04/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Στις ΗΠΑ είναι το χρήμα που εκλέγει.. Και ο κόσμος σφυρίζει αδιάφορα

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ - Ολο το σύστημα με τις επιτροπές πολιτικής δράσης ή στόχευσης, μέσω των οποίων κροίσοι και οργανωμένα συμφέροντα προσφέρουν, χωρίς να φαίνονται, πολλά δισ. στις εκστρατείες υποψηφίων, οι οποίοι μετά την εκλογή τους παίρνουν αποφάσεις που ευνοούν τα κέρδη τους.
      Pin It

Της Χριστίνας Πάντζου

 

REUTERS/ Lucas Jackson

REUTERS/ Lucas Jackson

«Μια κυβέρνηση του οργανωμένου χρήματος είναι πιο επικίνδυνη από μια κυβέρνηση του οργανωμένου όχλου». Δεκαετίες αργότερα, η προειδοποίηση του Φραγκλίνου Ρούσβελτ δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρη για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι προεδρικές εκλογές του 2012 ήταν οι πιο πολυδάπανες στην ιστορία της χώρας ξεπερνώντας τα 6,2 δισ. δολάρια. Οι τυχεροί που κατέκτησαν τότε μια έδρα στη Γερουσία πλήρωσαν την εκλογή τους κατά μέσον όρο 10,2 εκατ. δολάρια. Πιο «φειδωλά» τα εκλεγμένα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων χρειάστηκε να δαπανήσουν 1,5 εκατ. δολάρια.

 

Στις 4 Νοεμβρίου, όταν οι Αμερικανοί εκλογείς θα κληθούν να εκλέξουν το σύνολο των 435 βουλευτών, 33 από τους 100 γερουσιαστές, 36 κυβερνήτες, 46 πολιτειακά νομοθετικά σώματα και πολυάριθμους δημάρχους και τοπικούς άρχοντες, και πάλι θα έχει διατεθεί γενναιόδωρα ένας πακτωλός ιδιωτικού χρήματος που στο μεγαλύτερο τμήμα του θα αποτελεί «ευγενική δωρεά» άγνωστων δισεκατομμυριούχων χορηγών. Αυτών που σε σημαντικό βαθμό έχουν συμβάλει ώστε οι φετινοί υποψήφιοι για τη Βουλή να έχουν συγκεντρώσει έως τώρα περισσότερα από 1,1 δισ. δολάρια και οι επίδοξοι γερουσιαστές κάπου 450 εκατ. για να ρίξουν στη μάχη της εκλογής τους, ενώ οι ίδιοι οι πολιτευτές έχουν βάλει από την τσέπη τους μόνο από 3% έως το πολύ 20%.

 

Εχουν τον τρόπο

 

Το χρήμα πάντα έβρισκε τον τρόπο να επιβάλει την κυριαρχία του και στις εκλογές, αλλά η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο το 2010 όταν το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του έδωσε το πράσινο φως ώστε ομάδες συμφερόντων να μπορούν να δαπανούν απεριόριστα ποσά σε εκστρατείες υπέρ ή κατά υποψηφίων αίροντας τους περιορισμούς που ίσχυαν έως τότε. Το σκεπτικό ήταν απλό: η διοργάνωση μιας πολιτικής εκστρατείας αφορά την ελευθερία του λόγου «συνταγματικά κατοχυρωμένη και απεριόριστη». Ετσι εκπρόσωποι επιχειρηματικών συμφερόντων, φορέων, συνδικάτων, δεξαμενών σκέψεων ή «κοινωνικών σταυροφοριών» απέκτησαν νέα μέσα να διοχετεύουν απρόσκοπτα δολάρια και επιρροή.

 

Οι παλιές PACs, επιτροπές πολιτικής δράσης που συγκέντρωναν και διέθεταν χρήμα υπέρ ενός υποψηφίου ή κόμματος, είχαν περιορισμό τόσο στη συνεισφορά κάθε ιδιώτη όσο και στο συνολικό ποσόν που η ίδια η PAC μπορούσε να προσφέρει. Οι καινούργιες superPAcs, γνωστές και ως «επιτροπές ανεξάρτητων δαπανών», δέχονται απεριόριστα χρήματα από ιδιώτες, επιχειρήσεις, συνδικάτα και άλλες ομάδες και μπορούν επιπλέον να διοχετεύουν τα εκατομμύρια που συγκέντρωσαν σε ανεξάρτητες καμπάνιες οποιουδήποτε κόστους υπέρ ή κατά ενός υποψηφίου. Μαζί τους γεννήθηκαν και οι «μη κερδοσκοπικές εταιρείες κοινωνικής στόχευσης» που οργανώνουν αντίστοιχες ανεξάρτητες πολιτικές εκστρατείες, έχοντας επιπλέον το πλεονέκτημα σε αντίθεση με τις PAC να μη δημοσιοποιούν ποιοι τους χρηματοδοτούν.

 

Αφού το χρήμα ισοδυναμεί με την ελευθερία του λόγου, τα μαύρα ταμεία νομιμοποιήθηκαν και, ως συνέπεια, ενώ το 2006 μόνο το 1% των εκατομμυρίων που διατέθηκαν στις εκλογές προερχόταν από «άγνωστες πηγές», το 2010 εκπροσωπούσαν το 44%. Και σε αυτές τις ενδιάμεσες εκλογές ήδη τον Αύγουστο είχαν συγκεντρωθεί τριπλάσια αντίστοιχα ποσά από εκείνα που είχαν διατεθεί έως τον ίδιο μήνα το 2010. Το 2012 οι δύο μεγαλύτερες ομάδες κοινωνικής στόχευσης, οι φιλορεπουμπλικανικές «Αμερικανοί για την Ευημερία» και Crossroads GPS διέθεσαν για την προεδρική εκλογή περισσότερα χρήματα από ό,τι όλες μαζί οι PACS.

 

«Το χρήμα ανακυκλώνεται. Μια τέτοια εκστρατεία πληρώνει μάνατζερ, συμβούλους, νομικούς, τηλεοπτικούς σταθμούς, επαγγελματίες πολιτικούς στήνοντας εταιρείες που αλλάζουν όνομα αλλά παραμένουν ίδιων συμφερόντων… με στόχο την εκλογή κάποιων που θα εξασφαλίζουν την υιοθέτηση της ατζέντας των ισχυρών και τη μεγιστοποίηση των κερδών τους από ευνοϊκές πολιτικές αποφάσεις όσων στήριξαν. Είναι μια διαδικασία αυτοπλουτισμού», λέει η Κιμ Μπάρκερ. Η ερευνήτρια της ανεξάρτητης μη κερδοσκοπικής μιντιακής οργάνωσης ProPublica αποκάλυψε ότι το 2012 το δίκτυο χορηγών των αδελφών Κοχ, μέσω τουλάχιστον 12 οργανώσεων «κοινωνικής στόχευσης» έριξε στην προεκλογική εκστρατεία 383 εκατ. δολάρια για να προωθήσει την ακροδεξιά ατζέντα του Tea Party, χωρίς οι επιχειρηματίες που έδωσαν χρήματα να φανούν ποτέ.

 

«Αυτή είναι η εποχή του ενισχυμένου 1%. Αναλαμβάνουν δράση και γίνονται οι νέοι πρωταγωνιστικοί παίκτες του πολιτικού συστήματος επιβάλλοντας τελικά τα οικονομικά τους συμφέροντα», λέει ο Αντι Κρολ, δημοσιογράφος του MotherJones. Είναι ενδεικτική η έρευνά του για την οικογένεια ΝτεΒος, από τους ιδρυτές του κολοσσού άμεσων πωλήσεων Amway, επίλεκτα μέλη του δικτύου μαύρης χρηματοδότησης των αδελφών Κοχ και ζηλωτές Ρεπουμπλικανοί, που από το 1997 έχουν προσφέρει σε ομοϊδεάτες υποψηφίους περισσότερα από 44 εκατ. δολάρια. Αλλεργικοί στο οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα, αφού συνέβαλαν καταλυτικά το 2010 να εκλέξουν οι Ρεπουμπλικανοί κυβερνήτη και να ελέγξουν Βουλή και Γερουσία στο Μίτσιγκαν, χρηματοδότησαν οργανώσεις κοινωνικής στόχευσης όπως την «Δικαίωμα στην Εργασία» και το «Ταμείο Ελευθερίας» που δαπάνησαν περισσότερα από 10 εκατ. δολάρια σε προπαγανδιστικά σποτ για «το δικαίωμα να επιλέξεις αν θέλεις να συνδικαλιστείς». Το 2012 η Πολιτεία πέρασε τον διαβόητο νόμο του Δικαιώματος στην Εργασία που έθαψε κυριολεκτικά τον συνδικαλισμό στους τόπους δουλειάς και οδήγησε σε διώξεις συνδικαλισμένων εργαζόμενων.

 

Εως τον Αύγουστο αυτές οι οργανώσεις άγνωστων χρηματοδοτών είχαν διαθέσει περισσότερα από 68 εκατ. δολάρια μόνο σε πολιτική διαφήμιση, που αντιστοιχεί στο 56% του συνόλου όσων δαπάνησαν όλες οι ομάδες συμφερόντων σε ανάλογες δράσεις, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Μίντια του Πανεπιστημίου Γουέσλεγιαν. Η προσκείμενη στους Δημοκρατικούς «Πλειοψηφία στη Γερουσία» είχε πληρώσει τα περισσότερα διαφημιστικά σποτ: 33,750. Καθώς είναι super PAC δημοσιοποιεί τους χορηγούς της. Οι επόμενες τρεις ομάδες σε αριθμό πληρωμένων τηλεοπτικών σποτ (65.000) είναι οι συντηρητικές «Αμερικανοί για την Ευημερία» και «Crossroads GPS» καθώς και το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο. Ως μη κερδοσκοπικές εταιρείες κοινωνικής στόχευσης, οι χρηματοδότες τους παραμένουν «άγνωστοι».

 

Πολλά εκατομμύρια στην παλαίστρα

 

Το Αμερικανό Εμπορικό Επιμελητήριο έχει ρίξει έως τώρα στη φετινή εκλογική παλαίστρα 30 εκατ. δολάρια, στηρίζοντας καμπάνιες αλλά και υποψήφιους που τάσσονται υπέρ της μείωσης των γραφειοκρατικών διαδικασιών και των φόρων, της προώθησης του ελεύθερου εμπορίου και της μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης του Ομπάμα. Ο Σκοτ Ριντ, σύμβουλος στρατηγικής του Επιμελητηρίου, κατέστησε σαφές στους Financial Times: «Θέλουμε έναν πρόεδρο της Γερουσίας που να κατανοεί το σύστημα της ελεύθερης επιχειρηματικότητας». Με άλλα λόγια, μια Γερουσία με ρεπουμπλικανική πλειοψηφία, στόχος που θα απαιτούσε το συντηρητικό κόμμα να εκλέξει ακόμη έξι γερουσιαστές. Τη θέση του Επιμελητηρίου (που στηρίζει περισσότερους από 250 υποψήφιους για το Κογκρέσο, εκ των οποίων μόνο οι 5 είναι Δημοκρατικοί) συμμερίζονται τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, σύμφωνα με το έγκριτο οικονομικό περιοδικό, που «δίνουν μάχη για να εκλεγεί ένα Κογκρέσο πιο φιλικό προς τις επιχειρήσεις».

 

Αλλά το χρήμα δεν γνωρίζει ιδεολογίες. Αν το Επιμελητήριο έχει δώσει 30 εκατ. και οι συντηρητικοί «Αμερικανοί για την Ευημερία» των αδελφών Κοχ έχουν δαπανήσει συνολικά 50 εκατ. σε πολιτικές εκστρατείες τους τελευταίους 12 μήνες, το PAC «Πλειοφηψία στη Γερουσία», που στηρίζει τους Δημοκρατικούς, έχει διαθέσει κάπου 32 εκατ. έως τώρα και ο ομοϊδεάτης τους και ζάπλουτος μάνατζερ hedge funds Τόμας Στέγερ με τη superPAc Next του «Νέα Γενιά για την Κλιματική Αλλαγή» έχει ξοδέψει 30,5 εκατ. δολάρια σε αυτές τις εκλογές, σύμφωνα με το Κέντρο για την Ακεραιότητα στις Δημόσιες Υποθέσεις (CPI).

 

Εχοντας επενδύσει τόσα, αυτές οι ομάδες και οι δισεκατομμυριούχοι προσδοκούν πολλά από τους πολιτικούς που θα εκλεγούν με τη βοήθειά τους. «Είναι αυτό το χρήμα που ευθύνεται για την παραλυσία που κυριαρχεί στο Κογκρέσο», επισημαίνει η Κιμ Μπάρκερ. «Βουλευτές και γερουσιαστές ξυπνούν κάθε πρωί κι αντί να σκέφτονται τα προβλήματα των πολιτών αναλογίζονται πώς θα αντιδράσουν στις προτάσεις και θέσεις τους οι χρηματοδότες τους και οι οργανώσεις που έκαναν καμπάνια υπέρ ή κατά τους και πώς θα τους κατευνάσουν με την ψήφο τους. Αυτοί είναι οι πραγματικοί όροι του παιχνιδιού».

 

……………………………………

 

Του Γιώργου Τσιάρα

 

REUTERS/ Rebecca Cook

REUTERS/ Rebecca Cook

Σε ένα μήνα η Αμερική ψηφίζει τους νέους εθνοπατέρες της: όμως, αν εξαιρέσει κανείς τον χορό των χορηγών και των εκατομμυρίων, η Αμερική μπαίνει στην τελική ευθεία των «ενδιάμεσων» (midterm) εκλογών μέσα σε κλίμα γενικής αδιαφορίας, για να μην πούμε συνολικής απαξίωσης του… καλολαδωμένου πολιτικού συστήματος. Πολλοί ψηφοφόροι, ιδίως μεταξύ των νέων και των μειονοτικών -κυρίως ισπανόφωνοι και μαύροι- που είχαν ψηφίσει με ενθουσιασμό τον Ομπάμα το 2008 και (με… λιγότερο ενθουσιασμό) το 2012, τώρα δηλώνουν πλήρως απογοητευμένοι και αποξενωμένοι από την πολιτική: αλλά και στην (πιο) δεξιά πτέρυγα του δικομματικού συστήματος, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, η νέα δυναμική που προσέδωσε στις τελευταίες αναμετρήσεις το «Κόμμα του Τσαγιού» δείχνει να ξεθυμαίνει, καθώς το εν λόγω υπερσυντηρητικό κίνημα βάσης σταδιακά ενσωματώνεται στους διαπλεκόμενους ρυθμούς της Ουάσινγκτον, χάνοντας -ή μάλλον εξαργυρώνοντας- τον όποιο ριζοσπαστισμό του.

 

Τα νούμερα μιλάνε μόνα τους: η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις προκριματικές εκλογές των δύο κομμάτων έπεσε στα Τάρταρα σημειώνοντας ιστορικό αρνητικό ρεκόρ. Σε μερικές εκλογικές περιφέρειες ούτε το 5% των εγγεγραμμένων εκλεκτόρων δεν προσήλθε στην κομματική κάλπη. Σε πρόσφατη σφυγμομέτρηση για λογαριασμό του CBS και των New York Times, μόλις το 5% των ερωτηθέντων ψηφοφόρων απάντησαν «ναι» στο ερώτημα αν οι βουλευτές της Πολιτείας τους αξίζουν επανεκλογής, ενώ το 87% δήλωσε ξεκάθαρα πως οι σημερινοί κόγκρεσμεν πρέπει να πάνε σπίτια τους. Και όλες οι ενδείξεις θέλουν την αποχή να ξεπερνά ακόμη και το προηγούμενο «ναδίρ» (63%) των midterms του 2010 στις επικείμενες εκλογές της 4ης Νοεμβρίου.

 

Το αποτέλεσμα άλλωστε είναι μάλλον προδιαγεγραμμένο – (και) αυτές οι εκλογές δεν πρόκειται να αλλάξουν τίποτε. Οι Ρεπουμπλικανοί πιθανότατα θα διατηρήσουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων και το μόνο «σασπένς» της κάλπης έχει να κάνει με τη Γερουσία, αλλά και με ορισμένες διαφιλονικούμενες θέσεις κυβερνητών: οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν πως η αντιπολίτευση θα αποκτήσει τρεις ή και περισσότερες επιπλέον έδρες στην Ανω Βουλή, αλλά χρειάζονται έξι για να φτάσουν την απόλυτη πλειοψηφία των 51 γερουσιαστών, προκειμένου να ελέγξουν πλήρως το Κογκρέσο.

 

Σε κάθε περίπτωση η τελευταία διετία του Ομπάμα στην εξουσία είναι σίγουρο πως θα δικαιώσει το κλασικό παρανόμι «κουτσό παπί» (lame duck), που έχουν βγάλει οι Αμερικανοί για τους (υποχρεωτικά) απερχόμενους προέδρους τους που δεν μπορούν να πάρουν καμιά ουσιαστική πρωτοβουλία στο τέλος της δεύτερης θητείας. Αλλωστε και ο Ομπάμα του 2014 δεν έχει καμιά σχέση με τον δυναμικό νεαρό πολιτικό που κατέλαβε εξ εφόδου την Ουάσινγκτον το 2008: έξι χρόνια στην εξουσία απέδειξαν πως σε πλήθος βασικών επιλογών, τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική πολιτική, ο πρώτος μαύρος πρόεδρος των ΗΠΑ αποδείχτηκε εξίσου συντηρητικός, φιλοπόλεμος και «εργαλειακός» για το μεγάλο κεφάλαιο όσο και ο Ρεπουμπλικανός προκάτοχός του.

 

Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμη και σε «blue states», «γαλάζιες» πολιτείες -οχυρά των Δημοκρατικών, όπως η Νέα Υόρκη, όπου το 2012 οι Democrats πήραν 63%- η προσωπική δημοτικότητα του Ομπάμα έχει πέσει πια μόλις στο 39%. Και το «ξενέρωμα» αυτό των ψηφοφόρων είναι απολύτως δικαιολογημένο: από μια μεγάλη δημοσκόπηση του ινστιτούτου Pew, που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι, προκύπτει πως τα αίτια της απαξίωσης του προέδρου, αλλά και του πολιτικού συστήματος εν γένει, είναι πολυάριθμα, ιδίως μεταξύ των νεότερων ψηφοφόρων.

 

Ανάμεσα στα ζητήματα που αυξάνουν τη λαϊκή δυσφορία ξεχωρίζουν ο νέος πόλεμος στη Μέση Ανατολή κατά του φρέσκου «μπαμπούλα» του «Ισλαμικού Κράτους», οι συνεχιζόμενες αποκαλύψεις Σνόουντεν για τη συστηματική παρακολούθηση των Αμερικανών πολιτών από την NSA και βέβαια η ανισοβαρής οικονομική πολιτική που έχει βυθίσει μεγάλα τμήματα της (πρώην) μεσαίας τάξης σε πρωτοφανή φτώχεια, την ίδια στιγμή που το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ίπταται από ρεκόρ σε ρεκόρ και οι «διασωθείσες» με δημόσιο χρήμα (έστω και… φωτοτυπημένο από τη Fed) τράπεζες της Wall Street, που με τη βουλιμική κερδοσκοπία τους προκάλεσαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, θησαυρίζουν.

 

Η πτώχευση μεγάλων δήμων όπως το Ντιτρόιτ, όπου οι φτωχοί στερούνται πλέον ακόμη και το πόσιμο νερό ή το ρεύμα, οι περσινές περικοπές ομοσπονδιακών κονδυλίων για τα επιδόματα ανεργίας και τα κουπόνια σίτισης, που αφορούν εκατομμύρια κυριολεκτικά πεινασμένους Αμερικανούς πολίτες , η «κουτσουρεμένη» μεταρρύθμιση του κλάδου της υγείας, που αφήνει ξανά εκτός ασφαλιστικού συστήματος πάνω από 10 εκατομμύρια ανθρώπους, και βέβαια το συνεχιζόμενο δράμα των ισπανόφωνων μεταναστών, καθόλου δεν βοηθούν την υστεροφημία του Ομπάμα: είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία τα έξι τελευταία χρόνια έχουν συλληφθεί και απελαθεί από τις ΗΠΑ περισσότεροι μετανάστες από ό,τι σε ολόκληρη την οκταετία του Μπους!

 

Scroll to top