αδιέξοδο μυστήριο κι ερωτεύεται, αργά αλλά εμμονικά, το πορτρέτο της νεκρής γυναίκας που γίνεται το κέντρο της ζωής του.
Βασισμένος στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Βέρα Κάσπαρι, ο Οτο Πρέμινγκερ σκηνοθέτησε το 1944 ένα από τα πιο καθαρόαιμα, εξπρεσιονιστικά και ψυχαναλυτικά φιλμ νουάρ, αμετάκλητα κυνικό, υπόγεια αγωνιώδες και, με μια λέξη, αριστουργηματικό. Σπάνια μια ταινία που, πια, διδάσκεται για τις κινηματογραφικές της αρετές εξακολουθεί να είναι άμεσα απολαυστική για τον θεατή κι εκπληκτικά διαχρονική, παρότι έχει πια πατήσει τα 70 –το ίδιο κι ο σκοτεινός, ταλανισμένος αντι-ήρωας ΜακΦέρσον και η αξεπέραστα όμορφη και μοιραία Τζιν Τίρνεϊ. Το «Laura» προβάλλεται με ανανεωμένη εικόνα σε ψηφιακή κόπια dcp.