Με στήριξη από την ΚΑΠ, η τεράστια έλλειψη ζωοτροφών στην εγχώρια αγορά επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με την ντόπια παραγωγή κτηνοτροφικών φυτών υψηλής ποιότητας
Συνδυάζει οφέλη οικονομικά και περιβαλλοντικά. Εχει τη στήριξη της Πολιτείας και «επιβάλλεται» από την αναθεωρημένη Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Πρόκειται για μια καλλιέργεια με πολλές προοπτικές, εκείνη των ψυχανθών, δηλαδή φυτικών ειδών όπως βίκος, κτηνοτροφικά κουκιά, λούπινα, τριφύλλι, μηδική (πολυετές τριφύλλι) κ.ά. Προϊόντα που έχουν χαρακτηριστεί και «σιτιστές της κτηνοτροφίας».
Οι υπό διαμόρφωση συνθήκες, μάλιστα, ευνοούν την πλήρη απορρόφηση αυτών των προϊόντων. Σήμερα, η τεράστια έλλειψη ζωοτροφών στην εγχώρια αγορά επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με την ντόπια παραγωγή κτηνοτροφικών φυτών υψηλής ποιότητας, έναντι της εισαγωγής λευκωματούχων ζωοτροφών, όπως η σόγια.
«Θέλουμε να αλλάξουμε τον χάρτη σχετικά με την παραγωγή των ψυχανθών, ώστε να έχουμε και ζωοτροφές και θετικά αποτελέσματα στον παραγωγό και στο περιβάλλον» λέει στην «Εφ.Συν.» ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων Μόσχος Κορασίδης. Ηδη το ΥπΑΑ&Τ έχει προχωρήσει στην ενίσχυση με επιπλέον 5 ευρώ/στρέμμα στην επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης Πετρελαίου προς όσους ασχολούνται με την παραγωγή σπόρων ψυχανθών, ενώ το 2012 κατεβλήθησαν 6 ευρώ/στρέμμα παραπάνω μέσω του ΕΦΚ Πετρελαιοειδών σε παραγωγούς ψυχανθών ή οσπρίων.
Επιπλέον, τα ψυχανθή αποκτούν «ξεχωριστή» θέση με τη νέα ΚΑΠ, καθώς ικανοποιούν τον κανόνα του «πρασινίσματος», επιτρέποντας στον παραγωγό να λάβει τις άμεσες ενισχύσεις που προβλέπονται. Παράλληλα, δύνανται να βελτιώσουν τη γονιμότητα του καλλιεργούμενου εδάφους. Σε ενδεχόμενη συγκαλλιέργεια, π.χ. κριθάρι και βίκο, υπάρχει η δυνατότητα να επιτευχθεί άριστης ποιότητας ενσίρωμα, δηλαδή διατήρηση του προϊόντος, αλλά και βελτίωση της θρεπτικής του αξίας για χρήση ως ζωοτροφής. Ακόμη, σε αντίθεση με τη μονοκαλλιέργεια κριθαριού, δίνεται η δυνατότητα στον γεωργό να αποφύγει τη χρήση αζωτούχων λιπασμάτων, των οποίων η μακροχρόνια χρήση οδηγεί σε υποβάθμιση του εδάφους. Επομένως το όφελος είναι διττό: ο παραγωγός μπορεί να επενδύσει σε μια κερδοφόρα καλλιέργεια, αποφεύγοντας άλλου είδους έξοδα.
«Η καλλιέργεια των ψυχανθών έρχεται όχι μόνο ως μια καλλιέργεια η οποία θα δώσει βελτίωση στη γονιμότητα των εδαφών της ελληνικής υπαίθρου, αλλά θα προσφέρει και τη δυνατότητα ευκολότερης είσπραξης των ενισχύσεων από τους παραγωγούς», επιβεβαιώνει ο κ. Κορασίδης, δίνοντας ένα επιπλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Καλλιεργώντας βίκο και κριθάρι μπορείς να παίρνεις πολύ μεγαλύτερες ποσότητες κριθαριού την επόμενη χρονιά απλά και μόνο επειδή καλλιέργησες βίκο. Είναι κάτι ολοκληρωμένο, πρέπει να δεις συνολικά τι σου εξασφαλίζει αυτή η εναλλαγή καλλιεργειών, όπου στην αμειψισπορά συμμετέχουν τα ψυχανθή».
Το κόστος παραγωγής για τα ψυχανθή είναι χαμηλό και μπορούν να καλλιεργηθούν σε ξηρικά και φτωχά εδάφη. Στο εξωτερικό, επιτυχές παράδειγμα αποτελούν τα λούπινα, όπου στην Αυστραλία, πέρα από τη χρήση τους σε ζωοτροφές, αποτελούν συστατικό αρτοσκευασμάτων και δημητριακών πρωινού. Η πρωτεΐνη που περιέχουν αγγίζει το 40%, και από πολλούς έχουν χαρακτηριστεί ο «μελλοντικός αντικαταστάτης της σόγιας». Σύμφωνα με παραδείγματα του εξωτερικού, το καθαρό κέρδος από την παραγωγή λούπινων εκτιμάται στα 200-400 ευρώ/στρέμμα.
Στην Ελλάδα προτείνονται και πιο παραδοσιακές καλλιέργειες. «Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την καλλιέργεια της μηδικής, που είναι ένα πολυετές ψυχανθές, διάρκειας 5-6 χρόνων και δίνει πολύ καλής ποιότητας ζωοτροφή. Εκεί υπάρχουν περιθώρια με τη μεταποίησή της να κάνουμε και εξαγωγές», επισημαίνει ο κ. Κορασίδης.
Σε μία μη απαιτητική καλλιέργεια, το μεγάλο μυστικό βρίσκεται στη συμβολαιακή γεωργία. «Επειδή αυξάνεται η ζήτηση στις φυτικές λευκωματούχες πρωτεΐνες, τα ψυχανθή μπορούν να ευδοκιμήσουν μέσω της συμβολαιακής γεωργίας, ανάμεσα στον παραγωγό της φυτικής παραγωγής και τον καταναλωτή – κτηνοτρόφο της ζωικής παραγωγής» τονίζει ο κ. Κορασίδης.
Στέργιος Ζιαμπάκας