Της Ελλης Πάνου

Ο Ματέο Ρέντσι (αριστερά) και ο Φρανσουά Ολάντ (δεξιά) ανακοίνωσαν ότι αναβάλλουν τον ισοσκελισμό των προϋπολογισμών τους, για το 2017, αψηφώντας την οργή της Μέρκελ
REUTERS/ Andrew Winning
Πολιτικά στριμωγμένος από όλες τις πλευρές και μη έχοντας πολλές εναλλακτικές λύσεις, ο Φρανσουά Ολάντ αποφάσισε να αψηφήσει και τις συνθήκες και τις γερμανικές επιτακτικές προτροπές, πετώντας το γάντι στους Ευρωπαίους εταίρους του. Με τον προϋπολογισμό που κατέθεσε η κυβέρνησή του στη Βουλή για το 2015, δεν μειώνεται το έλλειμμα κάτω από το 3%, αντίθετα θα παραμείνει υψηλό και πάνω από το επιτρεπτό όριο μέχρι και το 2016, προβλέποντας συμμόρφωση με έλλειμμα στο 2,8% το 2017, δηλαδή τη χρονιά των προεδρικών εκλογών. «Πήραμε την απόφαση να προσαρμόσουμε τη μείωση του ελλείμματος στην οικονομική κατάσταση της χώρας», είπε σε συνέντευξη Τύπου ο υπουργός Οικονομικών Μισέλ Σαπέν. «Η πολιτική μας δεν αλλάζει, αλλά το έλλειμμα θα μειωθεί πιο αργά από ό,τι σχεδιάζαμε λόγω της αδύναμης ανάπτυξης και του πολύ χαμηλού πληθωρισμού».
Παρατάσεις
Το Παρίσι είχε υποσχεθεί δύο φορές τα δύο τελευταία χρόνια ότι θα μειώσει τα ελλείμματά του παίρνοντας παράταση αρχικά για το 2013 και μετά μέχρι φέτος. Και τώρα ακόμα και το αρμόδιο ανεξάρτητο Ανώτατο Συμβούλιο Δημοσίων Οικονομικών έκανε σαφές ότι το χρονοδιάγραμμα που κατατέθηκε στη Βουλή δεν είναι ρεαλιστικό, αμφιβάλλοντας για τη δυνατότητα επίτευξης των στόχων του ελλείμματος το 2016 και το 2017.
Η Ανγκελα Μέρκελ πρόλαβε και κατακεραύνωσε το Παρίσι, αλλά πέρα από το Βερολίνο -και την Ενωση Γερμανών Εξαγωγέων που κατηγόρησε τη Γαλλία ότι θέτει σε κίνδυνο την οικονομία όλης της ευρωζώνης- δεν υπήρξαν αντιδράσεις από άλλες πρωτεύουσες.
Η σοσιαλιστική κυβέρνηση περιέγραψε την προσπάθειά της να περικόψει 50 δισ. ευρώ από τις δημόσιες δαπάνες μέχρι το 2017, μια κίνηση «χωρίς προηγούμενο», αν και αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι παρά τα μέτρα, συνολικά οι δημόσιες δαπάνες θα αυξηθούν το ίδιο διάστημα κατά 0,2%. Αυτό σημαίνει ότι το δημόσιο χρέος επίσης θα σκαρφαλώσει στο 98% του ΑΕΠ το 2016, πριν μειωθεί ελάχιστα το 2017, καθώς του χρόνου οι ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους υποχρεώνουν την κυβέρνηση να εκδώσει ομόλογα 188 δισ. ευρώ.
Ο νέος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, έχει να φέρει εις πέρας ένα δύσκολο παιχνίδι ισορροπιών, δεχόμενος ήδη μεγάλες πιέσεις να «τιμωρήσει» τη Γαλλία, ξεκινώντας τη διαδικασία προσφυγής εναντίον της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, προκειμένου να μην πληγεί κι άλλο η εμπιστοσύνη στη θαλασσοδαρμένη οικονομία της ευρωζώνης. Η Επιτροπή -στην οποία πλέον θα ανήκει και ο σοσιαλιστής Γάλλος πρώην υπουργός Οικονομικών Μοσκοβισί, αρμόδιος για την τήρηση των κανόνων για τα ελλείμματα στην ευρωζώνη- δεν έκανε προς το παρόν κανένα σχόλιο. Είναι βέβαιο ωστόσο ότι θα υπάρξουν αντιδράσεις. Τα γεράκια της λιτότητας, με οδηγό τη Γερμανία, πιστεύουν ακράδαντα ότι ήρθε η ώρα να δοκιμάσουν και οι Γάλλοι το ίδιο πικρό φάρμακο της δημοσιονομικής λιτότητας και των επώδυνων δομικών μεταρρυθμίσεων που εφαρμόζουν κυρίως οι Νότιοι γείτονές τους μετά το 2009-2010. Το Παρίσι πρέπει «να αρχίσει σύντομα τις μεταρρυθμίσεις», διακήρυξε χθες ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών και μέχρι τώρα επικεφαλής του Εurogroup, συμπληρώνοντας ότι και η γαλλική οικονομία «πρέπει να γίνει πιο ανταγωνιστική» και ότι «όπως γίνεται και στις άλλες χώρες, οι Γάλλοι πρέπει να δουλέψουν και περισσότερο και πιο σκληρά».
Νέες περικοπές
Ο Ολάντ έχει αναθέσει στον πρωθυπουργό Βαλς να επιβάλει κι άλλες περικοπές στις δαπάνες των υπουργείων, ενώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του υπ. Οικονομικών Σαπέν, μπορεί να μπουν στα ταμεία άλλα 4 δισ. από πωλήσεις κρατικής περιουσίας για να αποπληρωθεί μέρος του χρέους. Από την άλλη πλευρά, σε μια προσπάθεια να επιστραφούν χρήματα στους χαμηλόμισθους, ο προϋπολογισμός καταργεί την υπάρχουσα φορολογική κλίμακα εισοδήματος, ένα μέτρο που θα χρηματοδοτηθεί από άλλα φορολογικά έσοδα.
Παρά τα δημοσιονομικά της προβλήματα ωστόσο, η Γαλλία συνεχίζει να δανείζεται με ιστορικά χαμηλό επιτόκιο, που χθες κυμαινόταν στο 1,28% για τα 10ετή ομόλογά της.
…………………………………………………………………………………………….
Αξονα κατά της λιτότητας επιδιώκει ο Ρέντσι
ΡΩΜΗ Του Θεόδωρου Ανδρεάδη-Συγγελλάκη
Ο νέος στόχος είναι σαφής, αν και το αποτέλεσμα πρέπει να θεωρηθεί κάθε άλλο παρά βέβαιο: Ιταλία και Γαλλία προσπαθούν να δημιουργήσουν έναν νέο άξονα κατά της λιτότητας, ο οποίος να βασίζεται στην προβολή της ρεαλιστικής αδυναμίας των δύο χωρών να εφαρμόσουν τα όσα επιτάσσει η Ευρώπη.
Τόσο η Ρώμη όσο και το Παρίσι, με χρονική διαφορά μικρότερη των δώδεκα ωρών, ανακοίνωσαν ότι αναβάλλουν τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού τους για το 2017. Υπάρχει, βέβαια, μια διαφορά. Ενώ στη Γαλλία η σχέση ελλείμματος – ΑΕΠ αναμένεται να αγγίξει, φέτος, το 4,4%, στην Ιταλία, ο υπουργός Οικονομικών Πιερ Κάρλο Πάντοαν διαβεβαιώνει ότι στη χώρα του δεν πρόκειται να ξεπεράσει το 3%.
Ο Πάντοαν, όμως, είπε ξεκάθαρα ότι «φέτος δεν πρόκειται, σε καμία περίπτωση, να επιβληθούν νέα μέτρα λιτότητας», ενώ, σύμφωνα με πηγές της ιταλικής κυβέρνησης, ο Ματέο Ρέντσι θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει περίπου δέκα δισεκατομμύρια ευρώ από διάφορες περικοπές των δημόσιων δαπανών, για να τονωθεί η οικονομία και η ανάπτυξη, και όχι για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Η πορεία είναι αβέβαιη, το πρόσφατο παρελθόν έχει δείξει ότι, συχνά, οι καλές προθέσεις εγκαταλείφθηκαν στα μισά του δρόμου, αλλά ο μεταρρυθμιστής Ιταλός πρωθυπουργός έχει μάλλον καταλάβει ότι αν δεν αλλάξει η κατάσταση η χώρα του κινδυνεύει να βουλιάξει.
Η ανεργία των νέων έχει ξεπεράσει το 44%, τα δάνεια των τραπεζών προς τις επιχειρήσεις ολοένα και λιγοστεύουν και τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης προβάλλουν και δημοσιεύουν συνεχώς ρεπορτάζ με ανέργους που εγκαταλείπουν τις οικογένειές τους για να πάνε να εργαστούν στη Γερμανία. Συμβαίνει κυρίως στον ιταλικό Νότο, αλλά όχι μόνο.
Ο Ρέντσι ακολουθεί μια στρατηγική η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί κάθε άλλο παρά ξεκάθαρη και συνεπής: από τη μία επιμένει ότι πρέπει να αναθεωρηθούν τα δικαιώματα των εργαζομένων, καταργώντας τη δυνατότητα επαναπρόσληψης σε περίπτωση αβάσιμης απόλυσης. Ως γνωστόν, βρίσκεται σε εξέλιξη αντιπαράθεση με τα συνδικάτα και την εσωκομματική μειονότητα του Δημοκρατικού Κόμματος, που ίσως οδηγήσει σε συμβιβασμό, με τη μερική διατήρηση του συγκεκριμένου δικαιώματος.
Από την άλλη, ζητά να εξισορροπηθεί η λιτότητα με την οικονομική ανάπτυξη, να υπάρξουν σαφείς δεσμεύσεις για τα τριακόσια δισεκατομμύρια ευρώ κονδυλίων που υποσχέθηκε ο Γιούνκερ και ετοιμάζει, για τις 8 Οκτωβρίου, ευρωπαϊκή σύνοδο αφιερωμένη, ακριβώς, στην εργασία και την ανάπτυξη.
Μέχρι σήμερα, ο Ιταλός πρωθυπουργός προσπάθησε να καταρτίσει ένα κοινό σχέδιο δράσης με το Παρίσι, χωρίς να έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση με την Ανγκελα Μέρκελ. Τώρα, όμως, που το Παρίσι ανέβασε αισθητά τους τόνους, υπογραμμίζοντας ότι «η κυβέρνηση θα ξαναβάλει τη χώρα στον σωστό δρόμο, αλλά είναι σαφές ότι απορρίπτει τη λιτότητα», και ο Ματέο Ρέντσι θα πρέπει να διαλέξει με ποιον εννοεί να συμμαχήσει οριστικά, χωρίς αμφιταλαντεύσεις.
Θα πρέπει, επίσης, να ξεκαθαρίσει κατά πόσο σκοπεύει να συνεχίσει να εφαρμόζει την «ατζέντα των λεγόμενων μεταρρυθμίσεων» σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των εργαζομένων, απορρίπτοντας, όμως, τη λιτότητα που επιτάσσει η Γερμανία, για το σύνολο του κρατικού μηχανισμού, και τις διάφορες «στοχευμένες» περικοπές. Η στρατηγική αυτή κινδυνεύει να στερηθεί, σχετικά σύντομα, κάθε αναγκαίας συνοχής και πολιτικής εγκυρότητας.
H κυρία Μέρκελ δεν παρέλειψε να επαναλάβει και χθες ότι «δεν έχουμε αφήσει ακόμη πίσω μας την κρίση» και, κατά συνέπεια, «όλες οι χώρες πρέπει να συνεχίσουν να διαβάζουν το μάθημά τους, πρώτα απ’ όλα για το καλό τους». Μένει να δούμε πόσο έχουν πράγματι αποστασιοποιηθεί, επιτέλους, η Ρώμη και το Παρίσι…