ΗΠΑ Στην παγκόσμια υπερδύναμη 17.000.000 παιδιά, συνολικά 50 εκατ. πολίτες, βρίσκονται αντιμέτωποι με τον εφιάλτη της πείνας και τα κοινωνικά προγράμματα είναι σταγόνα στον ωκεανό
Της Ελλης Πάνου
Οι εικόνες και τα πρόσωπα μέσα στην τάξη συχνά θολώνουν για τη Ρόζι. Κι όταν συμβαίνει αυτό, το μικρό κοριτσάκι παλεύει να συγκεντρωθεί. «Προσπαθώ πολύ», λέει, «και τις περισσότερες φορές δεν μπορώ γιατί πονάει το στομάχι μου. Η δασκάλα μου μού λέει να συγκεντρωθώ και προσπαθώ να ξεχαστώ κοιτάζοντας ένα αυτοκόλλητο που έχω στο θρανίο μου και γράφει «ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΟΥ» ή χασμουριέμαι ή κοιτάζω τη δασκάλα, αλλά το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι το φαγητό».
Η Ρόζι, ένα κοριτσάκι του δημοτικού που μεγαλώνει στο Κολοράντο, είναι ένα από τα 17 εκατομμύρια παιδιά στις Ηνωμένες Πολιτείες τα οποία ζουν σε καθεστώς «διατροφικής ανασφάλειας», δηλαδή δεν έχουν πάντα φαγητό στο τραπέζι, δεν ξέρουν πότε θα είναι το επόμενο γεύμα τους και δεν μπορούν να τραφούν υγιεινά. Η ιστορία της είναι μία από τις πολλές που παρουσιάζει το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Μια θέση στο τραπέζι», αμφισβητώντας τις θεωρίες για το ποιος πεινάει σήμερα στις ΗΠΑ και γιατί.
«Η επικρατούσα αντίληψη είναι ότι μια μικρή περιθωριοποιημένη ομάδα ανθρώπων βρίσκεται αντιμέτωπη με την πείνα», λέει η παραγωγός και σκηνοθέτις Λόρι Σίλβερμπους. «Αλλά σε αυτή τη φάση μιλάμε για 50 εκατομμύρια ψυχές». Τις περισσότερες φορές σχετίζουμε την πείνα με εικόνες μικρών σκελετωμένων παιδιών στις φτωχές ή τις αναπτυσσόμενες χώρες», λέει η Σίλβερμπους. Αλλά δεν είναι έτσι. Σε 50 εκατομμύρια υπολογίζονται οι Αμερικανοί που δεν μπορούν να αγοράζουν τα απαραίτητα τρόφιμα και πολλοί από αυτούς ντρέπονται να το παραδεχθούν, με τους ειδικούς να προειδοποιούν ότι η νεότερη γενιά ζει πιο δύσκολα και θα πεθάνει πιο γρήγορα από την προηγούμενη.
Στο ντοκιμαντέρ «πρωταγωνιστούν» άνθρωποι από πολλές γωνιές των ΗΠΑ, πολλοί εργαζόμενοι σε τακτικές δουλειές: ένας αστυνομικός, μια δασκάλα, ένας αγρότης, μια υπάλληλος κοινωνικών υπηρεσιών και μικρά παιδιά, όπως η Τρεμόνικα, ένα κοριτσάκι της δευτέρας δημοτικού από το Δέλτα του Μισισιπή, που υποφέρει και από πείνα κι από παχυσαρκία, αφού η οικογένειά της δεν έχει την πολυτέλεια να αγοράσει φρέσκα τρόφιμα.
Μια μητέρα δύο παιδιών από τη Φιλαδέλφεια, η Μπάρμπι, ταξιδεύει δύο ώρες με το λεωφορείο για να βρει πιο φθηνό σουπερμάρκετ, καθώς παρ' όλο που έχει πλήρη απασχόληση, τα λεφτά δεν φτάνουν και συχνά αναγκάζεται να δώσει στα παιδιά της προμαγειρεμένα μικρά γεύματα, γαριδάκια ή κονσέρβες, αγορασμένα με κουπόνια.
«Παλεύω να βάλω φαγητό στο τραπέζι κάθε ημέρα», λέει. «Είναι πολύ δύσκολο να ενταχθείς στα προγράμματα βοήθειας. Ετσι είτε θα πεθαίνεις από την πείνα είτε δεν θα έχεις καθόλου βοήθεια. Πώς όμως ορίζεται το «λιμοκτονώ»; Εάν δεν έχεις φάει μία ημέρα, λιμοκτονείς; Σύμφωνα με τους κανόνες του προγράμματος, όχι. Αλλά για σένα και κυρίως για τα παιδιά, φυσικά ναι.
Μου δίνουν κουπόνια φαγητού τώρα, αλλά φτάνουν μόνο για δύο εβδομάδες τον μήνα. Γι' αυτό και την περασμένη εβδομάδα ήμουν σε απόγνωση».
Ο λόγος που ο κόσμος πεινάει, λένε οι ειδικοί, δεν οφείλεται στην έλλειψη τροφίμων, αλλά στη φτώχεια, γι' αυτό και ένα στα δύο παιδιά στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε κάποια στιγμή της ζωής του, επιζεί με τη βοήθεια επιδομάτων.
«Δεν έχω πάρει αύξηση εδώ και τέσσερα χρόνια. Και το ποσό που ξόδευα μέχρι τώρα κάθε μήνα για αγορά τροφίμων φτάνει πλέον μόνο για δύο εβδομάδες», λέει ένας αστυνομικός στο ντοκιμαντέρ και η έρευνα που έκαναν δύο μέλη του Κογκρέσου επιβεβαιώνει πλήρως τα λεγόμενά του. Εκπρόσωπος της Μασαχουσέτης στην ομοσπονδιακή Βουλή, ο Τζέιμς Μακ Γκόβερν, προσπάθησε να τα βγάλει πέρα για μία εβδομάδα με τα κουπόνια για αγορά τροφίμων που δίνει το κράτος ως βοήθεια σε όσους πληρούν τα κριτήρια της φτώχειας. Για μια τριμελή οικογένεια, για παράδειγμα, δεν θα πρέπει το εισόδημα να ξεπερνά τα 24.000 δολάρια ετησίως.
«Τα κουπόνια για την αγορά τροφίμων είναι 3 δολάρια την ημέρα… Υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να επιζήσουν με αυτό το ποσό… και αυτό είναι αδύνατο», λέει ο Μακ Γκόβερν. «Δοκίμασα να ζήσω με κουπόνια για μία εβδομάδα, μαζί με μια βουλευτή από το Μιζούρι, για να δω εάν το πρόγραμμα είναι επαρκές. Οι περισσότεροι συνάδελφοί μου δεν είχαν ιδέα ότι τα κουπόνια είναι τρία δολάρια την ημέρα. Πήγα σε ένα σουπερμάρκετ και πέρασα εκεί ώρες, μετρώντας και την τελευταία δεκάρα. Κουράστηκα, έφτασα στα όρια της απελπισίας. Δεν μπορούσα να αγοράσω ούτε καφέ, γιατί ο καφές ήταν πολύ ακριβός. Και να σκεφτείτε ότι υπάρχουν οικογένειες που προσπαθούν να επιζήσουν με αυτά τα κουπόνια, ενώ στην πραγματικότητα αυτό είναι αδύνατον. Για εμάς ήταν μια «άσκηση» που διήρκεσε μόνο μία εβδομάδα. Για εκατομμύρια άλλους ανθρώπους, αυτή είναι η καθημερινή ζωή τους. Κάθε ημέρα είναι ένας αγώνας για να εξασφαλίσουν τρόφιμα».
Ο ένας μετά τον άλλον, παιδιά, ενήλικες, επιστήμονες, πολιτικοί περιγράφουν στο ντοκιμαντέρ την καθημερινή άνιση πάλη 50 εκατομμυρίων Αμερικανών, με ουσιαστική βοήθεια μόνο από τη φιλανθρωπία – μια λύση όμως προσωρινή, για σήμερα, για αύριο, για άλλη μία εβδομάδα. Είναι αυτό που οι οργανώσεις ονομάζουν «φαγητό έκτακτης ανάγκης», το οποίο όμως έχει εξελιχθεί πλέον σε μια χρόνια χρήση ενός διαλυμένου συστήματος που αδυνατεί ή δεν θέλει να δώσει λύσεις.
«Ο κόσμος ντρέπεται να το παραδεχτεί, αλλά η πείνα είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα, που συνεχώς επιδεινώνεται», λέει ο ηθοποιός Τζεφ Μπρίτζες που συμμετέχει στο ντοκιμαντέρ. «Η φιλανθρωπία είναι σπουδαία υπόθεση, αλλά δεν είναι ο τρόπος για να εξαλείψεις την πείνα. Δεν χρηματοδοτούμε το υπουργείο Αμυνας με φιλανθρωπίες! Δεν θα έπρεπε, λοιπόν, τα παιδιά μας να επιζούν μέσω της φιλανθρωπίας. Στη δική μας χώρα, την πιο πλούσια στον κόσμο, θα έπρεπε να φροντίζουμε τα παιδιά μας. Στ' αλήθεια, πρόκειται για πράξη πατριωτισμού. Εάν μια άλλη χώρα το έκανε αυτό στα παιδιά μας, θα της είχαμε κηρύξει τον πόλεμο».