Της Ελενας Γαλανοπούλου
Φορά λευκό πουκάμισο και το καθαρό γαλάζιο βλέμμα του εκπέμπει εσωτερική γαλήνη και ευγένεια. Απέναντί μας βρίσκεται ο 57χρονος Νοτιοαφρικανός Γουίλιαμ Κέντριτζ, μια ιδιοφυΐα της σύγχρονης τεχνης , αλλά και ένας φλογισμένος ακτιβιστής εναντίον του απαρτχάιντ. Μιλά αργά από τον 6ο όροφο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών με φόντο την Ακρόπολη.
Η βαθιά γνώση του για την αρχαία ελληνική μυθολογία αποδεικνύεται και από τον τρόπο με τον οποίο ξεκινά η παράσταση του «Refuse the hour» (22-25 Νοεμβρίου στη Στέγη): τον μύθο του Περσέα και της Μέδουσας – τον είχε διαβάσει στον οκτάχρονο Κέντριτζ ο πατέρας του σημαδεύοντάς τον για πάντα.
Πρόκειται μια «όπερα δωματίου» ή αλλιώς ένα «multimedia θεατρικό όνειρο για τον πανδαμάτορα χρόνο», στο οποίο θα είναι παρόντα όλα τα γνωρίσματα της τέχνης του: οι εικαστικές του εγκαταστάσεις κατά του απαρτχάιντ, τα «πρωτόγονα» κινούμενα σχέδιά του, η περφόρμανς, το θεατρικό αναλόγιο, η όπερα, ο σύγχρονος χορός και οι βιντεοπροβολές. Ολα μαζί μέσα σε ένα ντανταϊστικό πανδαιμόνιο ήχων και εικόνων, που συμβάλλει σε ένα θέαμα φιλοσοφικής αναζήτησης και παιγνιώδους διάθεσης.
Ο ίδιος εμφανίζεται επί σκηνής στον ρόλο ενός σύγχρονου παραμυθά: «Νιώθω περισσότερο σαν να δίνω διάλεξη παρά ως ηθοποιός. Αν θεωρήσω τον εαυτό μου ηθοποιό, το αποτέλεσμα θα είναι καταστρεπτικό. Σπούδασα υποκριτική, αλλά ευτυχώς κατάλαβα νωρίς πως δεν κάνω για ηθοποιός» μας εξομολογείται.
Γόνος εύπορης λευκής οικογένειας νομικών με λιθουανο-εβραϊκές ριζες (γιος του διεθνούς φήμης Νοτιοαφρικανού δικηγόρου Σίντεϊ Κέντριτζ, συνεργάτη του Νέλσον Μαντέλα και υπερασπιστή των θυμάτων του απαρτχάιντ) δεν θα μπορούσε να μην έχει πολιτική σκέψη.
Το απαρτχάιντ, η αποικιοκρατία, η διαπολιτισμικότητα και ο αντίκτυπος του συλλογικού τραύματος στην προσωπικότητα του ατόμου απασχολούνν το έργο του. Τα διαχειρίζεται με λυρισμό, χιούμορ και διαυγή πολιτική σκέψη.
«Είναι πολύ ξεχωριστό το να φέρνω το συγκεκριμένο κομμάτι στην Αθήνα αυτή τη στιγμή. Οχι λόγω της κρίσης, αλλά επειδή είναι μια περίοδος που μεγάλα κοινωνικά ερωτήματα πλανώνται στον αέρα» μας λέει.
Ο τίτλος του έχει να κάνει με την απάρνηση του χρόνου και έρχεται σε μια εποχή απάρνησης της πολιτικής. Τι έχει να σχολιάσει;
«Ο τίτλος «Refuse the hour» είναι μια αναστροφή της ρήσης τού Μάο :»Αυτή είναι η μέρα». Δήλωνε έτσι με ασφάλεια και σιγουριά το τι είχε να κάνει. Εγώ δηλώνω ανασφάλεια κι αμηχανία για το τι οφείλω να κάνω. Αρνούμαι τον χρόνο, δηλαδή τις βεβαιότητες. Καταλαβαίνω πως το σύστημα δεν μπορεί να συνεχιστεί. Και είναι εκπληκτικό να βλέπεις την οργή, τη δύναμη και το κουράγιο των ανθρώπων στον δρόμο. Ομως δεν γνωρίζω ποια θα είναι η νέα εκδοχή».
Μπορεί η τέχνη να επηρεάσει την πολιτική σκέψη των ανθρώπων; «Ναι. Ο,τι διαβάζεις ή βλέπεις την επηρεάζει. Θυμάμαι για παράδειγμα πόσο πολύ άλλαξε ο τρόπος που σκέφτομαι από τότε που άκουσα για πρώτη φορά Μίκη Θεοδωράκη, το «Κάντο Χενεράλ»».
Τον ρωτάμε τι ακούει στην πατρίδα του για την Ελλάδα: «Οτι υπάρχουν πολλές διαμαρτυρίες, οπότε ο μέσος πολίτης υποθέτει ότι τα μισά κτίρια είναι μισογκρεμισμένα.
Με ρωτούσαν: «Μα καλά, υπάρχει ακόμη θέατρο στην Ελλάδα;» Πολλοί έχουν την εικόνα της Βηρυτού του 1976. Καταλαβαίνω όμως πως υπάρχει αυτή η ασυνήθιστη περιπλοκή που δημιουργείται όταν ένα ανεξάρτητο κράτος, όπως η Ελλάδα, εξαρτάται από τις επιθυμίες άλλων κρατών. Και αυτό υποθέτω πως σας κάνει κι εσάς να νιώθετε σαν μια αποικία.
Είναι περίπλοκη η σχέση σας με τη Γερμανία και γυρίζει πίσω στη συμμετοχή σας στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και ακόμη πιο πίσω, σε όλους εκείνους τους Γερμανούς αρχαιολόγους που έφεραν στο φως την αρχαία ελληνική ιστορία και την έθεσαν ως την απαρχή ολόκληρου του ευρωπαϊκού πολιτισμού…»
Και αμέσως ελαφραίνει το κλίμα: «Ηρθα μόλις χθες. Στο Γιοχάνεσμπουργκ έχουμε μια ψεύτικη λίμνη και εκεί κοντά ένα «ψεύτικο» ελληνικό εστιατόριο. Και τώρα διαπίστωσα πως ναι, υπάρχουν και αληθινά ελληνικά εστιατόρια!» Είναι άραγε το χιούμορ του μια αντίσταση στον θάνατο; «Ρώτησαν κάποτε έναν ποιητή γιατί κάνει ποίηση κι εκείνος απάντησε: Γιατί κάνει πιο εύκολο το πέρασμα των ωρών».
INFO: 22-25/11, στις 8.30 μ.μ., Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών: (λεωφ. Συγγρού 107-109, τηλ. 210-9005800), εισιτήρια: 15,18,28 ευρώ και 10,12,15 ευρώ μειωμ.