Της Μαργαρίτας Βεργολιά
Ιστορική δικαίωση ή διπλωματική αναγκαιότητα σε μια κρίσιμη συγκυρία στη Μέση Ανατολή;
Ακριβώς 65 χρόνια αφότου ο ΟΗΕ υιοθέτησε, με την αρνητική ψήφο των Αράβων, το σχέδιο διαμελισμού της Παλαιστίνης σε δύο ανεξάρτητα κράτη -ένα αραβικό κι ένα εβραϊκό- η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ενέκρινε χθες, κατά πλειοψηφία, την αναβάθμιση της παλαιστινιακής εκπροσώπησης στον διεθνή οργανισμό.
Εφεξής -παρά το εκκωφαντικό αμερικανικό και ισραηλινό «όχι»- η Παλαιστίνη, από «οντότητα-παρατηρητής» ανεβαίνει στην ίδια βαθμίδα με το Βατικανό, ως «κράτος μη μέλος-παρατηρητής».
Τυπικά, αυτό σημαίνει ότι απέχει αρκετά -και κατά ορισμένους από σήμερα ακόμη περισσότερο- από την αναγνώρισή της ως πλήρους μέλους του ΟΗΕ (η σχετική υποψηφιότητα που κατέθεσε τον Σεπτέμβριο του 2011 ο Παλαιστίνιος πρόεδρος Μαχμούντ Αμπάς «δυναμιτίστηκε» στο Συμβούλιο Ασφαλείας από την απειλή του αμερικανικού βέτο).
Ωστόσο, μετά τη χθεσινή απόφαση αναμένεται να ενισχυθεί η θέση της Παλαιστινιακής Αρχής στη διεθνή σκηνή, καθώς ανοίγει πλέον ο δρόμος για τη συμμετοχή της τόσο στις συνελεύσεις του ΟΗΕ, όσο και σε όργανα του διεθνούς οργανισμού.
Πρώτο εξ αυτών, από πλευράς πολιτικής σπουδαιότητας, είναι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC), αρμόδιο, μεταξύ άλλων, να αποφανθεί για το κατά πόσον η δημογραφική αλλοίωση στην κατεχόμενη Δυτική Οχθη και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, με τη συνεχιζόμενη επέκταση των εβραϊκών οικισμών, συνιστά παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου…
Με φόντο το ρευστό γεωπολιτικό σκηνικό στη Μέση Ανατολή, η προοπτική αλλαγής των όρων του παιχνιδιού στο παλαιστινιακό ζήτημα, σε συνδυασμό με προηγούμενη, αλλά αποτυχημένη απόπειρα της Παλαιστινιακής Αρχής να προσφύγει στο ICC κατά της ισραηλινής ηγεσίας, μετά τον πρώτο πόλεμο στη Γάζα, το 2009, αποτέλεσαν «κόκκινο πανί» για το Ισραήλ και τις χώρες που ηγήθηκαν της «Συμμαχίας των Προθύμων» στον πόλεμο στο Ιράκ, τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.
Επειτα από τις άκαρπες, ασφυκτικές πιέσεις τους προς τον Μαχμούντ Αμπάς να μην καταθέσει το αίτημα στον ΟΗΕ, ακόμη και την ύστατη ώρα, και μπροστά στο αναπόφευκτο της έγκρισής του από την πλειοψηφία των 193 μελών της Γενικής Συνέλευσης, η Ουάσιγκτον και το Ισραήλ τώρα διαμηνύουν ότι θα τηρήσουν στάση αναμονής για τις επόμενες κινήσεις της Παλαιστινιακής Αρχής, διατηρώντας πάντα σε ισχύ την ασύμμετρη απειλή των οικονομικών αντιποίνων.
«Η απόφαση του ΟΗΕ δεν θα αλλάξει τίποτε επί του εδάφους. Δεν θα προωθήσει τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους. Αντίθετα θα την απομακρύνει», διεμήνυσε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος θα μετρήσει σύντομα τις πολιτικές δυνάμεις του μέσα από την κάλπη των πρόωρων εκλογών, στις 22 Ιανουαρίου.
«Ο μόνος τρόπος επίτευξης της ειρήνης είναι μέσω απευθείας διαπραγματεύσεων», είπε -σχεδόν αντηχώντας τις δηλώσεις της Αμερικανίδας ΥΠΕΞ, Χίλαρι Κλίντον- προσθέτοντας ότι θα πρέπει να γίνουν «χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς μονομερείς αποφάσεις του ΟΗΕ που δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη την ύπαρξη και την ασφάλεια του Ισραήλ».
Ομως, μέσα στα τελευταία δυόμισι χρόνια που οι ειρηνευτικές συνομιλίες έχουν παγώσει, οι συνθήκες έχουν σαφώς αλλάξει. Και το «μπαλάκι» της διπλωματίας πέφτει τώρα στο πολιτικό τερέν της Ουάσιγκτον και του Τελ Αβίβ.
Η στήριξη του αιτήματος της πολιτικά αποδυναμωμένης Παλαιστινιακής Αρχής στη Γ.Σ. του ΟΗΕ, εν προκειμένω όχι μόνον από τους Αραβες, αλλά και από τους διχασμένους Ευρωπαίους, μεταφράζεται από τους περισσότερους αναλυτές ως ένα αναγκαίο διπλωματικό αντιστάθμισμα στην περιφερειακή αναβάθμιση της Χαμάς, μετά την τελευταία σύγκρουση στη Λωρίδα της Γάζας.
Αλλά οι προκλήσεις πολλαπλασιάζονται, μετά την αιφνίδια, δημόσια υποστήριξη του εξόριστου ηγέτη της, Χαλέντ Μεσάαλ, στην πρωτοβουλία του Αμπάς, αφήνοντας έτσι να διαφανεί μια διάθεση σύγκλισης με τη Φατάχ, πλην όμως με προφανείς «κόκκινες γραμμές» την άνευ όρων διαπραγμάτευση και την αναγνώριση του εβραϊκού κράτους…
Οχι τυχαία, αναφέρει η εφημερίδα «Haaretz», στην πρόσφατη μεσολαβητική αποστολή της η Χίλαρι Κλίντον προειδοποίησε σε όλους τους τόνους τον Ισραηλινό πρωθυπουργό ότι θα πρέπει να αποφύγει την αποσταθεροποίηση της Παλαιστινιακής Αρχής -κάτι, που ζητούν δημόσια οι υπερεθνικιστές πολιτικοί του σύμμαχοι, «τσιμπώντας» ολοένα και μεγαλύτερα ποσοστά στις προεκλογικές δημοσκοπήσεις.
«Κάθε παίκτης αυτής της διαμάχης θα πρέπει να αποφασίσει σύντομα σε ποια πλευρά της ιστορίας θέλει να σταθεί», επισημαίνει ο Ισραηλινός απόστρατος ταξίαρχος και πρώην υπουργός των Εργατικών, Εφραίμ Σνεχ, σε άρθρο του στην πολιτική επιθεώρηση «Foreign Policy».
«Η πρωτοβουλία Αμπάς μπορεί να αλλάξει το «παιχνίδι» εάν οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και του Ισραήλ αντιδράσουν συνετά ή μπορεί να αποδειχτεί ακόμη μια χαμένη ευκαιρία, εν δυνάμει καταστροφική, εάν απαντήσουν με τιμωρία.
Ο τρόπος αντίδρασης καθενός ξεχωριστά των εμπλεκομένων θα έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στη θέση των ΗΠΑ στον αραβικό κόσμο, στην ασφάλεια του Ισραήλ (ιδιαιτέρως εάν θα είναι ο Αμπάς ή η Χαμάς που θα ελέγχουν τη Δυτική Οχθη) και στη βιωσιμότητα της λύσης των δύο κρατών»…