Pin It

Tρίτη ματιά

 

Της Αννας Δαμιανίδη

 

Είναι άραγε δουλειά των φιλοσόφων να ερμηνεύουν την πραγματικότητα; Παρακολουθώντας την ταινία της Φον Τρότα, που παίζεται τις μέρες αυτές στην Αθήνα, αναρωτιέται κανείς τι ώθησε τη Χάνα Αρεντ να ζητήσει να γίνει ρεπόρτερ στη δίκη του Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Τι σαγήνη ασκεί η πραγματικότητα στους φιλοσόφους, σαν να ήταν η δεκαετία του 1960 ίδια με τον αρχαίο κόσμο, τον ανερμήνευτο, και θέλουν οπωσδήποτε να την καταλάβουν; Ηταν το κακό σαν έννοια και σαν πράξη που ήθελε να γνωρίσει, να αντικρίσει καταπρόσωπο, να καταλάβει, κάτι που ακόμα την άφηνε έκπληκτη με όλες τις γνώσεις και τις σκέψεις της, η ανάγκη να κυριαρχήσει με τη γνώση και την κατανόηση στην πηγή της συμφοράς; Να παρακολουθήσει τον σφυγμό της διαδικασίας που ήθελε να απονείμει δικαιοσύνη; Τι ώθησε την καθηγήτρια να γίνει ρεπόρτερ περιοδικού και να βρεθεί στην Ιερουσαλήμ, ανάμεσα σε παλιούς αγαπημένους φίλους και συγγενείς, στο πετσί ενός ρόλου που δεν καταδέχτηκε τελικά να παίξει έτσι όπως την περίμεναν ότι θα κάνει;

 

Προνόμιο για εκείνην και για μας το γεγονός ότι το περιστατικό αυτό έχει γίνει γνωστό τα τελευταία χρόνια. Δεν συνηθίζουμε πολλοί να διαβάζουμε φιλοσοφία, αλλά η ταινία μάς κάνει φιλοσόφους καθώς παρακολουθούμε μαζί με την ηρωίδα την ίδια τη δίκη του Αϊχμαν από ασπρόμαυρες ταινίες αρχείου. Βλέπουμε αυτό που έβλεπε εκείνη και μαζί της όλος ο κόσμος, ο οποίος περίμενε να εμφανιστεί στο γυάλινο κλουβί η ενσάρκωση του κακού. Κάποιο τέρας που κατά προτίμηση θα είχε κέρατα ή κάτι εμφανώς φριχτό επάνω του, θα διέθετε τουλάχιστον αποκρουστικό πρόσωπο, το κοσμομίσητο μουστάκι του Χίτλερ ή κάτι τέτοιο. Αντ' αυτού, στο γυάλινο κλουβί εμφανίστηκε ένα ανθρωπάκι με όψη κουρασμένου λογιστή και χαρτούρα γεμάτη νούμερα. Τόσα βαγόνια, τόσοι φούρνοι, εισερχόμενα -εξερχόμενα, εγώ τη δουλειά μου έκανα, δεν ήμουν αρμόδιος. Ευθύνη ατομική; Συνείδηση; Τι είναι αυτά; Εντολές εκτελούσα. Ο Αϊχμαν είχε συνάχι, η καθηγήτρια που έκανε τη ρεπόρτερ, αλλά δεν κατάφερνε να βολευτεί στις συνήθειες των δημοσιογράφων, κάπνιζε και σκεφτόταν ακατάπαυστα, βασανιστικά. Κι όταν πια έγραψε τις σκέψεις της, που δεν ήταν ρεπορτάζ αλλά οι αληθινές, σπάνιες, πολύτιμες σκέψεις της -και ποια είναι η αλήθεια; θα ρωτήσει κάποιος φιλόσοφος-, της έκοψαν την καλημέρα οι μισοί από τους πιο καλούς φίλους της, γιατί δεν τα έλεγε όπως τα περίμεναν. Τόσες ζωές χαμένες κι είχαν ακόμα ανάγκη από την ομοιομορφία στη σκιαγράφηση των θυμάτων. Το έργο τελειώνει με την πίκρα του αποχωρισμού της ηρωίδας από τους φίλους της. Τα πράγματα που είχαν συμβεί τότε ήταν τραγικά, ασύλληπτα, δεν μπορούσες να μιλάς με κάποιον αν είχες σκεφτεί ότι μπορεί να πρόδωσε έστω και με τη σκέψη τους αγαπημένους που μαζί είχατε χάσει.

 

Τι γύρευες στην Ιερουσαλήμ εσύ μια φιλόσοφος να κάνεις τη ρεπόρτερ, σκεφτόμουν καθώς οι καπνιστές της παρέας άναβαν δυο-δυο τα τσιγάρα μετά από δυο ώρες που την έβλεπαν στην οθόνη να καπνίζει αρειμανίως.

Scroll to top