21/02/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Χημεία και …τέρατα

      Pin It

Οι παραγόμενες από τον άνθρωπο χημικές ουσίες για την παρασκευή προϊόντων καθημερινής χρήσης αποτελούν, τουλάχιστον εν μέρει, την αιτία για την παγκόσμια αύξηση των νεοπλασιών, των ορμονικών καρκίνων και των ψυχιατρικών ασθενειών

 

Του Τάσου Σαραντή

 

Η ανθρώπινη υγεία εξαρτάται από την εύρυθμη λειτουργία του ενδοκρινικού συστήματος, που είναι υπεύθυνο για την απελευθέρωση ορισμένων ορμονών απαραίτητων για λειτουργίες, όπως ο μεταβολισμός, η ανάπτυξη και η εξέλιξη, ο ύπνος και η διάθεση. Μερικές χημικές ουσίες, που είναι γνωστές ως ενώσεις με ενδοκρινική δράση (EDCs), μπορούν να αλλάξουν τη λειτουργία ή τις λειτουργίες του ορμονικού συστήματος, αυξάνοντας τον κίνδυνο των αρνητικών επιπτώσεων στην υγεία.

 

Οι ενώσεις με ενδοκρινική δράση μπορούν να εισχωρήσουν στο περιβάλλον, κυρίως μέσω των βιομηχανικών και αστικών λυμάτων που απορρίπτονται, από τις γεωργικές απορροές, το κάψιμο και την απόρριψη αποβλήτων. Ο άνθρωπος, δε, εκτίθεται σε αυτές μέσω της κατάποσης των τροφίμων, της σκόνης και του νερού, της εισπνοής των αερίων και των σωματιδίων από την ατμόσφαιρα και της επαφής με το δέρμα.

 

Οι ουσίες αυτές θα μπορούσαν να συνδέονται με την εξασθένηση της ανδρικής γονιμότητας, την αύξηση άλλοτε σπάνιων μορφών καρκίνου στην παιδική ηλικία και την εξαφάνιση ορισμένων ειδών ζώων. «Πρόκειται για μια παγκόσμια απειλή που πρέπει να επιλυθεί», δήλωσαν οι επιστήμονες που πραγματοποίησαν τη μελέτη, επισημαίνοντας ότι άνθρωποι και ζώα σε όλο τον πλανήτη έχουν πιθανώς εκτεθεί σε εκατοντάδες από αυτές τις -συχνά- ελάχιστα μελετημένες χημικές ενώσεις.

 

Οι ενώσεις με ενδοκρινική δράση περιλαμβάνουν και τις φθαλικές ενώσεις που εδώ και καιρό χρησιμοποιούνται στην κατασκευή μαλακών και εύκαμπτων πλαστικών. Απ' αυτές παρασκευάζονται προϊόντα όπως παιχνίδια, παιδικές πιπίλες, αρώματα και φαρμακευτικά σκευάσματα, καλλυντικά, όπως τα αποσμητικά που απορροφώνται στο σώμα, αλλά και φυτοφάρμακα, επιβραδυντικά φλόγας και κονσερβοποιημένα τρόφιμα.

 

Οι επιστήμονες έχουν βάσιμες υπόνοιες ότι αυτές οι χημικές ουσίες συνδέονται με τον καρκίνο του μαστού και του προστάτη, με τον διαβήτη, τη στειρότητα, το άσθμα, την παχυσαρκία, τα εγκεφαλικά επεισόδια, και τις νόσους Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον. Οσον αφορά τα έμβρυα στη μήτρα που εκτίθενται σε αυτές τις χημικές ενώσεις, αλλά και τους εφήβους, στη μελέτη τονίζεται ότι ως ομάδες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην ανάπτυξη αυτών των ασθενειών στη μετέπειτα ζωή τους, καθώς και στην ανάπτυξη συμπεριφορικών διαταραχών και μαθησιακών προβλημάτων, όπως δυσλεξία. Σε πολλές χώρες αυτές οι διαταραχές επηρεάζουν το 5-10% των βρεφών που γεννιούνται, ενώ ο αυτισμός καταγράφεται πλέον σε ποσοστό 1%. Η λευχαιμία και ο καρκίνος του εγκεφάλου στην παιδική ηλικία είναι επίσης σε άνοδο, σύμφωνα με την έκθεση.

 

«Ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο τεχνητές χημικές ουσίες έχουν γίνει μέρος της καθημερινής ζωής», αναφέρεται στην έκθεση. «Ολες αυτές οι πολύπλοκες μη μεταδοτικές ασθένειες έχουν τόσο μια γενετική όσο και μια περιβαλλοντική συνιστώσα. Δεδομένου ότι η αύξηση στη συχνότητα της εμφάνισης και διάδοσης αυτών των νόσων δεν μπορεί να οφείλεται αποκλειστικά στη γενετική, είναι σημαντικό να επικεντρωθούμε στην κατανόηση της επίπτωσης του περιβάλλοντος στις εν λόγω ασθένειες», αναφέρουν οι επιστήμονες.

 

Μερικές χώρες -συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, του Καναδά και ορισμένων μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης- έχουν ήδη απαγορεύσει τη χρήση κάποιων από αυτές τις επικίνδυνες χημικές ουσίες σε ορισμένα προϊόντα, ιδίως εκείνα που προορίζονται για χρήση από παιδιά. Εντούτοις, στην έκθεση αναφέρεται ότι «πολλές εκατοντάδες χιλιάδες» χρησιμοποιούνται σε όλο τον κόσμο και μόνο ένα μικρό μέρος από αυτές έχει εκτιμηθεί όσον αφορά τη δυνατότητά τους να προκαλούν ανατροπή του ορμονικού συστήματος του ανθρώπου και των ζώων.

 

Επιπλέον, ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι οι κατασκευαστές των καταναλωτικών προϊόντων δεν προσδιορίζουν πολλά από τα χημικά συστατικά τους. Συνεπώς, αναφέρουν οι ερευνητές, είμαστε μόνο σε θέση να εξετάσουμε «την κορυφή του παγόβουνου. Από την άλλη, αναφέρουν ότι η έκθεσή τους βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε μελέτες που είχαν πραγματοποιηθεί στον ανεπτυγμένο κόσμο. Αλλά το μέγεθος του προβλήματος στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί επαρκώς, λόγω έλλειψης στοιχείων από την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική.

 

Scroll to top