«Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», Εθνικό – Κεντρική Σκηνή
Η τελευταία σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού είναι μια από τις καλύτερες, τις ευρηματικότερές του σε ελληνικό χώρο. Δείχνει πως ανήκει στις πρώτες τάξεις της ευρωπαϊκής σκηνής εν γένει. Αποδεικνύει την κλάση του όχι προσθέτοντας, αλλά αφαιρώντας, όχι ακολουθώντας πιστά, αλλά μετατοπίζοντας τον άξονα, όχι εμμένοντας στο κείμενο, αλλά επιχειρώντας να βρει την επαφή του με τη σύγχρονη αισθητική και ευαισθησία
Του Γρηγόρη Ιωαννίδη
Σαν αποχαιρετιστήριο νεύμα προς το κοινό, ο Γιάννης Χουβαρδάς επέλεξε για την έξοδό του από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού το ανέβασμα ενός μεγάλου κλήρου για κάθε σοβαρό θέατρο του κόσμου: το «Πένθος» του Ο’Νιλ.
Είχε τις ικανότητες βέβαια να το κάνει. Συνέβαλε όμως και η τύχη ώστε η τελευταία αυτή σκηνοθεσία του να ανέρχεται σε μια από τις καλύτερες, τις ευρηματικότερές του σε ελληνικό χώρο. Το ανέβασμα αυτό του «Πένθους» δείχνει πως ο καλλιτέχνης ανήκει στις πρώτες τάξεις της ευρωπαϊκής σκηνής εν γένει.
Και σαν κάποιον που θέλει να επιδείξει την κλάση του, ο Χουβαρδάς το αποδεικνύει αυτό όχι προσθέτοντας, αλλά αφαιρώντας, όχι ακολουθώντας πιστά, αλλά μετατοπίζοντας τον άξονα, όχι εμμένοντας στο κείμενο, αλλά επιχειρώντας να βρει την επαφή του υποστρώματός του με το έδαφος της σύγχρονης αισθητικής και ευαισθησίας. Και επιπλέον, χρησιμοποιώντας προς όφελός του τη φαρέτρα του λεγόμενου φανταστικού θεάτρου, από τον Κρεγκ μέχρι τον Σβόμποντα και τον Ουίλσον.
Το αποτέλεσμα είναι η δυναμική επανατοποθέτηση ενός κλασικού έργου, που κι αυτό, στον καιρό του, θέλησε να γίνει η επαναλειτουργία της αρχαίας γεννήτριας προβληματισμού για τον άνθρωπο και την εικόνα του. Σαν το κινέζικο κουτί ανοίγουμε τη μία συσκευασία για να ανακαλύψουμε την επόμενη.
Φενάκη η ατομική ευθύνη
Το έργο του Ο’Νιλ ανήκει βέβαια πριν από όλα στην εποχή του, στο μεγάλο καζάνι σκέψης και ιστορίας που λέγεται Μεσοπόλεμος. Σ' αυτό το διάστημα η ανθρωπότητα φαίνεται πως αναπτύσσει (σε Ανατολή και Δύση) ένα όραμα διάχυσης της ατομικότητας στη δεξαμενή του μεγάλου μύθου. Το θέατρο και ο Ο’Νιλ ακολουθούν, αναζητώντας μια φόρμα που θα μεταδίδει την αίσθηση της επανάληψης, της κυκλικότητας και του «πεπρωμένου» στα σύγχρονα συμφραζόμενα. Το «Πένθος», εκτός από μια ξέφρενη συμπύκνωση του αρχαίου τυπικού μετάδοσης της ενοχής από γενιά σε γενιά, είναι η παραβολική εφαρμογή της ιδέας πως η ατομικότητα του Διαφωτισμού, η ιδέα της ατομικής ευθύνης και αποστολής είναι μόνο μια φενάκη, η κινούμενη επιδερμίδα πάνω από την αέναη στασιμότητα της ορμέμφυτης ενέργειας, της κληρονομικής ενοχής και του προδιαγραμμένου τέλους.
Με άλλα λόγια, με το «Πένθος» του ο Ο’Νιλ δίνει ακόμα μια ελισαβετιανή μεταφορά του θεάτρου ως κοσμοειδώλου. Ή, τουλάχιστον, προς τα εκεί κατευθύνει την παράστασή του ο Γιάννης Χουβαρδάς. Με ευφυή τρόπο μεταβάλλει τον κύκλο των χωρικών που σχολιάζουν την υπόθεση στην οικία των Μάνον σε όμιλο θεατών που παρακολουθούν την παράσταση. Με αυτόν τον τρόπο ένα δραματουργικό τέχνασμα μετατρέπεται σε τέχνασμα παράστασης και εργαλείο μεταδραματικής κριτικής. Το πράγμα βέβαια πιραντελίζει καθαρά, καθώς θεατές και ρόλοι αναφέρονται οι μεν στους δε, συνυπάρχουν, έστω και χωρίς να αλληλεπιδρούν.
Είναι σαφές πια πως πρόκειται για μια παράσταση που επαναλαμβάνεται κάθε βράδυ, με τα πρόσωπά της να ακολουθούν τη συγκεκριμένη πορεία τους. Η ίδια η υλοποίηση δημιουργεί το σκηνικό μιας ασφυκτικής θεατρικότητας, κάτι το τρομακτικά επίπλαστο και επίπλαστα τρομακτικό. Τα πρόσωπα βγαίνουν με ένα αυστηρό γκέστους στη θέση της ημι-μάσκας που ζητούσε ο συγγραφέας. Και οι κάμερες πάνω τους –σαν άλλη λατέρνα μάτζικα- επιτελούν τον ρόλο της μεγέθυνσης αλλά και της εικονικότητας χωρίς βάθος.
Σκηνοθετικές απιστίες και χιούμορ
Το ενδιαφέρον στρέφεται μοιραία στις απιστίες του σκηνοθέτη. Οπως στην απροθυμία του να εντάξει τη σημασία του χρώματος (ενός χαμένου παραδείσου), όπως θέλει ο Ο’Νιλ, ή, ακόμα, στις παιχνιδιάρικες ανομοιότητες του σκηνικού του κόσμου με τις δραματικές εντολές του συγγραφέα. Σημασία έχει τώρα η πρόθεση της παράστασης να δείξει την αχρωματοψία στον κόσμο των προσώπων, των καθηλωμένων σε ψυχικούς κορσέδες, πουριτανικές λάμες και ψυχρά καθίσματα αναμονής για την Παράδεισο. Αλλά και να παίξει… Είναι εντυπωσιακό το πώς ένα βαρύ έργο σαν το «Πένθος», βασισμένο στο δίπολο ζωής και θανάτου, διευρύνεται στη σχέση εικονικής και αληθινής ζωής, θεάτρου και πραγματικότητας, και με το χιούμορ που δίνει η χάρη ενός «τρελού», η θλίψη του γίνεται κατανοητή και παρηγορητική.
Κρατώ όμως χώρο για τους ηθοποιούς αυτής της ιδιότροπης μαριονετίστικης υποκριτικής του φανταστικού θεάτρου. Με πρώτες τη Μαρία Πρωτόπαππα (Λαβίνια) και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Κριστίν), αληθινές λάμες μαχαιριού, που οι λέξεις τους σε ακουμπούν και ματώνεις. Θαυμάσιος ως ένας εκβιαστικά μεγαλωμένος Οριν ο Γιώργος Λούλης. Και η φυσιογνωμία του Εζρα Μάνον από τον Ακύλλα Καραζήση, αν και θα ζητούσαμε από αυτόν αδρότερη μορφή, προπορεύεται της παρουσίας του και επιβάλλεται. Δουλεμένος ο Ανταμ του Γιώργου Γάλλου και ουσιαστική η παρουσία των Αργύρη Πανταζάρα και Γιούλικα Σκαφιδά. Η αναγκαστική διασκευή (του εξάωρου κανονικά έργου) ατόνησε κάπως την παρουσία του Σεθ και, μαζί, του Χρήστου Στέργιογλου. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παράστασης.
Οι τέσσερις «θεατές», Χάρης Τσιτσάκης, Θέμις Μπαζάκα, Μάγια Λυμπεροπούλου και Γιώργος Κοτανίδης, δίνουν μαθήματα με το ήθος και την τεχνική τους. Εξάλλου στο εξαιρετικά εύγλωττο -αν και κάπως άτσαλο- φινάλε, είναι αυτοί που ανεβαίνουν στη σκηνή και γίνονται όργανο θεάτρου. Μέσα σε γέλια και καγχασμούς η μορφή τους αλλοιώνεται, η ατομικότητά τους διαλύεται και η ασφάλειά τους παρωδείται. Η σχέση κόσμου και θεάτρου αναστρέφεται και πάλι.
Ι