Ανδρέας Πολυζωγόπουλος, Ana Moura και Suede
«Ανακάλυψα τους Pink Floyd στο δημοτικό. Κάθε Κυριακή απόγευμα, ο θείος μου έκανε εκπομπή στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό “Ράδιο Κρέστενα” με παλιά ροκ κομμάτια. Πολύ συχνά πήγαινα κι εγώ μαζί του. Η πρώτη ανάμνηση από τους Πινκ Φλόιντ είναι ο ήχος του κουλοχέρη και του ελικοπτέρου. Αντέγραψα σε κασέτες τους τρεις γνωστούς δίσκους τους και τους άκουγα συνέχεια. Δεν μιλούσα αγγλικά τότε και μια μέρα που άκουγα το “Time”, ο θείος μου μετέφρασε τους στίχους. Εκτοτε έγιναν το αγαπημένο μου συγκρότημα». Ετσι περιγράφει ο δεξιοτέχνης της τρομπέτας Ανδρέας Πολυζωγόπουλος στο εσώφυλλο του ολοκαίνουργιου άλμπουμ του «Heart of the Sun: The Music of Pink Floyd» την πρώτη του επαφή με τη μαγεία των Πινκ Φλόιντ.
Μεσολάβησαν πολλά χρόνια. Ο ίδιος έγινε ένας από τους πιο ταλαντούχους και διαπρεπείς τζαζίστες μας, έπαιξε πλάι στους Διονύση Σαββόπουλο, Θανάση Παπακωνσταντίνου, πειραματίστηκε με τη μουσική. Σήμερα, δημιουργώντας ένα κουαρτέτο που αποτελείται από τον ίδιο και τους Κωστή Χριστοδούλου (πλήκτρα), Βασίλη Στεφανόπουλο (κοντραμπάσο) και Σ. Ιβάνοβιτς (ντραμς) προσεγγίζει τον μελωδικό και ψυχεδελικό κόσμο των Πινκ Φλόιντ με ένα σχήμα που αιωρείται ανάμεσα στην τζαζ και την ηλεκτρονική μουσική.
Μανιακός με το μεγάλο συγκρότημα, ο τρομπετίστας παραδέχεται πως οι δίσκοι τους ήταν ένας από τους λόγους που και ο ίδιος οδηγήθηκε στη μουσική. «Οταν μετακόμισα στην Αθήνα το 1997, κάθε Κυριακή πήγαινα στο Μοναστηράκι για να ψάξω μεταχειρισμένους δίσκους, μπλούζες, βιβλία, βιντεοκασέτες τους. Μια από τις πιο όμορφες Κυριακές εκείνης της εποχής ήταν όταν γύρισα σπίτι με το βινύλιο του “Ummagumma”… Σύντομα πήρα την απόφαση να γίνω μουσικός, ξεκίνησα μαθήματα τζαζ κιθάρας και θυμάμαι ότι μια μέρα πριν πάω στο ωδείο υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα βελτιώσω τις ικανότητές μου μέσω της τζαζ αλλά θα παραμείνω ροκάς! Βέβαια, όταν ανακάλυψα τον Μάιλς Ντέβις και την τρομπέτα, άφησα την κιθάρα και ξέχασα την υπόσχεσή μου».
Και παρόλο που Πινκ Φλόιντ δεν έπαψε ποτέ να ακούει, η απόφαση για τη δημιουργία αυτού του δίσκου ελήφθη το καλοκαίρι του 2011. «Ακουσα live τον Ρότζερ Γουότερς και ανάμεσα σε άπειρα άλλα συναισθήματα, ένιωσα πως δεν θα μπορούσα να συνεχίσω να παίζω μουσική, εάν δεν κάνω ένα αφιέρωμα στη μουσική τους. Κάτι σαν χρέος που έπρεπε να ξοφλήσω για την υπόσχεση που αθέτησα στα 16. Και ενώ είχα υλικό για ένα καινούργιο άλμπουμ με συνθέσεις μου, μπήκα στο στούντιο για να ηχογραφήσω αυτό το cd»…
Μ.Κ.