16/04/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Φούσκα» 14 ετών

      Pin It

Ενα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της Μεταπολίτευσης, που εκτυλίχθηκε το καλοκαίρι του 1999 με επίκεντρο το Χρηματιστήριο, παραμένει ατιμώρητο. Μόλις χθες κάθισαν στο εδώλιο 43 άτομα (γνωστοί επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες εισηγμένων, χρηματιστές, τραπεζικά στελέχη, μεσάζοντες κ.ά.)

 

Της Κατερίνας Κατή

 

Πολιτογραφήθηκε ως η «υπόθεση με τις μετοχές-φούσκες» και υπήρξε ο «καμβάς» ενός από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της Μεταπολίτευσης, στον «βωμό» του οποίου θυσιάστηκαν οι κόποι μιας ζωής εκατοντάδων χιλιάδων επενδυτών. Ανθρώπων που παγιδεύτηκαν στην παραίσθηση του γρήγορου πλουτισμού κι έγιναν βορά στην αριστοτεχνική «μπίζνα» που εκτυλίχθηκε το καλοκαίρι του 1999 με επίκεντρο το Χρηματιστήριο Αθηνών.

 

Ως ενορχηστρωτές της κομπίνας φέρονται αστέρες από τον οικονομικό-επιχειρηματικό κόσμο, οι οποίοι με αρωγό πολιτικές, οικονομικές, αλλά και δημοσιογραφικές «δυνάμεις» που διαφήμιζαν ολημερίς το «σύγχρονο όνειρο», κατάφεραν -κατά την κατηγορία- να εξαπατήσουν το ευρύ επενδυτικό κοινό δημιουργώντας τότε παραπλανητική εικόνα για την πορεία των μετοχών, την τιμή και την εμπορευσιμότητά τους.

 

Από τότε έχουν περάσει δεκατέσσερα χρόνια. Και μόλις χθες, κι αφού προηγήθηκαν άλλες δίκες για χειραγώγηση και η επιβολή περιορισμένων σε σχέση με τη δυναμική της υπόθεσης ποινών φυλάκισης, η δικογραφία με τις μετοχές-φούσκες στο Χρηματιστήριο έφτασε -μετά από επανεξέταση- στο εδώλιο.

 

Στην υπόθεση που εκφωνήθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθήνας (και διέκοψε για τις 24 του μήνα), κατηγορούνται 43 άτομα, ανάμεσα στα οποία γνωστοί επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες εισηγμένων, χρηματιστές, τραπεζικά στελέχη, μεσάζοντες και άλλοι. Το εδώλιο ήταν μονόδρομος και για τους 43 μετά την απόρριψη από τον Αρειο Πάγο της αναίρεσης που είχε ασκήσει ο εκ των κατηγορουμένων Παν. Κονταλέξης κατά του εφετειακού βουλεύματος. Τα αδικήματα για τα οποία καλούνται να λογοδοτήσουν, κατά περίπτωση, οι κατηγορούμενοι είναι βαρύτατα και αφορούν «απάτη, ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, υπεξαίρεση (ύψους 57 εκατομμυρίων ευρώ) και παραβίαση χρηματιστηριακής νομοθεσίας» καθώς και «άμεση συνέργεια» στα προηγούμενα.

 

Το χρονικό

 

Υπενθυμίζεται ότι μετά την άσκηση των ποινικών διώξεων, το 2000, η δικογραφία είχε περάσει στα χέρια τής τότε ανακρίτριας Κωνσταντίνας Μπουρμπούλια και με αποφάσεις δικαστικών συμβουλίων η υπόθεση είχε καταπέσει σε πλημμεληματικό βαθμό.

 

Από τότε που ξέσπασε το σκάνδαλο μέχρι σήμερα, κάποιοι προφυλακίστηκαν για να ξαναβγούν λίγες μέρες αργότερα, ακόμη πιο πολλοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με βαριές κατηγορίες και οι περισσότεροι εξασφάλισαν από ένα απαλλακτικό βούλευμα, αφού οι «φούσκες» εύκολα δημιουργούνται αλλά… πολύ δύσκολα αποδεικνύονται.

 

Οι επιμέρους δικογραφίες (πάνω από 20, με δεκάδες κατηγορουμένους) έκλεισαν είτε με τυπικές κλήσεις είτε με παραπομπές για πλημμέλημα.

 

Εντεκα μεγαλοεπιχειρηματίες και χρηματιστές της δικογραφίας με τις μετοχές-φούσκες κρίθηκαν όλοι αθώοι για το πλημμέλημα της χειραγώγησης μετοχών. Πρωτόδικα είχαν καταδικαστεί σε ποινές φυλάκισης από 3 έως 5 χρόνια…

 

Το Εφετείο είχε κρίνει ότι «δεν αποδείχτηκε πως το σύστημα πώλησης των μετοχών με τη μέθοδο των πακέτων αύξησε τη ζήτηση και την προσφορά. Επιπλέον δεν αποδείχτηκε δόλος των κατηγορουμένων».

 

Η ίδια η κ. Μπουρμπούλια, που ενεπλάκη στο παραδικαστικό, κατηγορήθηκε ότι είχε ευνοήσει κάποιους από τους κατηγορουμένους για την υπόθεση του χρηματιστηρίου.

 

Κατάχρηση εξουσίας

 

Επειτα από πολλά χρόνια μάλιστα, τον περσινό Ιούλιο, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων τής επέβαλε κάθειρξη δώδεκα ετών για την υπόθεση των μετοχών-φούσκα του Χρηματιστηρίου κατά τη διετία 1999-2000 κρίνοντάς την ένοχη για κατάχρηση εξουσίας και «ξέπλυμα» βρόμικου χρήματος, καθώς, με βάση το κατηγορητήριο, δωροδοκήθηκε προκειμένου να μην ασκήσει δίωξη σε βαθμό κακουργήματος σε βάρος των υπευθύνων της εταιρείας «Σ. ΣΙΓΑΛΑΣ ΑΤΕ» που φέρονται να εξαπάτησαν επενδυτές του Χρηματιστηρίου.

 

Για την ίδια υπόθεση δικαστήριο επέβαλε ποινές με ανασταλτικό χαρακτήρα σε ακόμη δέκα άτομα, μεταξύ των οποίων οι επιχειρηματίες Τρύφων Αποστολόπουλος και Παναγιώτης Πανούσης.

 

Η αποκάλυψη της εμπλοκής όμως τής τότε ανακρίτριας είχε δώσει και το έναυσμα για την επανεξέταση της υπόθεσης, η οποία άνοιξε τελικά ξανά το 2006, όταν ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Χαράλαμπος Λακαφώσης ζήτησε τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων συγκεκριμένων προσώπων.

 

Αρχικά παραπέμφθηκαν 67 άτομα για αδικήματα, όπως απάτη, υπεξαίρεση, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα. Τελικά, με ένα βούλευμα 900 σελίδων απορρίφθηκαν οι εφέσεις των κατηγορουμένων και η υπόθεση έφτασε στο ακροατήριο.

 

Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο βούλευμα, το οποίο υιοθετεί την πρόταση του εισαγγελέα Εφετών Ι. Λιακόπουλου: «Σκοπός των κατηγορουμένων ήταν με τη δημοσίευση και τη διάδοση ανακριβών και παραπλανητικών πληροφοριών προς το επενδυτικό κοινό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος. Προηγουμένως, πέτυχαν να πλήξουν την ακρίβεια και την αντικειμενικότητα των πληροφοριών της χρηματιστηριακής αγοράς, καθώς οι καταχωρημένες στους πίνακες τιμές των μετοχών αλλά και άλλοι συναλλασσόμενοι που δεν γνώριζαν τις μεθοδεύσεις, θεωρούσαν τις ανακοινωθείσες τιμές ως αντιπροσωπευτικές της πραγματικής αξίας των μετοχών».

 

Παράλληλα, τα μέλη του συμβουλίου επισημαίνουν τις «σοβαρότατες αδυναμίες στην οργάνωση των χρηματιστηριακών εταιρειών και τον εσωτερικό τους έλεγχο», ενώ διαπιστώνουν ότι «οι διαβεβαιώσεις για προτάσεις ξένων επενδυτών ήταν αναληθείς αφού αποδείχτηκε πως αγοραστές δεν ήταν στην πλειοψηφία τους ξένοι θεσμικοί επενδυτές αλλά ιδιώτες και υπεράκτιες εταιρείες». Περιγράφοντας την εξαπάτηση του επενδυτικού κοινού από συγκεκριμένους κατηγορούμενους, αναφέρουν:

 

«Σύμφωνα πάντοτε με τις ίδιες παραδοχές των ελεγκτών, σε κάθε περίπτωση με τις ενέργειές τους αυτές εξαπατήθηκε το επενδυτικό κοινό που αγόραζε τις μετοχές σε τιμές που με τεχνάσματα διαμορφώνονταν σε υψηλότερα επίπεδα στη χρηματιστηριακή αγορά και τελικά οδήγησαν σε απαξίωση της μετοχής και απώλεια μεγάλων χρηματικών ποσών από το ευρύτερο επενδυτικό κοινό, ενώ οι ίδιοι καρπώθηκαν παράνομα ιδιαίτερα μεγάλα χρηματικά ποσά».

 

Εάν, κατά τους δικαστές, «το επενδυτικό κοινό γνώριζε την εξωχρηματιστηριακή τιμή της μετοχής, ασφαλώς δεν θα προέβαινε σε αγορές σε τιμές μεγαλύτερες του 50% της χρηματιστηριακής αξίας».

 

Μεταξύ των κατηγορουμένων είναι οι: Παναγιώτης Κονταλέξης, χρηματιστής, Γεώργιος Μπατατούδης, μέτοχος της Ιντερσατ, Παναγιώτης Πανούσης, μέτοχος της Αττικατ, Κωνσταντίνος Στέγγος της Τεχνικής Ολυμπιακής, Δημήτριος Ράνιος, χρηματιστής, Ηλίας Μπογδάνος της Active Επενδυτικής.

 

 

Scroll to top