Η Καίτη Ντιναπόγια, μια 56χρονη παραγωγός βιολογικών προϊόντων από το Ασήμι του Ηρακλείου Κρήτης, έκανε το χόμπι της, την παραγωγή λικέρ και σιροπιών, ένα κερδοφόρο επάγγελμα
Του Στέργιου Ζιαμπάκα
Μετατρέποντας την αγαπημένη της ενασχόληση σε επάγγελμα και πλαισιώνοντας την ανάγκη της για βιοπορισμό με τη φιλοδοξία της προσφοράς ενός καινοτόμου προϊόντος, η 56χρονη παραγωγός από το Ασήμι του Ηρακλείου Κρήτης, Καίτη Ντιναπόγια, γνώρισε τη διεθνή καταξίωση ως παραγωγός γλυκών λικέρ και σιροπιών, καταγράφοντας παράλληλα μία από τις πιο γλυκιές ανθρώπινες ιστορίες.
Ολα ξεκίνησαν όταν η ίδια, λίγο μετά τα 50 της χρόνια, έμεινε άνεργη ύστερα από ένα διαζύγιο. Οντας μητέρα τριών παιδιών και σε μια ηλικία κατά την οποία η έξοδος από την ανεργία μόνον εύκολη δεν είναι, έψαξε για την εναλλακτική λύση.
Το μεράκι της για την παραγωγή λικέρ και οι γνώσεις της γύρω από τα φαρμακευτικά βότανα ήταν γνωστά στον κύκλο της. Αλλωστε και η ίδια, για διάστημα 25 ετών, καλλιεργούσε βιολογικά προϊόντα, τα οποία προόριζε για την οικογένειά της και τους φίλους της.
Με χαμηλό μπάτζετ
Κάποιοι εξ αυτών της πρότειναν να εμπορευματοποιήσει τα λικέρ που έφτιαχνε από τα προϊόντα που περίσσευαν, από χόμπι, μέχρι τότε και να ενταχθεί σε αντίστοιχα προγράμματα γυναικείας επιχειρηματικότητας. Ομως, καθώς έφτιαχνε αλκοολούχα ποτά, δεν μπορούσε να ενταχθεί στο πρόγραμμα. «Μεταξύ μας, χαίρομαι πάρα πολύ που αποκλείστηκα, γιατί θα είχα πάρα πολλά έξοδα», μας εκμυστηρεύθηκε η ίδια. Αντιθέτως, σφίγγοντας τις γροθιές και αξιοποιώντας ένα πολύ χαμηλότερο μπάτζετ, μπήκε σε τροχιά επιτυχίας δημιουργώντας την «Οικοτεχνία Ντιναπόγια».
Η Καίτη Ντιναπόγια άρχισε να αποκτά γνώσεις για τα βότανα από την παιδική ηλικία. Ως παιδί μεταναστών στη γερμανόφωνη Ζυρίχη, εντυπωσιάστηκε από το τοπικό πεντάνευρο, ένα βότανο με θεραπευτικές ιδιότητες σε παθήσεις του αναπνευστικού και σε κρυολογήματα, το οποίο ακόμη χρησιμοποιείται σε σιρόπι. Συγκεντρώνοντας φρούτα που παράγουν φίλοι της βιοκαλλιεργητές και βότανα που μαζεύει η ίδια ένα ένα από τα βουνά των Αστερουσίων και των γύρω χωριών, σε συνδυασμό με τη βιολογική τσικουδιά, η οποία είναι και το μόνο συστατικό που αγοράζει, από Α' κατηγορίας ποτοποιούς της περιοχής, δημιουργεί ξεχωριστά λικέρ που όμοιά τους δεν βρίσκονται στην αγορά.
Λικέρ με απολαυστικές και σύνθετες γεύσεις: αρμπαρόριζα, μύρτο, πορτοκάλι φασκόμηλο, ρόδι-τσίλι, εσπεριδοειδή-τσίλι και μέλι. Ολα έχουν περιεκτικότητα σε αλκοόλ σε ποσοστό 18-22%, πλην του μελιού (28%). Το λικέρ παραμένει για αρκετό χρονικό διάστημα σε ανοξείδωτες δεξαμενές, για να δέσουν τα αρώματα και οι γεύσεις και αφού φιλτραριστεί, εμφιαλώνεται.
Τα βότανα
Μια ελαφριά θολότητα που παρατηρείται έχει φυσικές αιτίες και είναι ποιοτικό γνώρισμα της φυσικής παραγωγής. Ταυτόχρονα τα βότανα που χρησιμοποιούνται, όπως ιβίσκος, λεβάντα, μελισσόχορτο καθώς και άνθη λουλουδιών, προσφέρουν μια μέση γλυκύτητα και μια πικάντικη γεύση που συνδυάζεται με κομψότητα με την αίσθηση του γλυκού αποτελέσματος της επιτυχίας που απέδωσαν κόποι ετών.
«Το λικέρ ήταν το πρώτο στάδιο. Εβγαλα και άδεια ποτοποιού και ανέλαβα και το εμπορικό κομμάτι. Επειδή ο φόρος κατανάλωσης αλκοολούχων ήταν υψηλός, είχα ανάγκη από έξτρα εισόδημα και έβγαλα σιρόπι, ως αναψυκτικό, στην ίδια λογική. Να διατηρηθούν οι φαρμακευτικές ιδιότητες των βοτάνων και να αποφύγω κάθε χημική προσθήκη. Σε καμία περίπτωση δεν χρησιμοποιώ υλικά που δεν γνωρίζω», εξηγεί στην «Εφ.Συν.» η κ. Ντιναπόγια. Και στην περίπτωση των σιροπιών οι γεύσεις εκπλήσσουν όποιον τις δοκιμάζει. Μύρτο, πεντάνευρο, αρμπαρόριζα, μέντα-λουίζα, ιβίσκος και βασιλικός, οι γεύσεις τους, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς αραιωμένα σε αναλογίες 1:5 έως 1:8, στη μαγειρική, σε γλυκά και επιδόρπια και ως αναψυκτικά με φυσικό ή ανθρακούχο νερό.
Οι εντυπώσεις όσων δοκίμασαν τα προϊόντα και η προτροπή των φίλων έπεισαν την Καίτη Ντιναπόγια να στείλει δύο προϊόντα της στα 19α αυστριακά βραβεία ποτών Alpen-Adria, το 2012. Αμφότερα βραβεύτηκαν με ασημένια βραβεία.
«Μεγάλη ικανοποίηση»
«Με ρωτάνε πού θέλω να φτάσω με τη δουλειά. Δεν θέλω να φτάσω κάπου. Το βλέπω ακόμα ως χόμπι. Επρεπε να σταθώ οικονομικά και το έκανα επάγγελμα, αλλά θέλω να νιώθω την ικανοποίηση που μου προσφέρει η διαδικασία. Οταν η οικοτεχνία είναι μικρή, το μεράκι πρέπει να είναι μεγάλο. Για μένα είναι χαρά να ξυπνάω το πρωί, να ακούω μουσική και να παράγω τα προϊόντα μου. Δεν μπορώ να το εξηγήσω», περιγράφει, πανευτυχής από την καθημερινότητά της, η κ. Ντιναπόγια.
Χρησιμοποιώντας μικρό κεφάλαιο, αλλά την αμέριστη συμπαράσταση της οικογένειας και των φίλων της, ο απώτερος στόχος της είναι διττός, αλλά απλός και σεμνός: να ανταποδώσει τη βοήθεια που λαμβάνει και να καταστήσει το προϊόν της προσβάσιμο στον καταναλωτή. Μέχρι σήμερα τα προϊόντα της είναι διαθέσιμα σε πολλά καταστήματα στο Ηράκλειο Κρήτης, αλλά και σε δύο επιπλέον στη Θεσσαλονίκη και στη Ν. Ερυθραία.
Από την επαγγελματική της σταδιοδρομία η κ. Ντιναπόγια μάς μεταφέρει τα συμπεράσματά της: «Δεν χρειάστηκα σχεδόν καθόλου κεφάλαιο. Αντιθέτως, αυτή η σκέψη “ανάπτυξης”, να έχεις και να δαπανήσεις κεφάλαιο και μηχανήματα, με τρομάζει. Νομίζω ότι πρέπει να ξεφύγουμε από τη νοοτροπία τού “πρέπει να παίρνεις όσα δίνεις” και να αποκτήσουμε τη λογική τού να προσφέρουμε και να δεχόμαστε βοήθεια χωρίς να υπολογίζουμε την τιμή, να αποτινάξουμε τη νοοτροπία τού “δεν με συμφέρει”. Το παράδειγμά μου θα ήθελα πολύ να το δω και σε άλλους παραγωγούς», καταλήγει.