Του Θεόδωρου Ανδρεάδη Συγγελλάκη

Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι βρίσκει «άχρηστα» τα δικαιώματα των εργαζομένων
REUTERS/ Max Rossi
Είναι η πρώτη μεγάλη ρήξη του Ματέο Ρέντσι με τα ιταλικά συνδικάτα και επρόκειτο, μάλλον, για κάτι αναμενόμενο: η κυβέρνηση του Ιταλού κεντροαριστερού πρωθυπουργού θέλει να καταργήσει το δικαίωμα στην επαναπρόσληψη των εργαζομένων που απολύονται χωρίς βάσιμη αιτία. Αντί για την επιστροφή στη θέση εργασίας τους έπειτα από σχετική δικαστική απόφαση, ο επικεφαλής της κυβέρνησης της Ρώμης θεωρεί ότι πρέπει να καταβάλλεται μόνον χρηματική αποζημίωση, η οποία να αναλογεί στην προϋπηρεσία κάθε υπαλλήλου.
Το θέμα είναι μείζονος σημασίας και αποτέλεσε την εντονότερη αιτία σύγκρουσης των ιταλικών συνδικαλιστικών οργανώσεων με τις κυβερνήσεις του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο «πρώην καβαλιέρε», παρά τις προσπάθειές του, δεν κατάφερε τελικά να αλλάξει τον σχετικό νόμο. Τώρα, όμως, ο Ρέντσι θεωρεί ότι ήρθε η ώρα των μεταρρυθμίσεων και αποφάσισε να ανοίξει μέτωπο με τα συνδικάτα: τα κατηγόρησε ότι κινούνται μόνον βάσει ιδεολογικών κριτηρίων και αγκυλώσεων και ότι δεν υπερασπίστηκαν ποτέ στο παρελθόν τους εργαζόμενους με νέες, «ελαστικές» και επισφαλείς μορφές εργασίας. Αυτό που στην Ιταλία ονομάζεται «πρεκαριάτο». Από τη μεριά της, η επικεφαλής του κεντροαριστερού συνδικάτου CGIL, Σουζάνα Καμούσο, απάντησε στον Ιταλό πρωθυπουργό ότι «ρέπει υπερβολικά προς τις συνταγές και τις λύσεις που θέλησε να εφαρμόσει, στη Μεγάλη Βρετανία, η Μάργκαρετ Θάτσερ». Σαν να λέμε, δηλαδή, ότι δεν έχει καμία σχέση με την αριστερή ή, έστω, και κεντροαριστερή παράδοση και πολιτική δράση.
Τα πρώτα γκάλοπ δείχνουν ότι το 62% των Ιταλών τάσσεται υπέρ της διατήρησης του δικαιώματος επαναπρόσληψης σε περίπτωση άδικης απόλυσης. Το 28% συμφωνεί με τη μεταρρύθμιση που προτείνει η κυβέρνηση του πρώην δημάρχου της Φλωρεντίας, ενώ οι υπόλοιποι δεν έχουν σχηματίσει ακόμη ξεκάθαρη άποψη.
Με την κίνηση αυτή, ο κυβερνητικός συνασπισμός του Δημοκρατικού Κόμματος, της Νέας Κεντροδεξιάς και του μετριοπαθούς κέντρου θέλει να δείξει ότι διευκολύνει τους εργοδότες. O στόχος, προφανώς, είναι να μειωθεί το ύψος των αποζημιώσεων των εργαζομένων που θα απολύονται, από τη στιγμή που δεν θα υπάρχει η «απειλή» της επαναπρόσληψης.
Ο Ματέο Ρέντσι, παράλληλα, υπόσχεται απλοποίηση της αγοράς εργασίας, με τις λεγόμενες «σταδιακά αυξανόμενες εγγυήσεις για τους εργαζόμενους», οι οποίες θα ενισχύονται βαθμιαία μέσα σε μια τριετία, όπως και επέκταση του ταμείου ανεργίας και στους πολίτες που εργάζονται εποχικά και δεν διαθέτουν μόνιμα συμβόλαια.
Το παιχνίδι αυτό, όμως, είναι πολύ επικίνδυνο. Η αριστερή πτέρυγα των «Δημοκρατικών» εξέφρασε ήδη την έντονη αντίθεσή της. Τόσο ο πρόεδρος του κόμματος, Ματέο Ορφίνι, όσο και ο πρώην γραμματέας του, Πιερλουίτζι Μπερσάνι, θεωρούν ότι η προστασία των εργαζομένων που απολύονται χωρίς ουσιαστική αιτία δεν πρέπει και δεν μπορεί να θιγεί.
Πολιτικό «μπλόκο»
Αν συνασπιστούν και με τους βουλευτές και γερουσιαστές που συνεχίζουν να επηρεάζονται από τον πρώην πρωθυπουργό, Μάσιμο ντ’ Αλέμα, μπορούν να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στον Ρέντσι, ακόμη και σε επίπεδο κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας.
Για την έγκριση του εν λόγω νόμου, βέβαια, ο σαραντάχρονος πρωθυπουργός θα μπορούσε να ζητήσει τη βοήθεια της «Φόρτσα Ιτάλια» του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, η οποία βλέπει θετικά αυτή τη μεταρρύθμιση. Η «ανίερη αυτή συμμαχία», όμως, είναι σαφές ότι θα λειτουργούσε ως μπούμερανγκ για τη «ρεντσιακή» πλειοψηφία βουλευτών και γερουσιαστών της Κεντροαριστεράς. Οι επόμενες ημέρες θα είναι καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη της όλης υπόθεσης. Ο Ρέντσι μπορεί να εξελιχθεί σε συνεχιστή του έργου της Μάργκαρετ Θάτσερ; Ή, έστω, σε επιστροφή του Μπλερ σε περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης; Θα δούμε.
Προς το παρόν δείχνει με σαφήνεια τις προθέσεις και το όλο στιλ του, διαμηνύοντας σε όσους τον αμφισβητούν: «Με εμένα την έχετε άσχημα, πήρα τόσο πολλές ψήφους διότι πρέπει να αλλάξω την Ιταλία».
Είναι σαφές, τέλος, ότι η κοινωνική και πολιτική αυτή σύγκρουση αποτελεί και μια μεγάλη ευκαιρία για την ουσιαστικότερη ανασυγκρότηση και δράση της ιταλικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, η οποία θα έπρεπε να καταφέρει να «ανταγωνιστεί αποτελεσματικά» τον Μπέπε Γκρίλο και το Κίνημα Πέντε Αστέρων του, στην έκφραση της δυσαρέσκειας και των διεκδικήσεων των Ιταλών εργαζομένων και των τόσων ανέργων.