Pin It

Τρεις συναυλίες-μαμούθ στο κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής

 

Ενισχυμένη με τύμπανα, άρπα (στο μπαλέτο) και σώμα από σολίστες ξύλινων και χάλκινων πνευστών, εν οις ουκ ολίγοι εκλεκτοί μουσικοί της ΚΟΑ, η Καμεράτα πρόσφερε λαμπερές, γεμάτες νεανική ενέργεια ερμηνείες. Η διεύθυνση του Πέτρου υπήρξε ταιριαστά σβέλτη, σπινθηροβόλα, δυναμικά φορτισμένη

 

Του Γιάννη Σβώλου

 

getFile (50)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

getFile (49)Για τη μουσική ζωή των δυτικών χωρών, που έχουν παρακολουθήσει με συνέπεια τις πολιτιστικές εξελίξεις μεταπολεμικά, οι συναυλίες σε όργανα εποχής λογίζονται πλέον ιστορικό κεκτημένο. Στην Ελλάδα, η πρακτική αυτή, όπως πολλά άλλα σημαντικά και ουσιαστικά, καθυστέρησε πολύ να γίνει αποδεκτή ως κάτι περισσότερο από εκκεντρικότητα. Σ’ αυτό δεν είναι μικρή η ευθύνη του Μεγάρου Μουσικής, το οποίο στα 20 χρόνια αδιαπραγμάτευτης κυριαρχίας του προσπέρασε αβασάνιστα την εξαιρετική ευκαιρία -να ’ταν η μόνη!- να συνεισφέρει ουσιαστικά στον εκσυγχρονισμό της αθηναϊκής μουσικής ζωής προωθώντας συστηματικά συναυλίες με όργανα εποχής. Τελικά, αυτό που δεν έγινε ώς το 2010, το υλοποίησε υποδειγματικά μέσα σε τρία χρόνια, και δη υπό οικονομικά δύσκολες συνθήκες, ο Γιώργος Πέτρου, αξιοποιώντας την Καμεράτα – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής. Για την επιτυχημένη συμπορεία τους, αρχιμουσικός και ορχήστρα επιβραβεύτηκαν διεθνώς με αναγνώριση, εμφανίσεις και ηχογραφήσεις.

 

Ενας αλλιώτικος ηχητικός κόσμος

 

Οσοι γενναίοι παρακολούθησαν τις τρεις συνεχόμενες συναυλίες-μαμούθ στην κατάμεστη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» (12-14/4/2013) άκουσαν εννιά συνθέσεις του Μπετόβεν για πιάνο και ορχήστρα, παιγμένες από ισάριθμους Ελληνες πιανίστες: Λαάρης, Νάσος, Πάππας, Γουβέλης, Τζοβανάκης, Παπαστεφάνου, Πέτρου, Αποστολόπουλος, Αγγελόπουλος. Κάθε συναυλία ξεκινούσε με αποσπάσματα από το μπαλέτο «Τα πλάσματα του Προμηθέα». Οι εκτελέσεις διέθεταν δύο όψεις: τη σταθερού ύφους ορχηστρική συνοδεία υπό τον Πέτρου και τις κυμαινόμενων επιδόσεων αναγνώσεις των εκάστοτε πιανιστών στο αυθεντικό φορτεπιάνο του 1820.

 

Δεσπόζον στίγμα του όλου ήταν η σαφής, πλήρης διαφοροποίηση από την ύστερης αισθητικής, ρομαντική αβρότητα του ήχου. Ενισχυμένη με τύμπανα, άρπα (στο μπαλέτο) και σώμα από σολίστες ξύλινων και χάλκινων πνευστών, εν οις ουκ ολίγοι εκλεκτοί μουσικοί της ΚΟΑ, η Καμεράτα πρόσφερε λαμπερές, γεμάτες νεανική ενέργεια ερμηνείες. Η διεύθυνση του Πέτρου υπήρξε ταιριαστά σβέλτη, σπινθηροβόλα, δυναμικά φορτισμένη, με διάφανο, αιχμηρό ήχο εγχόρδων και φραστική κατά περίπτωση τραχιά και άγρια ή ανάλαφρη και υπέρκομψη. Επιπλέον, ο ορχηστρικός ήχος εμπλουτίστηκε εύστοχα με μανιεριστικές πινελιές που έδιναν διαφορετικό νόημα σε σημειακές συνεισφορές των ξύλινων πνευστών αλλά και με τα τύμπανα να υπογραμμίζουν δυναμικά εμφάσεις, στίξεις, κορυφώσεις.

 

Σ’ αυτό το διάφανο, γεμάτο τονισμένες αντιθέσεις ηχητικό περιβάλλον εντάχθηκε –μάλλον φιλοξενήθηκε!- ο ευαίσθητος ήχος του φορτεπιάνο. Παρ’ ότι σε επίπεδο συσχετισμών δυναμικής φάνηκε ενίοτε να ισορροπεί επισφαλώς λόγω μεγάλου μεγέθους της αίθουσας, η σχέση των δύο φώτισε –«εξήγησε» θα λέγαμε- αποκαλυπτικά το στίγμα και τις καταβολές των έργων και της γραφής τους. Παρακολουθήσαμε την πρώτη (12/4/2013) και μέρος της τρίτης βραδιάς (14/4/2013) αποκομίζοντας εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εντυπώσεις.

 

- Ο Νίκος Λαάρης απέδωσε το «Κοντσέρτο αρ.1» με προσήλωση και κλινική καθαρότητα αλλά και με κάποια αβεβαιότητα στον χειρισμό του «ιστορικού» ήχου. Ειδικά το αργό μέρος δόθηκε με ευγένεια και σταθερό βηματισμό, παρ’ ότι δεν αποφεύχθηκαν τα ολισθήματα.

 

- Ο Στέφανος Νάσος έπαιξε το «Κοντσέρτο αρ. 2» σβέλτα, με κομψότητα και φανερή άνεση. Επιπλέον διέθετε καλή αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων του φορτεπιάνο και της χροιάς του «ιστορικού» ήχου. Τεχνικά αψεγάδιαστη υπήρξε η εκτέλεση του πνευματώδους άμα και απαιτητικότατου καταληκτικού Allegro molto.

 

- Για τον Αναστάσιο Πάππα η αναμέτρηση με το «Αυτοκρατορικό» αποδείχτηκε μάλλον παράτολμη: από την ανάγνωσή του έλειψαν η ασφάλεια και η τεχνική επάρκεια, κυρίως όμως τα ολύμπια εκφραστικά μεγέθη του τίτλου˙ σε συνεργασία, ωστόσο, με τους πνευστούς πρόσφερε ωραιότατες στιγμές στο λυρικό Adagio.

 

- Αληθινή μουσική αποκάλυψη -και πολύ χρειαζούμενη έκρηξη αισιοδοξίας!- ήταν η λαμπερή, υπέρκομψη, χορευτικής ελαφράδας εκτέλεση του διάσημου «Τριπλού Κοντσέρτου» με δυνατούς σολίστες τον τσελίστα Αγγελο Λιακάκη, τον ίδιο τον Πέτρου στο φορτεπιάνο και τον βιολιστή Σέρτζιου Ναστάζα˙ να προσθέσουμε δε εδώ ότι η συνεισφορά του τελευταίου έχει γίνει ιδιαίτερα σημαντική στην αθηναϊκή μουσική ζωή.

 

Η εξάντληση των εισιτηρίων και στις τρεις συνεχόμενες βραδιές δικαίωσε απόλυτα την ακραία επιλογή του Πέτρου. Επιπλέον, στην έκδηλα ποικίλη σύνθεση κοινού που έσπευσε να ανταποκριθεί, συμμετείχαν ουκ ολίγοι θαμώνες του Μεγάρου από αυτούς που συναντάμε στις συναυλίες κορυφαίων, διεθνών συνόλων και αρχιμουσικών. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Οτι η κοινωνική τοπογραφία και η δυναμική της σχέσης ακροατών και κλασικής μουσικής αλλάζουν και σε κάθε περίπτωση δεν είναι στατικές όπως θέλουν να πιστεύουν ή να τις διατηρούν κάποιοι, έστω από αδράνεια. Ακόμη και το μουσικό κοινό, λοιπόν, χρειάζεται κάποτε… αναμόχλευση!

 

 

Scroll to top