Του Θεόδωρου Γεωργίου*
Σε πρόσφατο άρθρο του (δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αυγή», 20 Ιουλίου 2014) με τον τίτλο: «Μια σοβαρή ήττα της Αριστεράς στα Πανεπιστήμια», ο συνάδελφος Κώστας Γαβρόγλου (καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών) παραδέχεται (ή ορθότερα ομολογεί) ότι η αριστερή πολιτική πρακτική στα πανεπιστήμια ηττήθηκε, απέτυχε και εν πάση περιπτώσει δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Εκ πρώτης όψεως, η ομολογία αυτή, και κατά το περιεχόμενό της και κατά τη λεκτική διατύπωσή της, δημιουργεί νοηματικές απορίες και βάζει τον αναγνώστη σε σκέψεις. Είχε πράγματι η Αριστερά ως οργανωμένη κομματική συλλογικότητα ένα επεξεργασμένο σχέδιο για την οργάνωση, τη λειτουργία ή ακόμη και την αποστολή του πανεπιστημίου; Ή μήπως ο συνάδελφος αναφέρεται στην ευρύτερη πνευματική και ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου μέχρι τις μέρες μας και υπαινίσσεται ότι αυτή η ηγεμονία δεν «μεταφράσθηκε» σε πανεπιστημιακή κυριαρχία της Αριστεράς;
Αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα εγείρονται και διατυπώνονται με αφορμή την ομολογία «της ήττας της Αριστεράς στα Πανεπιστήμια» κατά την ορολογία του Γαβρόγλου. Πρέπει επιπλέον να προστεθεί και ένας ακόμη προβληματισμός που έχει να κάνει με τη χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται ο συνάδελφος. Αναφέρεται, λοιπόν, στην πρόσφατη τριετία (2011-2014) κατά την οποία ισχύει και εφαρμόζεται ο νέος νόμος–πλαίσιο 4009/1912 ή ο προβληματισμός του διατυπώνεται ως αυτοκριτική και επεκτείνεται κατά την τελευταία τριακονταετία (1982-2011); Ο,τι και να ισχύει από τα δύο, ένα είναι βέβαιο: η δημόσια παρέμβαση του Γαβρόγλου θέτει επί τάπητος το μείζον θέμα της σχέσης της Αριστεράς ως ιδεολογίας και πρακτικής με την οργάνωση και τη λειτουργία του πανεπιστημίου.
Διανύουμε τα πρώτα στάδια μιας νέας ιστορικής φάσης στην εξέλιξη του ελληνικού πανεπιστημίου. Τα αφετηριακά σημεία της ανάγονται στην ψήφιση και τη σταδιακή εφαρμογή του ν. 4009/2011. Πρόσφατα έγιναν σε πέντε πανεπιστήμια οι πρυτανικές εκλογές με βάση τις νέες ρυθμίσεις. Ο νέος νόμος–πλαίσιο τίθεται σταδιακά σε εφαρμογή σε όλα τα ελληνικά πανεπιστήμια και θα κριθεί κι αυτός (όπως και ο προηγούμενος του 1982) από τις πραγματολογικές καταστάσεις της εφαρμογής του.
Από το 1982 μέχρι σήμερα έχουν συμπληρωθεί τριάντα χρόνια και έχει ολοκληρωθεί η πρώτη ιστορική φάση εξέλιξης του ελληνικού πανεπιστημίου μετά την πτώση της χούντας. Η τριακονταετία αυτή υπήρξε πράγματι ιστορική «στιγμή» (moment) για το ελληνικό πανεπιστήμιο για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, επειδή το ελληνικό πανεπιστήμιο από κλειστή οντότητα της δεξιάς ιδεολογίας μετασχηματίσθηκε σε ανοικτό θεσμό γνώσης, επιστήμης και έρευνας και, δεύτερον, επειδή εισήχθησαν στην οργάνωση και λειτουργία της πανεπιστημιακής κοινότητας δημοκρατικές διαδικασίες (όπως π.χ. κατάργηση της έδρας, η εισαγωγή των διοικητικών δομών του τομέα και του τμήματος κ.ά.). Ο επιστημολογικός μετασχηματισμός του ελληνικού πανεπιστημίου και ο διοικητικός και οργανωτικός εξορθολογισμός του δημιούργησαν ταυτόχρονα μια σειρά από παθολογίες, όπως π.χ. είναι ο κομματισμός, οι πελατειακές σχέσεις μεταξύ των μελών της επιστημονικής κοινότητας, το καθεστώς της αναξιοκρατίας κ.ά.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κανείς να διευκρινίσει ότι κάθε εξορθολογισμός λειτουργεί κατά το πρότυπο του Ιανού: έχει δύο πρόσωπα. Παράγει και διαμορφώνει και αρνητικές καταστάσεις. Η κατάργηση της έδρας συνιστά μείζον επιστημολογικό και οργανωτικό βήμα, αλλά η εκλογή των νέων καθηγητών θα έπρεπε να στηριχθεί σε αντικειμενικά και αδιαμφισβήτητα κριτήρια επιστημοσύνης και να μην αποτελεί το συμπέρασμα των πελατειακών σχέσεων και επαφών. Το ερώτημα που ανακύπτει διατυπώνεται ως εξής: Ποια είναι η συμβολή της Αριστεράς ως ιδεολογίας και ως πολιτικής πρακτικής στη διαμόρφωση ορθολογικών διαδικασιών κατά την εκλογή των καθηγητών ως μελών της επιστημονικής κοινότητας; Το ερώτημα αυτό «μεταφράζεται» στο καθολικό (γενικό) ερώτημα: Ποιος είναι ο ρόλος της Αριστεράς στην άσκηση της πανεπιστημιακής πολιτικής και στην εκπόνηση επιστημολογικών προγραμμάτων διδασκαλίας και έρευνας στα πανεπιστήμια;
Η Αριστερά, εξ ορισμού, θα έπρεπε να αναλάβει τον ρόλο εκείνου του υποκειμένου, το οποίο σχεδιάζει την «υπέρβαση» των αρνητικών πορισμάτων του πανεπιστημιακού εξορθολογισμού. Δυστυχώς για την ίδια την Αριστερά και επίσης δυστυχώς για το ίδιο το ελληνικό πανεπιστήμιο τα πράγματα δεν απέκτησαν τη διαλεκτική δυναμική τους. Το πανεπιστήμιο παρέμεινε επί τριάντα χρόνια παρά τις τεράστιες προσπάθειες του λειτουργικού εξορθολογισμού του στο καθεστώς του πανεπιστημίου–σχολείου, δηλαδή στο επιστημολογικό εκείνο καθεστώς στο οποίο προτεραιότητα έχει η διδασκαλία της επιστημονικής γνώσης έναντι της ερευνητικής προοπτικής της επιστήμης. Και η Αριστερά εντός του πανεπιστημίου βιώνει την παθογένειά της και διαμορφώνει συνθήκες δράσης οι οποίες εξειδικεύονται σε δύο επίπεδα ως εξής: πρώτον, στο οργανωτικό–λειτουργικό επίπεδο η δράση της Αριστεράς υπακούει στη λογική του συνδικαλισμού και, δεύτερον, στον τομέα της επιστημολογικής δραστηριότητας (ενότητα της διδασκαλίας με την έρευνα) η στάση της Αριστεράς χαρακτηρίζεται ως ιδεολογική και με κανέναν τρόπο δεν είναι επιστημολογική.
Στον οργανωτικό τομέα της λειτουργίας και της διοίκησης του πανεπιστημίου υιοθετούνται μέθοδοι του συνδικαλισμού (δηλαδή απεργίες, αποχές, καταλήψεις κ.ά.), ενώ το πανεπιστήμιο δεν είναι εργοστάσιο. Δεν είναι τόπος ταξικών συγκρούσεων. Το πανεπιστήμιο είναι ο κατεξοχήν τόπος των διαβουλεύσεων και των επικοινωνιακών διαδικασιών. Ωστόσο, όμως, για την κλασική Αριστερά το πανεπιστήμιο εξομοιώνεται με το εργοστάσιο. Οι παθολογίες του κομματισμού, της πελατείας και της αναξιοκρατίας είναι επιμέρους εκφράσεις ενός συστήματος «εξορθολογισμού ως προς τον σκοπό» (Zweckrationalisierung), το οποίο ασπάστηκε και υπερασπίστηκε μέχρι τέλους η κλασική Αριστερά. Αυτή η Αριστερά, αντί να επεξεργαστεί ένα πολιτικό πρόγραμμα υπέρβασης των αρνητικών συνεπειών του οργανωτικού εξορθολογισμού των ελληνικών πανεπιστημίων, προέκρινε τη συστράτευσή της με παλαιολιθικά σχήματα διαχείρισης των πανεπιστημιακών πραγμάτων, τα οποία παραλύουν και τελικά καταστρέφουν την κριτική σκέψη και τον διαφωτισμό.
Τον ίδιο καταλυτικό ρόλο του αποσυντονισμού που έπαιξε η κλασική Αριστερά στο οργανωτικό επίπεδο των πανεπιστημίων αναπαρήγαγε και στο επίπεδο της επιστημολογικής δραστηριότητας. Εδώ δύο πράγματα παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο: η πραγματολογική δυνατότητα να ενωθούν κατά διαλεκτικό τρόπο η θεωρία με την πράξη και το αίτημα της χειραφέτησης του ανθρώπου και την κοινωνίας μέσω της κριτικής σκέψης και της επιστήμης. Και στον επιστημολογικό αυτό τομέα η ήττα της Αριστεράς (κατά τον Γαβρόγλου) είναι δεδομένη. Για μας όμως που διακρίνουμε, έστω και με δυσκολία, στο βάθος του ιστορικού ορίζοντα τη διαλεκτική προοπτική του ανοιχτού ερευνητικού πανεπιστημίου για τα ελληνικά δεδομένα, η Αριστερά ως πολιτική ιδέα και πρακτική παραμένει ενεργός και μπορεί επιτέλους έστω και με ιστορική καθυστέρηση να μάθει από τα λάθη της.
Ο οργανωτικός συνδικαλισμός από τη μία και η επιστημολογική αποδυνάμωση της κριτικής σκέψης και επιστήμης από την άλλη δεν μπορούν να ανήκουν στο πνευματικό θησαυροφυλάκιο της σύγχρονης Αριστεράς. Το αίτημα: να γίνει το πανεπιστήμιο ξανά ο αυτόνομος κοινωνικός θεσμός που σχεδιάζει τις ιστορικές προοπτικές της ελληνικής κοινωνίας επαναδιατυπώνεται στις μέρες μας με τις αξιώσεις μιας αριστερής κοινωνικής κατηγορικής προσταγής.
………………………………………………………………………………………………………………………………….
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης