Στην τελική ευθεία μπαίνει η προετοιμασία της μεγάλης αντεπίθεσης κατά των ανταρτών του Ισλαμικού Κράτους (ISIS), στο Ιράκ και τη Συρία, την οποία όπως όλα δείχνουν θα φέρει σε πέρας μια από τις πιο ετερόκλητες συμμαχίες κρατών στην παγκόσμια ιστορία – μια συμμαχία στην οποία ήδη «συνυπάρχουν» ορκισμένοι εχθροί: Ιρανοί και Αμερικανοί, Κούρδοι, σιίτες και σουνίτες πολιτοφύλακες, Σαουδάραβες και λοιποί Αραβες του Κόλπου, χώρες του ΝΑΤΟ, ακόμη και ο… Μπασάρ αλ Ασαντ!
Σήμερα το βράδυ, ο Μπαράκ Ομπάμα θα παρουσιάσει σε τηλεοπτικό διάγγελμα τη νέα στρατηγική του απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος, που παίρνει πλέον και επίσημα τη θέση της Αλ Κάιντα στον ρόλο του «δημοσίου κινδύνου υπ. αριθμόν ένα» στην αμερικανική ατζέντα, λίγες ώρες πριν από τη συμπλήρωση 13 ετών από τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2001. Η Ουάσινγκτον έχει ήδη ανακοινώσει ότι στην ευρεία συμμαχία που οργανώνεται θα συμμετάσχουν τουλάχιστον 40 χώρες!
Επιδρομές
Ολες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι ο Αμερικανός ηγέτης δεν σκοπεύει να διατάξει μια νέα χερσαία επιχείρηση με τη συμμετοχή πεζοναυτών, αλλά είναι βέβαιο πως θα εντατικοποιηθούν οι αεροπορικές και πυραυλικές επιδρομές κατά των ανταρτών. Αυτό άλλωστε ζητούν στην πλειονότητά τους οι Αμερικανοί πολίτες: σύμφωνα με δημοσκόπηση του CNN, το 76% των ερωτηθέντων ζητά περισσότερες αεροπορικές επιθέσεις, ενώ το 62% τάχθηκε υπέρ της αποστολής περισσότερης στρατιωτικής βοήθειας. Ομως το 61% αντιτίθεται στην αποστολή αμερικανικών χερσαίων δυνάμεων, ενώ μόλις το 38% είναι υπέρ μιας νέας «επέμβασης» στη Μεσοποταμία.
Στο Κογκρέσο, Ρεπουμπλικανοί και Δημοκράτες ζητούν με μια φωνή την «καταστροφή» του Ισλαμικού Κράτους. Πολλοί πιστεύουν -όπως και ο ίδιος ο Μπαράκ Ομπάμα- ότι ο πρόεδρος δεν χρειάζεται την έγκριση του Κογκρέσου για να προχωρήσει σε ευρεία στρατιωτική επιχείρηση, έστω και χωρίς τη συμμετοχή χερσαίων δυνάμεων, ενώ μόνο μια μικρή μειοψηφία βουλευτών και γερουσιαστών από τα δύο κόμματα ζητούν να διεξαχθεί επίσημη ψηφοφορία, για να λάβει ο πρόεδρος το επίσημο πράσινο φως.
Πίσω στη Βαγδάτη, ορκίστηκε επιτέλους η νέα κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Ιράκ, με επικεφαλής τον μετριοπαθή σιίτη Χάιντερ αλ Αμπάντι. Περιλαμβάνει μέλη της σιιτικής πλειονότητας του Ιράκ, Κούρδους και σουνίτες, και τώρα καλείται να ηγηθεί –έστω και στα λόγια– στον πόλεμο κατά των φανατικών εξτρεμιστών του Ισλαμικού Κράτους, που έχουν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος του βόρειου Ιράκ.
Πρέπει, όμως, ταυτόχρονα, να εξομαλύνει τις ταραγμένες σχέσεις με τους Κούρδους μαχητές Πεσμεργκά, που επωφελήθηκαν από την υποχώρηση του ιρακινού στρατού για να καταλάβουν το Κιρκούκ και άλλα διαφιλονικούμενα εδάφη και –κυρίως– πετρελαιοπηγές στον Βορρά, και κρύβουν πλέον με μεγάλη δυσκολία τις φιλοδοξίες τους για ανακήρυξη ανεξάρτητου κράτους. Στην πανηγυρική ομιλία του στη Βουλή, πάντως, ο νέος πρωθυπουργός Αλ Αμπάντι δεσμεύτηκε να επιλύσει «όλες τις διαφορές» της Βαγδάτης με το Κουρδιστάν, ενώ ο μισητός από πολλούς Ιρακινούς πρώην πρωθυπουργός Νούρι αλ Μάλικι περιορίστηκε τελικά στην τιμητική θέση του αντιπροέδρου, όπως και ένας ακόμη αμφιλεγόμενος συνάδελφός του, ο σιίτης πρώην πρωθυπουργός Ιγιάντ Αλάουι.
Αντεπίθεση
Σε κάθε περίπτωση, πολλοί αναλυτές δεν είναι αισιόδοξοι για τη γρήγορη επιτυχία της σχεδιαζόμενης αντεπίθεσης: όχι μόνο γιατί η… λυκοσυμμαχία που έχει δημιουργηθεί δεν έχει κοινά γεωπολιτικά συμφέροντα, για να μην πούμε ότι ορισμένοι μισούν τους ευκαιριακούς συμμάχους τους περισσότερο και από τον κοινό εχθρό, αλλά και διότι οι ισλαμιστές του «χαλιφάτου» δείχνουν να διαθέτουν χρήματα, όπλα και κυρίως ισχυρά ερείσματα στον ντόπιο -σουνιτικό στην πλειονότητά του- πληθυσμό στις κατειλημμένες περιοχές. Υψηλόβαθμος Αμερικανός αξιωματούχος τον οποίο επικαλείται η εφημερίδα «New York Times» αναφέρει ότι για την πλήρη εξάλειψη της τζιχαντιστικής οργάνωσης θα χρειαστούν τουλάχιστον τρία χρόνια.
Ιδιαίτερα ανήσυχη μοιάζει τις τελευταίες εβδομάδες να είναι και η Σαουδική Αραβία, μια χώρα που στο παρελθόν έχει εμπλακεί όσο καμιά άλλη στη χρηματοδότηση και εκπαίδευση ισλαμιστών στο Αφγανιστάν, τη Βοσνία, την Τσετσενία και αλλού – για να μη θυμηθούμε και την εμπλοκή πολιτών της στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Σήμερα, όμως, η μεγαλύτερη πετρελαιοεξαγωγική δύναμη στον κόσμο τρέμει κυριολεκτικά την πιθανότητα μιας επίθεσης κατά της πρωτεύουσας ή των πετρελαιοπηγών της από φανατικούς ισλαμιστές που… δεν χρηματοδοτούνται από την ίδια.
Ετσι, το Ριάντ κατασκεύασε διακριτικά ένα νέο… σαουδικό τείχος κατά των ισλαμιστών στα βόρεια σύνορά της – ένα τείχος μήκους 900 χιλιομέτρων φτιαγμένο από μπετόν και αγκαθωτό συρματόπλεγμα και εφοδιασμένο με 50 συστήματα ραντάρ, αισθητήρες κίνησης και θερμότητας και κάμερες προηγμένης τεχνολογίας. Σκοπεύει δε να το επεκτείνει σε όλη την περίμετρο της χώρας, με το συνολικό του μήκος να φτάνει μελλοντικά τα 9.000 χιλιόμετρα, κάτι που θα κοστίσει, όπως λένε, κάπου 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η Σαουδική Αραβία, μάλιστα, θα φιλοξενήσει αύριο στην Τζέντα και μια έκτακτη αραβο-αμερικανική σύνοδο κατά της «τρομοκρατίας», με τη συμμετοχή των πέντε άλλων απολυταρχικών καθεστώτων του Περσικού (Μπαχρέιν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Κουβέιτ, Ομάν, Κατάρ), της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, του Λιβάνου αλλά και της Τουρκίας. Τις ΗΠΑ θα εκπροσωπήσει ο υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι.