Του Κώστα Μαρούντα
Πίσω από τα γκρίζα σύννεφα των ατομικών και μαζικών δυσχερειών, που ενίοτε κατακλύζουν τον οπτικό μας ορίζοντα με τους πιο απολυτοποιημένους όρους, υπάρχει πάντα ο Ήλιος. Όμως, το αν ζεσταινόμαστε από αυτόν (ακόμα κι αν έχουμε την κατάλληλη υπομονή να περιμένουμε να αποχωρήσουν εθελοντικά τα σύννεφα σε βηματισμούς που παραπέμπουν ακόμα και σε ναρκισσιστική πασαρέλα επίδειξης κάθε νεομοντερνίστικης μόδας), ή αν εξακολουθούμε να κρυώνουμε, θα εξαρτηθεί από τις συνθήκες του ευρύτερου περιβάλλοντος και των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της αντίστοιχης ατμόσφαιρας. Ποτέ δεν πρέπει να αγνοήσουμε το βαθμό επίδρασης του ανθρώπου σε αυτήν την τελευταία, γιατί τότε κινδυνεύουμε να εγκλωβιστούμε σε απομακρυσμένες σπηλιές μοναξιάς νομίζοντας πως τα σκληρά βράχια είναι μαλακά παπλώματα στα οποία μπορούμε να ξεκουράσουμε τα ταλαιπωρημένα σώματα μας, όντας σε (μη) θέση να βαδίσουμε προς την Έξοδο, την ίδια ώρα που τα ορμητικά νερά της τρικυμίας αρχίζουν να μας κάνουν να αισθανόμαστε το φόβο του τρωτού ακόμα και ως προς το βασικότατο αγαθό για στέγη (βλ. ασφάλεια, όχι η κρατική, αλλά η εσώτερη ανάγκη). Γιατί, αυτά τα νερά μπορεί να έχουν και τη μορφή φακέλου που περιέχει χαράτσια, ΕΝΦΙΑ, και λοιπούς συγγενείς της μεγάλης οικογένειας των νομαδικής υφής και διακατεχόμενων από πρωτόγονα ένστικτα εισβολέων της σύγχρονης ευρωπαϊκής προσαρμογής (σε καιρούς που νοηματοδοτείται με επεκτεινόμενες προεκτάσεις η έννοια του Δ΄Ράιχ).
Άλλοι (λιγότεροι πια σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες) οραματίζονται Επαναστάσεις έχοντας σχεδόν μόνιμα μεταφερόμενο το βραχνά της αδυναμίας τους να μετουσιώσουν τους διανοητικούς τους τρανταγμούς σε ουσιαστική πλατφόρμα ελκυστικής υφής για τα αυτιά και κυρίως τις ψυχές των όσων υποφέρουν από τις αντικειμενικές συνθήκες του μνημονικού νεοελληνικού χωροχρόνου, οι περισσότεροι πραγματοποιούν την εξαναγκαστική «εξέγερση» τους απέναντι στις δυσκολίες της καθημερινότητας επιχειρώντας -όμως- όχι την αμετάκλητη καταστροφή τους, αλλά την περιοριστική συμπίεση τους σε κάτι πιο βατό. Και οι λίγοι, οι ηγεμόνες, από τον άμβωνα της ματαιόδοξης Ισχύος και με τον ιδρώτα του άγχους της ανταπόκρισης στα «καθήκοντα» που έχουν αναλάβει απέναντι στο «τέρας» της αδηφάγας εξουσιαστικής ανατροφοδότησης, επιχειρούν να σταθεροποιήσουν τους όρους της κυριαρχίας τους, περιορίζοντας την αποτελεσματικότητα των αντιδράσεων και παγιώνοντας τη (σε μεταλλασσόμενη εκδοχή σε σχέση με τα λιγότερο επικίνδυνα μπουσουλήματα του μακρινού πια 1991) Νέα Τάξη Πραγμάτων, που προκύπτει από τα επιμέρους (συναπτόμενα πίσω από κλειστές πόρτες) αντι-κοινωνικά συμβόλαια και τις («μεταξύ κατεργαρέων») συμφωνίες της εκάστοτε κυρίαρχης κάστας και των όποιων όψιμων ή μη συμμάχων της. Έτσι ώστε «να μπορούν να βλέπουν οι πολλοί τόσο όσο το διαφορετικό να είναι αόρατο», έτσι ώστε οι μεταξύ τους ομοφωνίες που προβλέπουν οι συντακτικοί πάπυροι να αντικαθίστανται από το δίκαιο του δυνατότερου, σαν μια αστική/καπιταλιστική εκδοχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.
Σε αυτό το υπόκρυφο ως προς τα αναγνωριστέα πεδία της πλειοψηφίζουσας δημοσιολογικής καταγραφής (μα άκρως απτό και οδυνηρό ως προς τις συνέπειες του) «εμφύλιο» σκηνικό, ενυπάρχει η διαμάχη ανάμεσα στην επιτηδευμένη «αισιοδοξία» και στην προκύπτουσα από τη δικτατορία των πραγμάτων απαισιοδοξία. Tα πράγματα ποτέ δεν πήγαν καλά επειδή το θέλουμε ή γιατί μπορούμε απλώς να καταλάβουμε πόσο μας λείπει η προοδευτική εξέλιξη. Αυτά είναι εύκολα και αναμενόμενα. Εκεί είναι, όμως, που χρειάζεται η υπέρβαση και των δύο εννοιών για τη σμίλευση μιας έλλογης διαδικασίας, που θα μετατρέψει τη δεύτερη σε παράγοντα μετασχηματισμού της πρώτης σε υπαρκτή ουσία. Που θα επαναφέρει τη γυαλάδα του ανθρώπινου εγωισμού σε ανεκτά για τις αντοχές των οπτικών νεύρων της ψυχής επίπεδα, που θα ταξινομήσει με λειτουργική χάρη τα πράγματα στη σωστή τους θέση, προκαλώντας την έλευση μιας αντι-απαισιόδοξης (μη) αισιοδοξίας, που θα δύναται να προσκαλεί με περισσή αλτρουιστική ευχαρίστηση κόσμο (κι όχι «κοσμάκη») σε συλλογικές συναντήσεις και συναναστροφές ποιότητας. Γιατί, αυτό που χρειάζεται είναι η ζέση και η θέρμη της συνεργατικής πράξης, που κάνει ακόμα και την αισιοδοξία αχρείαστη, γιατί αυτός που σκάβει το χώμα δεν είναι αισιόδοξος, αλλά αποφασισμένος για παραγωγή έργου.
Ποια είναι, όμως, αυτή η αντι-απαισιόδοξη (μη) αισιοδοξία; Σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να απαντήσει αυτός που κάθεται αναπαυτικά στην πολυθρόνα του ποντικίστικα μοχθηρού και του ανερυθρίαστα άπληστου μπροστά στο τζάκι της (αυτο)επιβεβαίωσης και των ωφελιμίστικων υπολογισμών, αλλά εκείνοι που έχουν ήδη κλείσει με μανία την πόρτα του δωματίου, έτσι ώστε να δημιούργησαν ραγδαία αναπτυσσόμενη αύρα που να προκαλεί στο διηνεκές όψιμα πουντιάσματα σε αυτούς που θεωρούσαν πως οι χρυσοποίκιλτες ρόμπες της κανονικότητας θα τους προστάτευαν για πάντα…
efsyn.gr