Pin It

Ολα αυτά παραλίγο να αλλάξουν το 2008, μετά το σοκ των subprime στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ. Θυμάται άραγε κανείς πια τις «κορόνες» του Γκόρντον Μπράουν, της Ανγκελα Μέρκελ, του Νικολά Σαρκοζί και του Μπαράκ Οµπάµα για την ανάγκη επιβολής ενός νέου, πιο ελεγχόμενου, πιο «κεϊνσιανού» διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος, τους πρώτους μήνες της κρίσης; Ακόμη και για κατάργηση του «αμαρτωλού» ΔΝΤ έφτασαν να μιλούν οι μεγάλοι ηγέτες του πλανήτη μετά το σοκ της Lehman Brothers.

 

Σύντομα όμως ξέχασαν τις εξαγγελίες τους και οι ίδιοι. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τη μετέπειτα συµπεριφορά των κρατών τους, που συνίσταται στην πλήρη εξυπηρέτηση των τραπεζικών και άλλων ολιγοπωλίων σε βάρος των πολιτών τους. Πού καιρός τώρα για εποπτικά όργανα, δίκαιη φορολόγηση, αναπτυξιακά κίνητρα, φόρους Τόμπιν και άλλα τέτοια ουτοπικά…

 

Η περίπτωση του Οµπάμα είναι πολύ χαρακτηριστική: ενώ εξελέγη υποσχόμενος να καθαρίσει την «κόπρο του Αυγείου» στη Wall Street, γρήγορα φάνηκε ότι δούλευε πρωτίστως για λογαριασμό της -επιτρέποντας τη συνέχιση της τραγωδίας εκατομμυρίων Αμερικανών πρώην «νοικοκυραίων», που από τη µια μέρα στην άλλη έχασαν τα σπίτια τους- αλλά και τη χορήγηση των ληστρικών µπόνους στα ένοχα για την κρίση στελέχη των τραπεζών και των hedge funds.

 

Και δεν είναι μόνον η Αμερική. Οπου και να κοιτάξει κάποιος στον αναπτυγμένο κόσμο, το φάρμακο «διά πάσαν νόσον»: η αυστηρή λιτότητα, η καταπολέμηση των ελλειμμάτων και φυσικά η συγκράτηση του πληθωρισμού. Τίποτε δεν κατάλαβαν από την κρίση. «Οι πολιτικοί µας κάνουν τα ίδια ακριβώς λάθη που έκαναν και στη δεκαετία του 1930 – το “λάθος του Χούβερ” ξανά και ξανά», έγραψε µε γνήσια απόγνωση ο Πολ Κρούγκμαν.

 

Και εκεί ακριβώς έγκειται το πρόβλημα. Ποιος ασχολείται σήμερα µε τις υποσχέσεις των πολιτικών και των διορισμένων τεχνοκρατών; Στα διοικητικά συμβούλια κρίνονται χρόνια τώρα οι εξελίξεις, όχι στα κοινοβούλια, ούτε στις πολυτελείς διεθνείς συνόδους. Εδώ και δεκαετίες όλοι υποπτεύονταν ότι η άνευ ορίων παγκοσμιοποίηση θα οδηγούσε στη συρρίκνωση της πολιτικής, και ιδιαίτερα της εθνικής πολιτικής, στο πλαίσιο του μοντέλου του έθνους-κράτους όπως αυτό επικράτησε από τον 19ο αιώνα ώς σήμερα.

 

Η κρίση όμως του 2008, και ιδίως η συντονισμένη πρεµούρα µε την οποία σύσσωμη η διεθνής πολιτική ηγεσία έσπευσε να «διασώσει» τις τράπεζες από τα τοξικά τους «βαρίδια», φορτώνοντας τη λυπητερή στον λαιμό όχι µόνο των σημερινών εργαζομένων αλλά και των παιδιών τους, κατέδειξε την οριστική επικράτηση της οικονομικής σφαίρας πάνω στην πολιτική. Ζούμε την πλήρη αντιστροφή του μοντέλου του κρατικού καπιταλισμού, όπου οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις υποτάσσονταν στο εθνικό συµφέρον.

 

Τα «παιδιά από το Σικάγο»

 

Οι κυβερνήσεις πέφτουν, αλλά η λιτότητα μένει. Σαν τους κομπογιαννίτες γιατρούς του Μεσαίωνα, οι ηγέτες ξέρουν µόνο έναν τρόπο για να «γιατρέψουν» τους ασθενείς: τη συνεχή αφαίμαξη. Αν ο ασθενής είναι σκληροτράχηλος και επιζήσει, θριαμβολογούν για τη σοφία της συνταγής. Αν πεθάνει στο άνθος της ηλικίας του, τότε σίγουρα δεν φταίνε αυτοί, αλλά ο Θεός και η κακή του μοίρα… Τι κι αν λοιπόν εκατομμύρια άνθρωποι βρέθηκαν εκτός αγοράς εργασίας, στο πλαίσιο αυτής της σχιζοφρενικής «jobless recovery», της ανάκαμψης χωρίς δουλειές; Τι κι αν η έλλειψη οικονομικής προοπτικής «χαντακώνει» τα σχέδια ανάκαμψης της κάθε χώρας ξεχωριστά και όλων μαζί και, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, οδηγεί αναπόδραστα σε νέες κρίσεις; Οι τράπεζες να είναι καλά…

 

Ας δούμε την κατάσταση κατάµατα: μέσα από τις πολιτικές του ΔΝΤ και των παρατρεχάμενων πολιτικών «ηγεσιών», οι νεοφιλελεύθερες μονεταριστικές ιδέες του Μίλτον Φρίντµαν και του δασκάλου του, Φρίντριχ φον Χάγεκ, θριαμβεύουν – και ας ξέρει όλος ο κόσμος ότι αυτές ακριβώς οι άκαμπτες, ανηλεείς ιδέες, µε την εμμονή τους στην υποτιθέμενη θαυματουργή «αυτορρύθμιση» των απελευθερωμένων από κάθε θεσμικό καπίστρι αγορών και την αριθμολαγνική σχεδόν αδιαφορία τους για τις κοινωνικές επιπτώσεις, ευθύνονται για τη σημερινή στασιμότητα, αλλά και για όσα δεινά θα ακολουθήσουν.

 

Βέβαια τα ανά τον κόσμο «παιδιά από το Σικάγο» έχουν ένα πρόβλημα: οι ιδέες τους αρέσουν πολύ στους κρατούντες και ιδιαίτερα στους κατόχους παχυλών τραπεζικών λογαριασμών, κατά προτίμηση υπεράκτιων – αλλά δεν μπόρεσαν ποτέ και πουθενά να επιβληθούν µε δημοκρατικό τρόπο. Καλώς ή κακώς, οι λαοί δεν αντέχουν τη συνεχή οικονομική αφαίμαξη, τη «δομικά» υψηλή ανεργία και τη μόνιμη ανασφάλεια που προκαλεί το συστηματικό γκρέμισμα των δικτύων ασφαλείας του κράτους Πρόνοιας. Πάνω απ’ όλα, δεν αντέχουν την προκλητική ανισότητα – τις οχυρωμένες νησίδες πλούτου των ολίγων εν µέσω γενικευμένης ανέχειας και αβεβαιότητας των πολλών. Γι' αυτό και οι πολιτικές αυτές πάντα προωθούνται μέσα από το δόγμα των διαδοχικών σοκ: μόνον έτσι μπορεί να επιβληθεί ο καπιταλισμός-ζόµπι, ο καπιταλισμός της καταστροφής.

 

Τα διαδοχικά σοκ όμως ύφαναν την αόρατη γραμμή αγανάκτησης που συνδέει την Ταχρίρ µε το Σύνταγμα, την Πλάθα ντελ Σολ µε το Ουισκόνσιν, το Μπρίξτον µε το Μπανγκλαντές και τα banlieues του Παρισιού. ∆εν είναι ζήτημα ιδεολογίας αλλά τσέπης ο αργός αλλά σταθερός ξεσηκωμός των αδικημένων «νοικοκυραίων» και των παιδιών τους, που χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους.

 

Απογοητευμένοι από την πολιτική, εκτοπισμένοι από την οικονομία, εκατομμύρια νυν ή εν δυνάμει νεόπτωχοι αναζητούν ενστικτωδώς μια διέξοδο έξω από την καθεστηκυία τάξη των καρτέλ αναζητούν, επιτέλους, την επιστροφή στα διδάγματα της πολιτικής οικονομίας, που ξεχάστηκαν θαρρείς μέσα στον ορυμαγδό των αγορών.

 

Γιώργος Τσιάρας

 

Scroll to top