ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ Ο ιδιοκτήτης του κτιρίου που κατέρρευσε, προκαλώντας μέχρι στιγμής 379 θύματα, και στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος κατηγορείται για εγκληματική αμέλεια και κατασκευαστικές παραβάσεις, ενώ οι συγγενείς των θυμάτων ζητούν αποζημιώσεις
Του Δημήτρη Σ. Φαναριώτη
Συνελήφθη ο ιδιοκτήτης του «Ράνα Πλάζα», ενώ προσπαθούσε να διαφύγει στην Ινδία προκειμένου για να γλιτώσει τις βαρύτατες νομικές συνέπειες της κατάρρευσης του οκταώροφου «χάρτινου» κτιρίου του στο Μπανγκλαντές, η οποία προκάλεσε το πλέον πολύνεκρο εργατικό δυστύχημα στη χώρα.
Ο λόγος για τον επιχειρηματία Σοχέλ Ράνα, μέλος του κυβερνώντος κόμματος, ο οποίος σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις παραβίασε κατάφωρα τον κατασκευαστικό κώδικα της χώρας. Χαρακτηριστικό της εγκληματικής αμέλειας είναι ότι εργαζόμενοι είχαν δηλώσει ένα 24ωρο πριν από την κατάρρευση πως είχαν παρατηρήσει ρωγμές στο κτίριο, αλλά η εργοδοσία τούς υποχρέωσε να μπουν σ' αυτό την επομένη μέρα για να εργαστούν. Επιπροσθέτως, βάσει των πρώτων ελέγχων που πραγματοποίησαν οι κρατικοί αξιωματούχο, το κτίριο είχε χτιστεί σε σαθρό έδαφος και είχε τουλάχιστον τρεις ορόφους περισσότερους απ΄ αυτούς που προέβλεπε η άδεια.
Την είδηση της σύλληψης Ράνα, η οποία προκάλεσε τις ζητωκραυγές των οικογενειών των θυμάτων, οι οποίες μαζί με χιλιάδες άλλους εργαζόμενους διαδήλωναν και συγκρούονταν με τις αστυνομικές δυνάμεις από το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, ανακοίνωσε ο υφυπουργός Εσωτερικών, προσθέτοντας ότι ο Ράνα θα δικαστεί το ταχύτερο δυνατόν.
Ανθρωποκυνηγητό
Οπως γράφει ο «Guardian», ο επιχειρηματίας-πολιτικός, ο οποίος ήταν ο άνθρωπος πίσω από τουλάχιστον δύο από τις μεγάλες βιοτεχνίες που στεγάζονταν στο κτίριο συνελήφθη στην πόλη Μπεναπόλ στη μεθόριο με την Ινδία και μεταφέρθηκε με ελικόπτερο στην Ντάκα. Η σύλληψή του έγινε έπειτα από πραγματικό ανθρωποκυνηγητό που εξαπέλυσε η αστυνομία, η οποία νωρίτερα συνέλαβε τη γυναίκα του σε μια προσπάθεια να τον «βγάλει» ταχύτερα από την «κρυψώνα» του.
Τρεις ακόμη ιδιοκτήτες βιοτεχνιών ετοίμων ενδυμάτων που στεγάζονταν στο μοιραίο κτίριο συνελήφθησαν το βράδυ του Σαββάτου και αναμένεται να αντιμετωπίσουν στις κατηγορίες για «σωρεία ανθρωποκτονιών από αμέλεια». Ενας από αυτούς, ο Αμινούλ Ισλάμ, είναι συνέταιρος του Ισπανού επιχειρηματία, Νταβίντ Μαγιόρ, από τους κυριότερους υπόπτους που αναζητούν οι αρχές.
Ο Μαγιόρ είναι γενικός διευθυντής της Phantom-Tac, εταιρείας η οποία, μαζί με τις Phantom Apparels (Μπανγκλαντές) και Textile Audit Company (Ισπανία), ήταν εγκατεστημένη σε περισσότερα από 2.000 τετραγωνικά μέτρα στο κτίριο που κατέρρευσε.
Δυστυχώς, πέντε 24ωρα μετά την κατάρρευση, οι ελπίδες για τη διάσωση επιζώντων σβήνουν και χθες τα συνεργεία διάσωσης ανακοίνωσαν ότι δεν φαίνεται να υπάρχουν πλέον ενδείξεις ζωής κάτω από τα ερείπια.
Το τελευταίο θύμα ήταν μια γυναίκα που εντοπίστηκε μεν ζωντανή κάτω από τους τόνους τσιμέντου, αλλά -κατά τραγική ειρωνεία- η επιχείρηση για την διάσωσή της είχε χθες φρικτό τέλος, εξαιτίας φωτιάς που ξέσπασε στα ερείπια του κτιρίου.
Τραγικός απολογισμός
Ο τελευταίος επίσημος απολογισμός είναι 363 νεκροί, περισσότεροι από 900 αγνοούμενοι και 1.200 τραυματίες. Ωστόσο οι προσπάθειες για την ανάσυρση επιζώντων συνεχίζονται και αξιωματούχος των συνεργείων διευκρίνισε ότι τα μηχανήματα καθαρισμού άρχισαν από χθες το μεσημέρι εργασίες με μεγάλους γερανούς για την απομάκρυνση μεγάλων κομματιών τσιμέντου και σοβάδων, σε μια ύστατη προσπάθεια να βρεθούν τυχόν επιζώντες.
Η κατάρρευση του «Ράνα Πλάζα» προκάλεσε οργή και θύελλα αντιδράσεων για τις άθλιες εργασιακές συνθήκες, αφού στο κτίριο δούλευαν στοιβαγμένοι τουλάχιστον 3.000 άνθρωποι σε πέντε βιοτεχνίες ετοίμων ενδυμάτων που παρήγαγαν ρουχισμό για λογαριασμό δυτικών εταιρειών.
Διαδήλωση και στο Λονδίνο
Η οργή δεν περιορίστηκε πάντως μόνον στο Μπανγκλαντές, καθώς και στο Λονδίνο εκατοντάδες άνθρωποι διαδήλωσαν έξω από τοπικά γραφεία της ιρλανδικής εταιρίας Primarks, που απασχολεί 36.000 εργαζομένους, μετά τη γνωστοποίηση του γεγονότος ότι η Primark χρησιμοποιούσε έναν από τους οκτώ ορόφους του μοιραίου κτιρίου.
Μάλιστα ήδη κατέθεσαν μήνυση κατά της Primark και άλλων εταιρειών, όπως τη Matalan και τη Mango, οι οποίες επίσης στεγάζονταν στο «Rana Plaza», ζητώντας την αποζημίωση των οικογενειών των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους ή τραυματίστηκαν. Οπως μάλιστα είπε o Μάρεϊ Γουόρθι αξιωματούχος της ΜΚΟ «War on Want» δεν ήταν δυστύχημα, αφού όλοι θάνατοι μπορούσαν να προληφθούν εάν είχε απαγορευτεί στους εργαζόμενους η είσοδος.