«Εν βρασμώ ψυχής» ισχυρίστηκε στον ανακριτή Ναυπλίου πως βρισκόταν ο ηλικιωμένος παιδοκτόνος, την ώρα που δολοφόνησε τον γιο του και στη συνέχεια προσπάθησε να συγκαλύψει το έγκλημά του, για το οποίο «αισθάνεται ντροπή και οδύνη».
Ο πατέρας, που παρουσιάστηκε στον ανακριτή ως θύτης και θύμα των ανυπέρβλητων οικογενειακών προβλημάτων που του είχε δημιουργήσει η εκρηκτική σχέση του με τον 39χρονο γιο του, προφυλακίστηκε χθες μετά την απολογία του.
Αντίθετα, ελεύθερη με την επιβολή περιοριστικών όρων και την καταβολή εγγύησης 6.000 ευρώ αφέθηκε μετά την απολογία της η μητέρα τού δολοφονηθέντος, η οποία αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε εμπλοκή της στο φονικό, τονίζοντας στο απολογητικό της υπόμνημα ότι ως μητέρα καταδικάζει τις πράξεις του συζύγου της.
Ανάληψη ευθύνης
Ο πατέρας του 39χρονου ανέλαβε την πλήρη ευθύνη για τη δολοφονία, δηλώνοντας συγκλονισμένος από τις πράξεις του, αλλά και ότι αυτές έγιναν εν βρασμώ ψυχής.
Χαρακτηριστικά, σε ένα απόσπασμα του πολυσέλιδου απολογητικού υπομνήματός του, τονίζει πως «είμαι συγκλονισμένος από τις ως άνω πράξεις, που, όπως και από την πρώτη στιγμή ισχυρίστηκα, μόνος μου εκτέλεσα και δεν είμαι καθόλου περήφανος γι’ αυτές, αλλά αισθάνομαι ντροπή και οδύνη, τις οποίες μεγεθύνει το γεγονός ότι στην απολογία μου είμαι αναγκασμένος να αναφέρω τις συμπεριφορές του γιου μου που με πίκραναν και με τρομοκράτησαν τόσο, ώστε με οδήγησαν σε αυτή την πράξη απελπισίας, για την οποία σήμερα καλούμαι να λογοδοτήσω».
Επικαλέστηκε μάλιστα το γεγονός, το οποίο συνέβη το περασμένο Πάσχα, «όταν ο γιος μας μπήκε κρυφά στο σπίτι, μας αιφνιδίασε, μας έδεσε και μας χτυπούσε απάνθρωπα, ενώ συγχρόνως με μια βιντεοκάμερα βιντεοσκοπούσε το συμβάν».
Για την ημέρα του φόνου, ο κατηγορούμενος υποστήριξε -μεταξύ άλλων- ότι «το μεσημέρι ο γιος μου ήλθε και προσπάθησε να εισέλθει στην οικία μου, σπρώχνοντας την πόρτα της αυλής. Αρχισε να με βρίζει και μου πέταξε μια μικρή γλάστρα, που όμως δεν με πέτυχε. Αρχισε να σπρώχνει και να κλοτσά την πόρτα, για να τη σπάσει και να την ανοίξει με τη βία και είναι βέβαιον ότι εκείνη τη στιγμή υπέστην μια έντονη διατάραξη της συνειδήσεώς μου, που την επέφερε η απότομη και αιφνίδια υπερδιέγερση του συναισθήματος του φόβου, του πανικού αλλά και της οργής…».
«Θόλωσα»
«Υπό το κράτος αυτών των συναισθημάτων, τα οποία με κυρίευσαν πλήρως και μου θόλωσαν την κρίση, αποφάσισα να πάρω το δίκαννό μου στα χέρια, πυροβόλησα με αυτό τον Γιάννη και τον πέτυχα… Αφού πέρασε κάποια ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς είχα κάνει, κατελήφθην από νέο κύμα πανικού. Φοβούμενος τώρα τι θα συνέβαινε, αν ερχόταν η σύζυγός μου στο σπίτι, μετακίνησα το αυτοκίνητο του γιου μου στην αυλή, έσυρα το σώμα του από τα πόδια, το έβαλα με προσπάθεια στα πίσω καθίσματα, έβγαλα τις πινακίδες, τις οποίες έθαψα στον κήπο, καθάρισα τον χώρο από τα αίματα και οδηγώντας το ίδιο αυτοκίνητο, πήγα το πτώμα του γιου μου στον ξεροπόταμο, όπου χρησιμοποιώντας ένα μπιτόνι βενζίνη έβαλα φωτιά…».