ΑΠΟΣΤΟΛΗ Της Λήδας Γαλανού
Στα 74 του χρόνια, με την αεροδυναμική σύντροφό του Λουσίλα Σόλα στο πλευρό του, ο Αλ Πατσίνο βρέθηκε στη Βενετία με δύο ταινίες, αποδεικνύοντας ότι, παρά το ένδοξο παρελθόν του, έχει ακόμα άσους στο μανίκι του, παρακολουθεί το σύγχρονο σινεμά και, ακόμα καλύτερα, αποτελεί ενεργό μέρος του.
Η ερμηνεία του στο «The Humbling» του Μπάρι Λέβινσον είναι η καλύτερή του εδώ και δεκαετίες. Διασκευάζοντας το ομότιτλο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ («Η ταπείνωση», εκδόσεις Πόλις), ο Λέβινσον σκιαγραφεί το –μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας– πορτρέτο ενός σπουδαίου ηθοποιού που μοιάζει να χάνει το ταλέντο του και τις υποκριτικές του ικανότητες. Από τον υπαρξιακό του λήθαργο τον βγάζει μια νεότατη λεσβία, της οποίας, όπως παλιότερα στην τέχνη του, ο ήρωας γίνεται υποτελής.
Σε άλλο ύφος, στο «Manglehorn» του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, ο Πατσίνο υποδύεται έναν μοναχικό, μισάνθρωπο κλειδαρά που αρνείται να ξεχάσει τον νεανικό του έρωτα, την Κλάρα, γράφοντάς της καθημερινά γράμματα, τα οποία, χωρίς εξαίρεση, επιστρέφουν στον παραλήπτη. Χαμηλώνοντας τους τόνους από την παράδοση των τελευταίων χρόνων που τον ήθελε να βροντοφωνάζει σε διαφορετικά ντεσιμπέλ υστερίας, ο Πατσίνο ξεδιπλώνεται ξανά ως μοναδικά ευαίσθητος ερμηνευτής. Και εξίσου συναρπαστικός ομιλητής.
Είπε ο Πατσίνο στη συνέντευξη Τύπου για τον ήρωά του στο «The Humbling»: «Είναι κάποιος που στην πραγματικότητα είχε μια ζωή γεμάτη χαμένες ευκαιρίες. Κάτι που όλοι μπορούμε να καταλάβουμε. Μεγαλώνει και τα αισθήματα που έχει για τη δουλειά του φθίνουν ή δεν του είναι πια όσο διαθέσιμα ήταν στο παρελθόν. Προσπαθεί να αντεπεξέλθει και καταλήγει να σκέφτεται τα πράγματα περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται και πέφτει σε κατάθλιψη, βλέπει τη μνήμη του να αδυνατίζει. Η μνήμη είναι κάτι πολύ σημαντικό στους ηθοποιούς του θεάτρου, όπως και η ικανότητα να μην κουράζονται κάνοντας το ίδιο πράγμα συνέχεια. Πολλές ταινίες έχουν γυριστεί πάνω στο θέμα, ο “Αμπιγιέρ” είναι μια από αυτές που συλλαμβάνουν καλύτερα αυτή την αίσθηση. Την κούραση του να κάνεις τρεις παραστάσεις του Σέξπιρ την ίδια μέρα και το τι σημαίνει αυτό, τον τρόπο που φτάνεις ώς εκεί και την πίεση στο σώμα και το πνεύμα που απαιτεί».
Και συνέχισε: «Κι αν προσθέσεις στην ψυχολογική και σωματική κόπωση και τη διαχείριση της φήμης ή την έλλειψή της, μπορείς κάπως να αντιληφθείς γιατί πολλοί από τους ηθοποιούς βιώνουν το δικό τους δράμα, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, τους δαίμονές τους. Ναι, είναι πράγματα που όλοι βιώνουμε με τον τρόπο μας, αλλά είναι πολύ πιο έντονα στη ζωή ενός ηθοποιού. Για τον περισσότερο κόσμο, οι ηθοποιοί είναι συνώνυμοι της λάμψης, μιας ζωής που θέλουμε να ζήσουμε. Παίζουν ρόλους, μας εκφράζουν, τους θαυμάζουμε, είναι πάντα στο προσκήνιο. Κι αυτό κάνει τη θέση τους ακόμη πιο εύθραυστη και την πτώση τους, όταν έρχεται, ακόμη πιο θεαματική».
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Ενα ηχηρό «κατηγορώ» στη σημερινή Αμερική
Ο Ραμίν Μπαχρανί είναι ένας απολύτως Αμερικανός σκηνοθέτης, από τη Βόρεια Καρολίνα, παιδί Ιρανών μεταναστών. Ισως χρειάζεται λίγες σταγόνες ξενιτιάς στο αίμα ένας δημιουργός για να συνθέσει ένα τόσο δυνατό, καθηλωτικό «κατηγορώ» στη σημερινή Αμερική και το οικονομικό της σύστημα, εκείνο που με τον νόμο στο πλευρό του, λέει η ταινία, αφαιρεί από τους όχι ζάπλουτους πολίτες της το δικαίωμα στη στέγη και την αξιοπρέπεια.
Ο Μπαχρανί έγινε διάσημος το 2006, όταν μετά το «Man Push Cart», ο σπουδαίος κριτικός κινηματογράφου Ρότζερ Ιμπερτ τον ανακήρυξε τον νέο μεγάλο Αμερικανό σκηνοθέτη – και μπορεί να υπερέβαλλε, αλλά άδικο δεν είχε. Η νέα του ταινία, το «99 Homes», έχει ως ήρωα τον οικοδόμο Ντένις Νας του Αντριου Γκάρφιλντ (ευέλικτος και σύνθετος χωρίς τη στολή του Σπάιντερμαν), ο οποίος χάνει τη δουλειά του, μένει πίσω στο δάνειό του και βλέπει τον μεγαλοκαρχαρία της μεσιτείας Ρικ Κάρβερ του εκπληκτικού Μάικλ Σάνον να του παίρνει σε λίγα δευτερόλεπτα το σπίτι και μαζί την όποια οικογενειακή ισορροπία και τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Για να μαζέψει χρήματα να το ξαναγοράσει από την τράπεζα, ο Νας αρχίζει να δουλεύει για τον Κάρβερ, κάνοντας με τη σειρά του έξωση σε άλλους άτυχους ιδιοκτήτες, τασσόμενος με την πλευρά του «διαβόλου» για τα πιο αγαθά κίνητρα.
Η επιτυχία της ταινίας βρίσκεται στο ότι, ακριβώς, τα πράγματα δεν τίθενται σε άσπρο και μαύρο, αλλά αναπτύσσονται με όλες τις ρεαλιστικές αποχρώσεις της πραγματικότητας. «Η Αμερική φτιάχτηκε από νικητές, με νικητές, για νικητές», λέει ο Ρικ Κάρβερ στο «99 Homes». Η ατάκα καρφώνεται στο μυαλό. Και ο Μπαχρανί τη σχολιάζει: «Ο ήρωας που παίζει ο Μάικλ Σάνον, ο μεσίτης, είναι μέρος του συστήματος, δεν είναι ένας κακός άνθρωπος. Πρέπει να επιβιώσει. Προέρχεται από την εργατική τάξη, έχει δει πώς το σύστημα κατέστρεψε την οικογένειά του, πώς από το ’79 στην Αμερική η νομοθεσία, επί Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών εξίσου, ευνοεί μόνο τους ακραία πλούσιους και κανείς δεν πήγε ποτέ φυλακή απ’ όσους μπλέχτηκαν στις απάτες, γιατί αποτελούν μέρος του συστήματος. Παγκόσμια ο κόσμος κουράστηκε απ’ αυτό. Κι αυτή είναι η γροθιά της ταινίας: ότι τα πράγματα θ’ αλλάξουν, αλλά όχι από έναν άνθρωπο μόνο.» Για να προσθέσει ο Μάικλ Σάνον: «Οταν μιλάμε για “νικητές” το θέμα είναι ν’ αναρωτιόμαστε: σε ποιο παιχνίδι; Αυτή είναι η ερώτηση που πρέπει να κάνουμε».
Και από τα σύγχρονα δυναμικά ταλέντα στους γερόλυκους του σινεμά. Στο Φεστιβάλ Βενετίας βρέθηκε ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, ο 75χρονος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, δημοσιογράφος, θρύλος του κινηματογράφου, θαυμαστής και φίλος ανθρώπων σαν τον Φριτς Λανγκ, τον Τζον Φορντ, τον Κάρι Γκραντ. Η νέα του ταινία, «She’s Funny That Way», με πρωταγωνιστές τον Οουεν Γουίλσον, την Τζένιφερ Ανιστον και την Ιμοτζεν Πουτς, είναι μια γραφική, προβλέψιμη κωμωδία που προκάλεσε το γέλιο κυρίως στο ιταλικό κοινό.
Ωστόσο, ο Μπογκντάνοβιτς έδωσε πολύ καλύτερο ρεσιτάλ στη συνέντευξη Τύπου, παρά στην οθόνη. «Δεν μ’ αρέσει να δαγκώνω το χέρι που… δεν με ταΐζει, αλλά δυστυχώς το Χόλιγουντ έχει πάρει λάθος κατεύθυνση», είπε στους συγκεντρωμένους δημοσιογράφους. «Εχει γεμίσει σίκουελς, πρίκουελς, καρτούν, υπερηρωικά υπερθεάματα. Παλιά, όταν ο Κάμερον έκανε τον “Τιτανικό”, όλοι έλεγαν θ’ αποτύχει, αλλά όταν πέτυχε όλοι ήθελαν να κάνουν το ίδιο μ’ αυτόν. Εμένα μ’ αρέσουν οι μικρότερες ταινίες, όχι με πολλά λεφτά, ανεξάρτητες, ενδιαφέρουσες ταινίες. Υπάρχουν άνθρωποι στην Αμερική που θέλουν ακόμα να τις κάνουν. Πρέστον Στέρτζες, Ερνστ Λιούμπιτς, Χάουαρντ Χοκς αυτές τις μέρες δεν υπάρχουν πια, υπάρχει μόνο το πόσα εκατομμύρια δολάρια θα κάνεις το πρώτο Σαββατοκύριακο. Βλέπω τις ταινίες του Γουες Αντερσον, του Νόα Μπόμπακ, του Κουέντιν Ταραντίνο, που δεν γίνονται με καλούπι ή ειδικά εφέ και συνέρχομαι. Ο Μπάστερ Κίτον όταν έπεφτε και χτύπαγε το κεφάλι του στο δρόμο, ο Φρεντ Αστέρ όταν έκανε κύκλους την Τζίντζερ Ρότζερς χορεύοντας, τα έκαναν πραγματικά αυτά που έβλεπες. Τώρα με τα ειδικά εφέ δεν πιστεύεις τίποτα. Γι’ αυτό κι εγώ δεν ενδιαφέρομαι πια, αν ο Σπάιντερμαν μπορεί να πετά πάνω από τη Νέα Υόρκη. Τον έχω δει να το κάνει και δεν το πιστεύω».
Παρότι ο Τύπος αλάλαξε με τον σχολιασμό του, εμείς θα διατηρήσουμε αντίθετη γνώμη, πιστεύοντας ότι υπάρχουν καλές και κακές εμπορικές και καλλιτεχνικές ταινίες, αλλά η πίστη του Μπογκντάνοβιτς σ’ ένα αυθεντικό, χειροποίητο σινεμά είναι, φυσικά, συγκινητική.