Του Γιώργου Τσιάρα
Σάλο προκάλεσε η χθεσινή απόφαση του προέδρου της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ να διατάξει την παραίτηση της γαλλικής κυβέρνησης, προκειμένου να προχωρήσει σε εκκαθάριση των «ανταρτών» υπουργών της αριστερής πτέρυγας, και ιδιαίτερα του υπουργού Οικονομίας Αρνό Μονμπούρ.
Η εφημερίδα Parisien εξυφαίνει ένα σενάριο, σύμφωνα με το οποίο το «κεφάλι» του Μονμπούρ και των άλλων «ανταρτών» το πήρε ο εκπρόσωπος της «δεξιάς πτέρυγας» των Σοσιαλιστών και πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς, θέτοντας τον Ολάντ μπροστά στο κλασικό δίλημμα «ή αυτός ή εγώ». Στην πραγματικότητα, όμως, αν ο Βαλς είναι η… Σαλώμη, ο Ηρώδης είναι η Μέρκελ: όπως δήλωσε στον γαλλικό Τύπο πηγή προσκείμενη στον Γάλλο πρωθυπουργό, ο Βαλς «θεωρεί πλέον ότι ξεπεράστηκαν τα όρια, ένας υπουργός Οικονομίας δεν μπορεί να εκφράζεται με τέτοιους όρους για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και για έναν Ευρωπαίο εταίρο όπως η Γερμανία»…
Το κακό για τον Ολάντ και τον «νεοφιλελεύθερο σοσιαλιστή» πρωθυπουργό του, τον Μανουέλ Βαλς, είναι ότι οι περισσότεροι Γάλλοι συμφωνούν με τις απόψεις των καρατομηθέντων «ανταρτών»: για την ακρίβεια, η δημοτικότητα του Βαλς έχει καταρρεύσει μόλις πέντε μήνες μετά την τοποθέτησή του στη θέση τού επίσης καρατομηθέντος προκατόχου του, Ζαν Μαρκ Ερό –μόλις το 36% των Γάλλων εγκρίνει τη διαχείριση των κυβερνητικών υποθέσεων από πλευράς του.
Συγκεκριμένα το ποσοστό δημοτικότητας του Βαλς, που διορίστηκε πρωθυπουργός τον Μάρτιο, μετά τη δραματική ήττα στις τοπικές εκλογές (οι Σοσιαλιστές έχασαν 150 πόλεις, συμπεριλαμβανομένων και παραδοσιακών «κάστρων» του κόμματος) μειώθηκε κατά ακόμη 9% τον Αύγουστο, έπειτα από μείωση κατά 6% τον Ιούλιο και 5% τον Ιούνιο, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση του IFOP που δημοσίευσε η Journal du Dimanche.
Ακόμη όμως και με αυτά τα ποσοστά ραγδαίας πτώσης, ο Βαλς παραμένει ρέκορντμαν δημοφιλίας σε σχέση με τον πολιτικό του προϊστάμενο, η δημοτικότητα του οποίου έχει πλέον καταρρεύσει στο…17%, μετατρέποντάς τον αυτόματα στον πιο αντιδημοφιλή πρόεδρο στην ιστορία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας, δηλαδή από το 1958 και μετά! Σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου IFOP που δόθηκε στη δημοσιότητα την Κυριακή -λίγες ώρες πριν από την καρατόμηση της κυβέρνησης– ο Ολάντ πληρώνει πρωτίστως την αδυναμία του να καταπολεμήσει την ανεργία, που παραμένει πάνω από το 10%, αλλά και τη γενικότερη «αφασία» στα οικονομικά θέματα: η υπεσχημένη ανάκαμψη αποδεικνύεται βασανιστικά αργή για την απογοητευμένη απ’ αυτόν γαλλική κοινή γνώμη, και ιδιαίτερα για την παραδοσιακή βάση του κόμματος.
Οι «επαναστάτες» και το… γάντι
Οσο για τα πολιτικά συμπεράσματα, οι γνώμες διίστανται: για τους New York Times, «η αριστερή πτέρυγα του κόμματος έριξε το γάντι στον Φρανσουά Ολάντ, την ώρα που εκείνος επιχειρεί να ζωντανέψει μια ημιθανή οικονομία». «Και όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η Κεντροδεξιά έχει βυθιστεί σε μια κρίση ηγεσίας και το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο προσπαθεί να συμπληρώσει το κενό πολιτικής» προσθέτει.
Αντίθετα, η ιταλική La Stampa εντοπίζει τη γενεσιουργό αιτία της γαλλικής πολιτικής κρίσης στην πολιτική λιτότητας που έχει επιβάλει η Γερμανία σε ολόκληρη την Ευρώπη, και φυσικά και στη Γαλλία. Για τον βρετανικό Guardian, «η Γαλλία μπαίνει σε άγνωστα πολιτικά νερά», καθώς δεν υπάρχει η πολιτική προσωπικότητα που θα μπορέσει να διαχειριστεί «την επανάσταση της αριστερής πτέρυγας των Σοσιαλιστών και την απομάκρυνση των Οικολόγων» από την κυβέρνηση, την ώρα που ο Αρνό Μονμπούρ «προσπαθεί να παίξει τον ρόλο της σημαίας της Αριστεράς».
Το βέβαιο είναι ότι ο Μονμπούρ δεν είναι μόνος του: εξίσου επικριτικός είναι και ο υπουργός Παιδείας Μπενουά Αμόν, ο οποίος επίσης επέκρινε την οικονομική πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση της Γαλλίας σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Le Parisien, αναφέροντας μάλιστα ότι οι απόψεις του συναδέλφου του δεν απέχουν από τις θέσεις ομάδας πολλών «ανταρτών» βουλευτών του Σοσιαλιστικού Κόμματος». Οπως όλα δείχνουν, ο Αμόν θα ακολουθήσει τον υπουργό Οικονομικών στην έξοδο: σύμφωνα με το Nouvel Observateur, φέρεται να αρνήθηκε πρόταση του πρωθυπουργού να παραμείνει στο πόστο του, με προϋπόθεση την άνευ όρων στήριξη της κυβερνητικής γραμμής. Παράλληλα, και η υπουργός Πολιτισμού, Ορελί Φιλιπετί, ανακοίνωσε ότι δεν προτίθεται να συμμετάσχει στο νέο κυβερνητικό σχήμα.
Ο Μονμπούρ πάντως δήλωσε πως δεν μετανιώνει για τα σχόλια που έκανε, ενώ αρνήθηκε ότι ευθύνεται για οποιαδήποτε «παραβίαση της κυβερνητικής αλληλεγγύης». Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και χθες το πρωί, ενώ η κυβέρνηση… μετρούσε ώρες, ο υπουργός Οικονομίας δήλωνε στο μικρόφωνο του σταθμού Europe 1 ότι «τίποτα δεν είχε αποφασιστεί για το μέλλον του ως υπουργού κι ότι παρότι δεν ένιωθε άνετα με τις οικονομικές επιλογές της κυβέρνησης, δεν σκόπευε να αφήσει την κυβέρνηση σύντομα». Λογάριαζε, προφανώς, χωρίς τον ξενοδόχο.
Σχολιάζοντας τις εξελίξεις, ο συνταγματολόγος Ντομινίκ Ρουσό υπογραμμίζει πως «η κρίση δεν τελείωσε, τώρα ξεκινά», σημειώνοντας ότι ο Γάλλος πρόεδρος δεν θα πρέπει να αποκλείσει το ενδεχόμενο διάλυσης της Βουλής. Την ίδια ανησυχία εκφράζει από την πλευρά της και η Die Welt: «Είναι δύσκολο να ξέρει κανείς τι μπορεί να κάνει ένας πολιτικός ωραιοπαθής, τυχοδιώκτης και λαϊκιστής σαν τον Μονμπούρ. Αν κατορθώσει να μαζέψει γύρω του έναν μεγάλο αριθμό Σοσιαλιστών δυσαρεστημένων με την πολιτική της κυβέρνησης, ο Ολάντ μπορεί να βρεθεί σε κίνδυνο».
Υπενθυμίζεται ότι τον Σεπτέμβριο η Βουλή, στην οποία οι Σοσιαλιστές με 291 βουλευτές έχουν οριακή πλειοψηφία μόλις 3 εδρών, καλείται να περάσει τον νέο προϋπολογισμό λιτότητας, στον οποίο θα περιλαμβάνεται το αμφιλεγόμενο «Σύμφωνο Ευθύνης» -το σχέδιο Ολάντ και Βαλς για περικοπές δαπανών με στόχο τη χρηματοδότηση φοροαπαλλαγών ύψους 40 δισ. ευρώ για τις επιχειρήσεις. Ομως οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι πολύ μικρό ποσοστό των ψηφοφόρων -γύρω στο 20%- πιστεύει πραγματικά πως μπορεί να υπάρξει στροφή προς το καλύτερο, ενώ πολλά στελέχη των Σοσιαλιστών διαφωνούν, θεωρώντας ότι θα πρέπει να δοθεί λιγότερη έμφαση στη λιτότητα και να διοχετευτεί χρήμα απευθείας στα νοικοκυριά…