Του Ν. Σωτηρόπουλου*
Στη χώρα μας υπήρξαν περίοδοι «λυσσοφοβίας», ειδικά πριν απ' τη δεκαετία του 1960. Η λύσσα μαζί με την εχινοκοκκίαση προκαλούσαν ένα «αντικυνικό δέος» στον ντόπιο πληθυσμό. Η επαφή των κατοίκων της υπαίθρου -αλλά και των πόλεων- με τους κτηνιάτρους και η προληπτική κτηνιατρική που οι τελευταίοι εφάρμοσαν συστηματικά (εμβολιασμοί) εδώ και 50 χρόνια, έχουν διώξει τις φοβίες και έχουν εμφανίσει ουσιαστικά τη νόσο. Πρακτικά, η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη βαλκανική χώρα όπου η λύσσα κρατήθηκε «εκτός των τειχών». Δεν ανησυχώ καθόλου για τα πρόσφατα περιστατικά, που ήσαν ελάχιστα και απομονωμένα. Συνιστούσα πάντα -και εξακολουθώ να συνιστώ- να εμβολιάζονται κάθε χρόνο οι σκύλοι (συντροφιάς, τσοπανόσκυλα, κυνηγετικά) και οι γάτες. Και έχω εμπιστοσύνη στις κτηνιατρικές υπηρεσίες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.
Σχετικά με τη νόσο της λύσσας, ο ιός εισέρχεται με δάγκωμα, αμυχή ή γλείψιμο πρόσφατης πληγής από τη λεμφική οδό ή και το αίμα και προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα. Στον σκύλο παρατηρείται με δύο κλινικές μορφές: Την «άφωνο ή παραλυτική» και τη «μανιώδη».
1. Η «άφωνος λύσσα» έχει σιωπηρή εξέλιξη: Λόγω παράλυσης της κάτω σιαγόνας, ο σκύλος δεν προσπαθεί να δαγκώσει, αλλά παρουσιάζει σιελόρροια και το τέλος επέρχεται σε 2-3 μέρες.
2. Στη «μανιώδη λύσσα», το ζώο εμφανίζει υψηλό πυρετό, το σάλιο του είναι μολυσματικό και, αρχικά, έχει τάσεις υπνηλίας. Στη συνέχεια το μολυσμένο απ' τον ιό ζώο αποφεύγει το αφεντικό του, κρύβεται, προσπαθεί να δαγκώσει ανύπαρκτα αντικείμενα και ξύνει μανιωδώς τη μύτη του. Εμφανίζει έντονη σιελόρροια, περίεργη (δίτονο) φωνή, γαβγίζει βραχνά και επιτίθεται σε ζώα ή ανθρώπους. Η ασθένεια καταλήγει σε παράλυση των πίσω άκρων, κοπιώδη αναπνοή, κώμα, και τελικά σε θάνατο του πάσχοντος ζώου. Η εξέλιξη αυτή διαρκεί 2-10 μέρες.
*Ο Ν. Σωτηρόπουλος είναι κτηνιάτρος
…………………………………………………………………………………………………………………………………………
Η λύσσα στην αρχαιότητα
Η λύσσα ήταν γνωστή απ' τα βάθη των αιώνων. Σε αρχαία ινδικά συγγράμματα υπάρχουν περιγραφές που δηλώνουν τη γνώση της νόσου, όχι μόνο σε σκύλους αλλά και σε λύκους, ύαινες, αρκούδες, πάνθηρες και τίγρεις.
Στο Ταλμούδ (ιερά κείμενα της εβραϊκής θρησκείας) αναφέρεται λύσσα της καμήλας και προτείνεται στους «δακνόμενους» να τρώνε, προφυλακτικά, το συκώτι του άρρωστου ζώου. Η λύσσα αναφέρεται απ' τον Αριστοτέλη, τον Ιπποκράτη, τον Δημόκριτο και τον Μένανδρο. Ο Πλούταρχος γράφει ότι λύσσα εμφανίστηκε επί Ασκληπιάδη (118-29 π.Χ.). Κατά τον Ανδρόμαχο τον Διοσκουρίδη, η νόσος προέρχεται από δάγκωμα «λυσσώντων ζώων», ιδίως σκύλων, διαμέσου του σάλιου τους και ότι εμφανίζεται συχνά κυρίως το καλοκαίρι. Για τη λύσσα έχει γράψει και ο μεγάλος Αραβας φιλόσοφος, γιατρός κ.λπ. Αβικένας, ο οποίος συνιστούσε σαν φάρμακο την «καυθαρίδα».