Του Δημήτρη Σ. Φαναριώτη
Περιδιαβαίνοντας τα παράλια του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη, σε απόσταση 2-3 χιλιομέτρων από το «άλλο» κομμάτι της παραλίας όπου κυριαρχούν οι υπερπολυτελείς βίλες, τα γιοτ και οι μπουτίκ που πωλούν επώνυμα ρούχα και αξεσουάρ, ζει η άλλη, «φτωχή» Τουρκία. Αυτή που δεν έχει ωφεληθεί καθόλου από την εκρηκτική ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας.
Ετσι πίσω από το λαμπερό εμπορικό κέντρο του πάρκου Ιστινίγε συνυπάρχουν οι παράγκες των Τούρκων, οι οποίοι ήρθαν από την επαρχία αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στη μεγαλούπολη των 14 εκατομμυρίων.
Η ραγδαία ανάπτυξη πυροδοτεί την ανισομέρεια, εκτιμά ο Σινάν Ουλγκέν από το Κέντρο Οικονομικής και Εξωτερικής Πολιτικής. Παράλληλα η ανισότητα διχάζει την κοινωνία, ειδικά σε ό,τι αφορά ζητήματα όπως τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη θρησκεία.
Η Τουρκία, η οποία την τελευταία δεκαετία πέτυχε ραγδαία ανάπτυξη με τον ρυθμό να αγγίζει το 2011 το 8,5%, κατέστη ένα μικρό οικονομικό και διπλωματικό «θαύμα», μια ισλαμικού τύπου Δημοκρατία η οποία συνενώνει την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.
Δυστυχώς όμως καθ΄ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας αυτής το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών δεν μειώθηκε. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 20% του πληθυσμού των 74 εκατομμυρίων κατέχει το 50% του εθνικού εισοδήματος, ενώ το φτωχότερο 20% μόλις το 6%.
Η γειτονική μας χώρα άλλωστε μόνο τυχαία δεν βρίσκεται στην τρίτη θέση μεταξύ των 34 χωρών του ΟΟΣΑ αναφορικά με την ανισομερή κατανομή εισοδήματος στον πληθυσμό. Κι αυτό παρά τον γεγονός ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης μεταξύ 2007-2011 ήταν 3,5% τόσο λόγω της κατανάλωσης αγαθών όσο και της οικοδομικής δραστηριότητας.
Οι διεθνείς αναλυτές πιστεύουν ότι η ανισότητα οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο διάτρητο φορολογικό σύστημα, το οποίο εισπράττει τα δύο τρίτα των εισοδημάτων από έμμεσους φόρους, όπως το 18% που έχει επιβληθεί στα περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες, αντί να τα εισπράττει μέσω άμεσης φορολόγησης, όπως για παράδειγμα μέσω του φόρου εισοδήματος, ο οποίος, εάν τροποποιηθεί, μπορεί να οδηγήσει στην είσπραξη υψηλότερων φόρων από τους έχοντες.
Αντιθέτως ο φόρος για τα ρούχα και το χαβιάρι είναι μόλις 8%, ενώ για ορισμένους πολύτιμους λίθους είναι μηδενικός !
Ενα ακόμη πρόβλημα, που πυροδοτεί τη συνέχιση της ανισότητας, είναι τα περιορισμένα δικαιώματα των εργατικών συνδικάτων και οι φραγμοί στις γυναίκες που αναζητούν δουλειά στην παραδοσιακή μουσουλμανική κοινωνία. Παράλληλα η ανεργία παραμένει υψηλή, κινούμενη μεταξύ 8 και 9%.
«Αυτό το οποίο λείπει από τη χώρα», πιστεύει ο διακεκριμένος Τούρκος οικονομολόγος Μουσταφά Σομνέζ, «είναι το κοινωνικό κράτος, καθώς οι φόροι εισπράττονται κυρίως από τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Για την ισομερή κατανομή του εισοδήματος χρειάζεσαι ισχυρά εργατικά συνδικάτα, αλλά τα δικαιώματά του έχουν καρατομηθεί από τον Σεπτέμβριο του 1980.
Ετσι οι εργάτες δεν μπορούν να εκφράσουν τη γνώμη τους για τη φορολογία». Διόλου παράξενο λοιπόν που το 16% της τουρκικής κοινωνίας ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.
Την ίδια ώρα οι γυναίκες παραμένουν ο πιο ευάλωτος κρίκος της κοινωνίας, καθώς δύσκολα βρίσκουν δουλειά, ενώ το οικογενειακό περιβάλλον βλέπει με κακό μάτι, στις περισσότερες περιπτώσεις, τη μόρφωσή τους σε ανώτατα ιδρύματα.
Ποιο είναι το συμπέρασμα που εξάγεται από τα παραπάνω;
Οτι το κυβερνών κόμμα AKP μπορεί προς το παρόν να έχει «γλιτώσει» τις «σφαίρες» της ανισότητας, ωστόσο οι επικριτές της κυβερνητικής πολιτικής πιστεύουν ότι η ανισότητα μπορεί να εξελιχθεί σε μείζον πρόβλημα για την κυβέρνηση Ερντογάν, εάν αυτή δεν επενδύσει περισσότερα στην εκπαίδευση, τη γεωργία και την περαιτέρω βιομηχανοποίηση της χώρας προκειμένου να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, κυρίως για τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα του πληθυσμού.