Pin It

ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ Art

 

Συναυλία Θεόδωρου Κουρεντζή με τη MusicAeterna

 

Ο μαέστρος ερμήνευσε Προκόφιεφ και Μπάρτοκ με το γνωστό του ύφος, μια «βαρβαρική» ενέργεια ροκ συναυλίας, που αγνόησε τις πιο χαμηλόφωνες ποιότητες. Πόσο συμβατή είναι, όμως, αυτή η νεανική λογική προς την ουσία της μουσικής; Θα μπορούσε να ταιριάξει σε κάθε συνθέτη αδιακρίτως;

 

Του Γιάννη Σβώλου 

 

getFile (41)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οπως πάντα και παντού, πολύ ιδιαίτερο από κάθε άποψη ήταν το στίγμα της συναυλίας που έδωσε το ρωσικό σύνολο MusicAeterna υπό τον Θεόδωρο Κουρεντζή στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (10/6/2013). Η βραδιά στο Μέγαρο Μουσικής περιελάμβανε δύο δημοφιλή έργα του 20ού αιώνα από την Ανατολική Ευρώπη: το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 3» (1921) του Προκόφιεφ και το «Κοντσέρτο για ορχήστρα» (1943-44) του Μπάρτοκ. Πρόκειται για συνθέσεις απολύτως χαρακτηριστικές του μοντερνισμού αλλά με διαφορετικό στίγμα. Εργο ενός 30χρονου ταλαντούχου Ρώσου συνθέτη, η πρώτη πάλλεται από τη νεανική, αθλητική, επιθετικά μοντερνιστική ενέργεια της έναρξης του σοβιετικού μεσοπολέμου. Η δεύτερη είναι το δονούμενο από συγκίνηση και νοσταλγία κύκνειο άσμα ενός κορυφαίου 63χρονου Ούγγρου, που πεθαίνει αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ μεσούντος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αποχαιρετώντας τη μακρινή του πατρίδα.

 

Ο Κουρεντζής τα ερμήνευσε αμφότερα με το γνωστό, δριμύ ύφος του. Εμφύσησε συνολικά στο ακρόαμα την τραχιά, «βαρβαρική» ενέργεια ροκ συναυλίας και αγνόησε τις πιο χαμηλόφωνες ποιότητες: χάρη, ελαφράδα, αναστοχασμό. Αγρια, δυνατή, γρήγορη, σχεδόν υστερική, η ανάγνωση βίαζε τη μουσική, διέστελλε κάθε συγκίνηση στα όρια, ενώ, ταυτόχρονα, διατηρούσε εκπληκτικό ηχητικό αποτέλεσμα άκρας διαφάνειας, ακρίβειας και σαφήνειας, με άριστα οργανωμένο ειρμό, διάσπαρτο με ασύλληπτης ποιότητας λεπτομέρεια και συνεισφορές από τα πνευστά.

 

Πόση συμβατή είναι αυτή η νεανική λογική προς την ουσία της μουσικής; Ποιο το ουσιαστικό αισθητικό απόβαρό της; Είναι αυτή ερμηνευτική πρόταση που θα μπορούσε να στηρίξει μια τακτική καλλιτεχνική περίοδο, και κάθε συνθέτη αδιακρίτως; Για όλα αναδύονται επιφυλάξεις. Στο κοντσέρτο του Προκόφιεφ, πάντως, το ύφος του Κουρεντζή λειτούργησε σχεδόν ιδανικά: ταίριαξε γάντι στους φορτισμένους, μηχανιστικούς ρυθμούς και στην αθλητικά βιρτουοζίστικη γραφή του πιάνου –ο εξαίρετος Αλεξάντερ Μέλκινοφ αποδείχτηκε καθ’ όλα άξιος συνοδοιπόρος!- ενώ διαπότισε με κάπως θεατρινίστικο, στο όριο του «μελό», κορεσμένο συναίσθημα κάθε λυρικό επεισόδιο.

 

Αντίθετα, στον Μπάρτοκ λειτούργησε ως «καυτό-κρύο ντους». Ασυζητητί, υπήρξαν και εδώ ουκ ολίγες συναρπαστικές στιγμές μουσικής, όπως στο διάσημο «παιχνίδι των ζευγαριών», όπου τα πνευστά παίζουν δεξιοτεχνικά ανά δύο. Από την άλλη, η πρόσληψη πολιορκήθηκε αμφίπλευρα από το ενοχλητικό μείγμα ενός ματσίσμο της φραστικής, που κυριολεκτικά «ξέσκιζε» τη μουσική, και ενός μελωμένου συναισθήματος που έμοιαζε να δευτερολογεί περιττά επί όσων κατέθετε ο συνθέτης. Επιπλέον, ο Κουρεντζής πρόσφερε εκτός προγράμματος το 20λεπτης διάρκειας συμφωνικό ποίημα «Ντον Χουάν» του Ρίχαρντ Στράτους, δοσμένο με ίδιο στίγμα.

 

Είναι καλό το κοινό που έρχεται για λάθος λόγους;

 

Οπως τις προηγούμενες φορές που εμφανίστηκε ο Κουρεντζής στην Αθήνα, η αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής γέμισε από ένα κοινό ολότελα διαφορετικό του συνήθους. Τη διαφορετική σύνθεση διαπίστωνε κάποιος εύκολα από τις άγνωστες φάτσες –όσοι παρακολουθούμε συναυλίες κλασικής μουσικής λίγο ως πολύ (ανα)γνωρίζουμε αλλήλους- και, βέβαια, από τις άσχετες αντιδράσεις: χειροκρότημα ενδιάμεσα στα μέρη του κοντσέρτου, αλλά και άκαιρο χειροκρότημα-σφήνα αμέσως μετά από κάποια αρμονικά «ανοιχτή» κορύφωση που πολλοί νόμισαν ότι σηματοδοτεί τέλος έργου: λάθος ακροατήριο, για τους λάθος λόγους…

 

Ασφαλώς το να προσελκύεται καινούργιο, διαφορετικό ακροατήριο σε συναυλίες κλασικής μουσικής συνιστά κέρδος και, ειδικά στη χώρα μας, θα λέγαμε πως ανοίγει προοπτικές. Πόσοι, όμως, από αυτούς θα ξανάρθουν για μια τακτική συναυλία της ΚΟΑ ή οποιουδήποτε άλλου συνόλου παίζει στο Μέγαρο Μουσικής; Απαντήσεις δεν υπάρχουν, αφού ουδείς ασχολείται να ελέγξει ορθολογιστικά και σε πνεύμα δεοντολογίας την απήχηση και τις στρατηγικές προβολής της κλασικής μουσικής εν Ελλάδι. Ενα στοίχημα τραγικά μετέωρο –ναι, η απήχηση της Τέχνης είναι σοβαρό θέμα!- που, με τα όσα συμβαίνουν στον τόπο μας, δεν τολμάμε να αναρωτηθούμε αν τελικά θα χαθεί ή θα κερδηθεί…

 

Scroll to top