Της Μαρίας Δήμα
«Καθαρά εισπρακτικό μέτρο», που στη σημερινή οικονομική κατάσταση, εμποδίζει την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη ενός σημαντικού τμήματος των Ελλήνων πολιτών, αποτελεί -σύμφωνα με δικαστική απόφαση- το παράβολο των 200 ευρώ που καταβάλλεται υποχρεωτικά για το παραδεκτό της άσκησης εφέσεως.
Με αυτό το σκεπτικό το Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων έκρινε αντισυνταγματικές και επομένως ανίσχυρες και ανεφάρμοστες τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012), που για το παραδεκτό της άσκησης έφεσης επιβάλλει υποχρεωτικά στους πολίτες την καταβολή παραβόλου (200 ευρώ).
Ακολούθησε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε την έφεση και κήρυξε ανίσχυρες και επομένως ανεφάρμοστες τις παραπάνω διατάξεις με το σκεπτικό ότι «θίγουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος προσφυγής στη Δικαιοσύνη και είναι αντίθετες προς τις αυξημένης ισχύος διατάξεις που θεσπίζουν το εν λόγω δικαίωμα, ήτοι τις διατάξεις του άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, οι οποίες έχουν υπερνομοθετική ισχύ και εκείνες του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος» (σ.σ. δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας).
Σύμφωνα με τον εφέτη Λάμπρο Καρέλο, είναι «ανεφάρμοστες οι συγκεκριμένες διατάξεις, επειδή παραβιάζουν και τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παράγραφος 1 του Συντάγματος), καθόσον -προβλέποντας αδιακρίτως το παράβολο ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης- προβαίνουν σε διάκριση των πολιτών σ’ αυτούς που έχουν την οικονομική δυνατότητα προκαταβολής του -η οποία τους επιτρέπει την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη- και σ’ αυτούς που μη έχοντας τη σχετική δυνατότητα στερούνται το έννομο αυτό αγαθό, διάκριση όμως και στέρηση μη ανεκτές σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Τα ίδια ισχύουν και ως προς το ενιαίο, ανεξάρτητο δηλαδή από αντικείμενο της διαφοράς, ύψος του παραβόλου».
«Οικονομικό βάρος»
Στη σημαντική δικαστική απόφαση, η οποία αφουγκράζεται τα εξασθενημένα οικονομικά δεδομένα των πολιτών, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Το ποσό των 200 (σήμερα) ευρώ της αξίας του παραβόλου που αξιώνει για να μην απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, συνιστά με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες της χώρας οικονομικό βάρος, στο οποίο αδυνατεί αντικειμενικά να ανταποκριθεί σημαντικό μέρος των Ελλήνων πολιτών, με συνέπεια να αποκλείονται αυτοί από τη δυνατότητα προσφυγής στη Δικαιοσύνη».
»Ο αριθμός αυτός βαίνει αυξανόμενος, λόγω της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της ιερότητας του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, της κεφαλαιώδους σημασίας της για την ειρηνική κοινωνική συμβίωση και της πρωταρχικής υποχρέωσης της πολιτείας για την απονομή της, το μέτρο θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί, έστω και ενός μόνο πολίτη την παραπάνω δυνατότητα να στερούσε και όχι, όπως εν προκειμένω, που τη στερεί από σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού».
«Φορολογικός σκοπός»
Μάλιστα σε άλλο σημείο της δικαστικής απόφασης ο εφέτης σημειώνει: «Ο φορολογικός σκοπός της ανωτέρω νομοθετικής ρύθμισης συνάγεται και από το ότι δεν απαλλάσσονται της σχετικής υποχρέωσης ακόμη και οι διάδικοι που αδυνατούν να καταβάλουν την οικεία δαπάνη λόγω ένδειας…».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση δεν αφήνει στο απυρόβλητο το ελληνικό Δημόσιο, για το οποίο σημειώνει: «Αν πραγματική πρόθεση του νομοθέτη ήταν η εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και της Δικαιοσύνης και όχι ο ταμειακός σκοπός που προαναφέρθηκε, τότε δεν θα απαλλασσόταν της σχετικής υποχρέωσης το Δημόσιο, αφ’ ενός διότι εισάγεται αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ του έναντι των ιδιωτών και παραβιάζεται η αρχή της δικονομικής ισότητας, όπως την κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ και το άρθρο 4 του Συντάγματος, και αφ’ ετέρου διότι σημαντικό μέρος της επιβάρυνσης των δικαστηρίων οφείλεται σε ένδικα μέσα που ασκεί το Δημόσιο, αφού με ελάχιστες -για προφανείς λόγους- εξαιρέσεις το σύνολο των υποθέσεων στις οποίες είναι διάδικο διέρχεται απ’ όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω του ότι ουδεμία δικαστική δαπάνη συνεπάγεται γι’ αυτό».