Τι σημαίνει όλη αυτή η συζήτηση για την ολοκλήρωση των μεγάλων οδικών αξόνων στη χώρα; Εξαγγελίες και κόντρα εξαγγελίες, χρονοδιαγράμματα και υποσχέσεις.
Στην πράξη, η Ηπειρος και η Δυτική Ελλάδα, με το όνειρο της Ιονίας Οδού και της σιδηροδρομικής σύνδεσης δεκαετίες τώρα, το μόνο που κάνουν είναι να καταγράφουν ανθρώπινες απώλειες σε έναν από τους πιο θανατηφόρους δρόμους: την εθνική οδό Ιωαννίνων-Αντιρρίου και την επέκτασή της από τα Ιωάννινα στην Κακαβιά.
Με ένα μοιρολατρικό, επαναλαμβανόμενο τρόπο, κάθε φορά προβλέπεις τα επόμενα θανατηφόρα τροχαία. Αυτή τη φορά, σε ακόμα ένα τροχαίο χάθηκε ένας άνθρωπος και τραυματίστηκαν άλλοι 11.
Ενα τέταρτο μετά τις 5 το απόγευμα χθες, λεωφορείο των ΚΤΕΛ συγκρούστηκε με Ι.Χ. στο 140ό χιλιόμετρο της εθνικής οδού Αντιρρίου-Ιωαννίνων, στην περιοχή Συκούλα στην Αρτα. Από το Ι.Χ. ανασύρθηκε νεκρός ο οδηγός, 44 χρόνων, αλβανικής καταγωγής, ενώ τραυματίστηκαν η σύζυγός του και τα δύο παιδιά τους, το ένα σοβαρότερα. Ελαφρείς ήταν ευτυχώς οι τραυματισμοί 8 από τους επιβαίνοντες του λεωφορείου του ΚΤΕΛ Ευβοίας που έκανε το δρομολόγιο Χαλκίδα–Ιωάννινα.
Αμεση ήταν η κινητοποίηση της Τροχαίας, της Πυροσβεστικής και του ΕΚΑΒ, με τους τραυματίες να μεταφέρονται στο νοσοκομείο της Αρτας, ενώ η κυκλοφορία στην εθνική οδό διακόπηκε για ώρα.
Μόνο κατ’ όνομα μπορεί να ονομάζεται εθνική οδός αυτός ο δρόμος που αποτελεί και τη μοναδική δίοδο για όλη τη βορειοδυτική Ελλάδα. Μία δίοδος που επιπλέον χρησιμοποιείται από χιλιάδες μετανάστες από την Αλβανία, οι οποίοι ειδικά την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου μετακινούνται μαζικά για να περάσουν τις γιορτές με τους δικούς τους.
Το νέο δυστύχημα φέρνει στη μνήμη ένα περυσινό αντίστοιχο, την 1η Αυγούστου, στην ίδια πάλι περιοχή, όταν από σύγκρουση δύο Ι.Χ. έχασαν τη ζωή τους πέντε άνθρωποι. Ενώ στο τέλος του περυσινού Αυγούστου, επίσης, πατέρας και γιος από την Αλβανία έχασαν τη ζωή τους σε τροχαίο στο 12ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Ιωαννίνων-Κακαβιάς.
Αυτή η δραματική στατιστική δεν μπορεί να αποδίδεται μόνο στο ανθρώπινο λάθος ή στην ατυχία, αντίθετα αποκαλύπτει μια πολιτική ανάπτυξης που καταδικάζει ολόκληρες περιοχές της χώρας στην απομόνωση και στο ρίσκο της μετακίνησης με συνθήκες της δεκαετίας του ’50. Και κρατάει δέσμιες τις τοπικές κοινωνίες στον φόβο της επόμενης φοράς.