ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ

01/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Στάσιμες σκέψεις

      Pin It

Του Λευτέρη Κουγιουμουτζή

 

Καύσωνας, βράζει ο τόπος. Στην ντάλα του μεσημεριού ιδροκοπώ σε μια στάση λεωφορείου, προσπαθώντας να προσεγγίσω κάποια παραλία. Η άσφαλτος αχνίζει, μου φαίνεται πως θα λιώσει από λεπτό σε λεπτό σ’ ένα ποτάμι πίσσας και θα παρασύρει τα πάντα· φοβάμαι να πατήσω στην άκρη του δρόμου μήπως κολλήσουν τα παπούτσια μου. Δίπλα μου μια γιαγιά σφιχταγκαλιάζει μια σακούλα σουπερμάρκετ μ’ ένα παγωμένο μπουκάλι από αυτό το αμερικάνικο ζουμί, πιο μαύρο κι απ’ τα ρούχα της, που ρίχνει κυβερνήσεις, χειραγωγεί ΜΜΕ κι εξαγοράζει συνειδήσεις (ή μήπως αυτά συνέβαιναν παλιά;). Πείστηκε η καημένη η γιαγιά απ’ τη διαφήμιση, πως αν πιει το εκχύλισμα της κόκας με ζάχαρη κι ανθρακικό, θα ξεδιψάσει στο λεπτό και ξόδεψε το ένα τετρακοσιοστό της σύνταξής της για να τ’ αγοράσει.

 

Παρέκει ένας κουστουμαρισμένος νεαρός μ’ ένα χαρτοφύλακα προσπαθεί βαρύθυμα να χαλαρώσει τον κόμπο της γραβάτας του και να ξεκουμπώσει ένα κουμπί απ’ το πουκάμισό του, ν’ ανασάνει. Θα σχόλασε πριν λίγο από κάποια τράπεζα ή ασφαλιστική εταιρεία κι επιστρέφει σπίτι του εξουθενωμένος. Δεν ξέρω αν τον ζάλισε ο κλιματισμός του γραφείου που χτύπαγε ίσια στον σβέρκο του απ’ το πρωί, αν καταπτοήθηκε από τους στόχους του μήνα και τις απαιτήσεις του προϊσταμένου ή αν τον αποχαύνωσε η ζέστη, πάντως καλά δεν φαίνεται να είναι. Διακρίνεται στα μάτια του το απεγνωσμένο, το κενό βλέμμα της καριέρας.

 

Δυο-τρία αδέσποτα σκυλιά λουφάζουνε στον ίσκιο λιγάκι παραπέρα. Ασυγκίνητα από κάθε εξωτερικό ερέθισμα, κουνάνε πού και πού βαριεστημένα τις ουρές τους μπας κι αποθαρρύνουν τις επίμονες μύγες που τα περιτριγυρίζουν. Δεν είναι ώρα άλλωστε για δαπάνη ενέργειας. Το ένα, το πιο μικρό, φοράει και κολάρο· δείχνει περιποιημένο και καλομαθημένο. Μάλλον υπήρξε πρόσφατα οικόσιτο κι έπεσε θύμα της κρίσης ή των καλοκαιρινών διακοπών κάποιου ασυνείδητου. Απ’ ό,τι φαίνεται τα υπόλοιπα, παλιές καραβάνες των δρόμων, το πήραν υπό την προστασία τους και του μαθαίνουνε τα κατατόπια, παραδίδοντας μαθήματα αλληλεγγύης σε δύσκολες εποχές. Ούτε κι οι γάτες της γειτονιάς μου πάντως είχαν διάθεση να χαλάσουν τη ραστώνη τους κι ας τις φώναζε η καλόκαρδη γειτόνισσα νωρίτερα να τους πετάξει λίγα αποφάγια.

 

Ρίχνω μια ματιά στους τίτλους των εφημερίδων που κρέμονται στο διπλανό περίπτερο, μέχρι να έρθει το λεωφορείο. «Φως στο τούνελ βλέπει η Κυβέρνηση». «Αλλαγές στον ΕΝΦΙΑ με εντολή Πρωθυπουργού». «Εκταμίευση της τελευταίας δόσης, ήττα του λαϊκισμού». «Αποχωρεί οριστικά το φθινόπωρο η τρόικα, έξοδος από τα μνημόνια, επίθεση του αντιπροέδρου της Κυβέρνησης στην αντιπολίτευση». «Λύθηκε το θέμα με το ρωσικό εμπάργκο, συμφωνία να δοθούν τα ροδάκινα απευθείας στην τρόικα για αποπληρωμή του χρέους σε είδος». «Μεταγραφή αεροδρομίου ετοιμάζει ο Απροσπέλαστος, θα πέσουν τα τσιμέντα». Προφανώς δεν είμαι ούτε εγώ με τα καλά μου, δεν γίνεται να τα διαβάζω στ’ αλήθεια αυτά τα πράγματα! Εχω πάθει παράκρουση και βλέπω οράματα και οπτασίες. Χάθηκε ο κόσμος να εμφανιστεί μπροστά μου ένα δάσος με κοκοφοίνικες, καμήλες και τρεχούμενα νερά;

 

Ας μην παραπονιέμαι, τουλάχιστον εμφανίστηκε το λεωφορείο. Ηρθε σαν το ιππικό να με σώσει, έχει και κλιματισμό! Ο οδηγός, φτυστός ο Τζον Γουέιν, αιφνιδιάζεται από τη θερμή μου χειραψία και το χαμόγελο της ανακούφισης που ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μου. Η μαυροφορεμένη γιαγιά κι ο καλοντυμένος νεαρός, πάντως, δεν φαίνονται να συμμερίζονται τον ενθουσιασμό μου. Κρίμα. Βυθίζομαι σε μια καρέκλα κι αν είμαι τυχερός, σε καμιά ώρα θα φτάσω στον προορισμό μου. Μια πολύβουη παραλία με δυνατή μουσική, άφθονο φρέντο καπουτσίνο να ρέει, τεχνητές σταγόνες δροσιάς να ξερνιούνται από υπερσύγχρονα ενεργοβόρα μηχανήματα που ανεβάζουν τη θερμοκρασία του πλανήτη, πολύχρωμες σεζ λονγκ να προσφέρουν πληρωμένη ξεκούραση και μασέρ από εξωτικά μέρη να κουβαλούν το βαλιτσάκι τους διαλαλώντας την πραμάτεια τους σε διάφορες γλώσσες. Θ’ ανεβάσω και μια φωτογραφία selfie στο facebook απ’ το καινούργιο επιδοτούμενο κινητό μου, να σκάσουν οι «φίλοι» μου απ' τη ζήλια τους με την ευδαιμονία μου. Κι αν δεν βαριέμαι, μπορεί και να βουτήξω κιόλας.

 

Scroll to top