Η σύγχρονη Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν λειτούργησε για αρκετό διάστημα ως μοντέλο διακυβέρνησης για τους εξεγερμένους πολίτες πολλών αραβικών χωρών, αλλά και ως παράδειγμα από τους Δυτικούς. Το κοσμικό-λαϊκό καθεστώς, η διεξαγωγή εκλογών που επιτρέπουν την εναλλαγή στην εξουσία -με πολλές λειψές πολιτικές ελευθερίες και δικαιώματα-, η γοργά αναπτυσσόμενη οικονομία, όλα αυτά είναι αρκετά ελκυστικά για χώρες που θέλουν να αποφύγουν τη νεοαποικιοκρατική εξάρτηση και την εγκαθίδρυση θεοκρατικού τύπου καθεστώτων.
Να, όμως που το οικοδόμημα που έστησε ο Ερντογάν με το «Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» ραγίζει και επιτρέπει σε πολλά και διαφορετικά τμήματα της τουρκικής κοινωνίας να αμφισβητήσουν για πρώτη φορά την παντοδυναμία του. Οι εξελίξεις βέβαια δεν προκύπτουν ξαφνικά, ούτε επιδέχονται απλοϊκές προσεγγίσεις. Στα πρώτα χρόνια των κυβερνήσεών του η πολιτική των ανοιγμάτων, οι ελευθερίες που εδραιώθηκαν, η οικονομική ανάπτυξη, η προσέγγιση στην Ευρώπη και οι υποσχέσεις για απομάκρυνση από το βάρβαρο πλέγμα του αστυνομικού και στρατιωτικοποιημένου κράτους, εξασφάλισαν στον Τούρκο πρωθυπουργό την υποστήριξη από ευρύτατα τμήματα της κοινωνίας, ακόμη και της Αριστεράς.
Εδώ και καιρό όμως οι διαψεύσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Ο αυταρχισμός του Ερντογάν, η προκλητική μονοπώληση της εξουσίας, η εγκατάλειψη των φιλελεύθερων ανοιγμάτων, η αυξανόμενη καταστολή κάθε διεκδίκησης αποξένωσαν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Δεν χρειαζόταν παρά μια σπίθα για να ξεσπάσουν διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας. Η βίαιη καταστολή έδειξε ότι ο Ερντογάν δεν είναι από εκείνους που υποχωρούν εύκολα. Ο Τούρκος πρωθυπουργός έχει «ξεδοντιάσει» το στρατιωτικό και δικαστικό κατεστημένο, ελέγχει ασφυκτικά τα περισσότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης και έχει την αμέριστη υποστήριξη των ισχυρών της Δύσης αλλά και του Ισραήλ -παρά τις πρόσφατες αψιμαχίες. Ομως στη σημερινή Τουρκία δεν υπάρχει ισχυρή και συγκροτημένη εναλλακτική λύση.
Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης παραμένει δέσμιο της πολύχρονης εξάρτησής του από το στρατιωτικό-γραφειοκρατικό κατεστημένο και δίνει μάχες οπισθοφυλακής…
Απέναντι στη μεγαλομανία του Ερντογάν, που επιθυμεί να προετοιμάσει τη μετακίνησή του στην προεδρία, στέκεται τώρα ένα πολυποίκιλο πλήθος που αντιδρά αναμφίβολα στη συντηρητική στροφή αλλά δεν συγκροτεί οργανωμένο κίνημα.
Η συγκυρία είναι παραπάνω από κρίσιμη. Ο Ερντογάν επιδιώκει να εδραιωθεί η Τουρκία ως περιφερειακή υπερδύναμη, στηριζόμενος στη γεωγραφία και τους ιστορικούς δεσμούς της χώρας του με τους λαούς της ευρύτερης περιοχής. Με την πολιτική του δεν επιδιώκει την επιστροφή σε «δόξες του παρελθόντος», ούτε επιλέγει την Ανατολή έναντι της Δύσης. Ο Ερντογάν είναι «τέρας προσαρμοστικότητας». Δεν εγκαταλείπει βασικές διαχρονικές επιλογές και συμμαχίες, αλλά θέλει να διευρύνει τα περιθώρια ελιγμών του, να ενισχύσει τη θέση του, να κάνει αισθητή την παρουσία του, να εξισορροπήσει στο σύγχρονο αντιφατικό διεθνές περιβάλλον, ανάμεσα στις συμμαχικές υποχρεώσεις της χώρας του και τις περιφερειακές φιλοδοξίες του.
Ομως ο Ερντογάν έχει μπροστά του δύο ζητήματα που όσο δεν λύνονται τόσο περισσότερα λαϊκά ξεσπάσματα θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει: την εδραίωση ενός πραγματικά δημοκρατικού κράτους που θα σέβεται και θα διασφαλίζει τα δικαιώματα όλων των πολιτών, και την αναγνώριση των αναφαίρετων δικαιωμάτων της Κουρδικής μειονότητας που προσεγγίζει το 20% του πληθυσμού. Και αυτά δεν λύνονται ούτε με τη βία και την καταστολή, ούτε με τον πομπώδη αυταρχισμό του!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ: