25/06/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Κλοουνερί και τελετή ακρωτηριασμού

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου επιστρέφοντας στην αρχή της πορείας του όλο και λιγοστεύει τα μέσα της τέχνης του. Γίνεται ολοένα και πιο προσωπικός.
      Pin It

«Πρώτη ύλη», Φεστιβάλ Αθηνών

 

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου επιστρέφοντας στην αρχή της πορείας του όλο και λιγοστεύει τα μέσα της τέχνης του. Γίνεται ολοένα και πιο προσωπικός. Και –διόλου παράδοξο– ολοένα και πιο αόρατος. Η δική του βιογραφία στην τέχνη είναι μια τάση αναχωρητισμού και εξαΰλωσης. Καθώς ο καλλιτέχνης βυθίζεται στην πέτρα γίνεται διάφανος  

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Σαν πρώτη ύλη ο Δημήτρης Παπαϊωάννου χρησιμοποιεί τον καλλιτεχνικό εαυτό του, τον μέσα εκείνον «άλλον», που βουίζει στα σωθικά και εκρήγνυται κάποτε με κρότο. Την ύλη αυτή επαναφέρει και τώρα με την παράστασή του για τον σκηνικό χώρο του φετινού Φεστιβάλ, όπου με τη χαρακτηριστική άνεση των κόμικς δύο μορφές εισχωρούν η μια στην άλλη, έλκονται και απωθούνται, σαν δυνάμεις που κρατούν και χωρίζουν τον εαυτό σε μέρη.

 

Θα έλεγα πως η «Πρώτη ύλη» είναι μια παράσταση διαλεκτικής, όχι με τη σημασία που απέκτησε ο όρος στην πολιτική τριβή, αλλά με εκείνο το πρώτο μεταφυσικό νόημα που ήθελε το καθετί να βρίσκει το νόημα και τον δρόμο του μέσα από τη σύνθεση με το έτερον, με το αντίθετο και το ετερώνυμό του.

 

Ετσι και εδώ συμβαίνει ο θεωρητικός εαυτός, που μπορεί να είναι ο κοινωνικός, αποδεκτός, συμβατικός, ένας Παπαϊωάννου-που-γνωρίζω, ο Παπαϊωάννου που θεωρεί ο ίδιος τα εισιτήρια κι υποδέχεται το κοινό του Φεστιβάλ, που παραχωρεί συνεντεύξεις στα μέσα και ενδύεται με στιλ το μαύρο ένδυμα του διανοούμενου, να συναντά τον συμπληρωματικό και κρυφό του πόλο στο σώμα του Μιχάλη Θεοφάνους, στον γυμνό, ιδεατό και πλατωνικό έρωτά του, τον έρωτα της τέχνης, της φιλίας και της αποδοχής, στον έρωτα της διαρκούς μάθησης, με απολογία, ταύτιση και βαθιά απαντοχή.

 

Από μια άλλη άποψη η πρώτη ύλη του Παπαϊωάννου είναι ακόμη μία παραλλαγή του Πυγμαλίωνα, χωρίς λόγια αλλά με τον βόμβο που γεννά η κίνηση των σωμάτων, τον ανεπαίσθητο τριγμό που φέρνει η μεταβολή των πραγμάτων καθώς κινούνται προς τη συνάντησή τους. Με αυτή την οπτική, ιδού η αφήγηση της «Πρώτης ύλης» όπως την αντιλαμβάνομαι: Σκηνή πρώτη, λοιπόν, η τελετουργία του καθημερινού μόχθου του καλλιτέχνη, το περπάτημα πάνω σε ζυμαράκια πηλού, μια επικίνδυνη και γλιστερή πορεία χωρίς σαφές νόημα, σχεδόν με αυτοματική επαγγελματική συνέπεια, από αδράνεια θα έλεγε κανείς και από υποχρέωση.

 

Και ξαφνικά, η Συνάντηση: η εμφάνιση του αληθινού σώματος, του χειροπιαστού οράματος όπου σκοντάφτει ο καλλιτέχνης, όπως κάποιος συναντά στον δρόμο του ένα χρυσό νόμισμα. Κι ό,τι ακολουθεί: η πάλη με την πρώτη ύλη της τέχνης, η αγωνία της ταύτισης κι η αποτυχία της ταύτισης, η υποταγή της τέχνης κι η εξέγερση της τέχνης, η εκδίκηση των αγαλμάτων, ο Πυγμαλίων που ζει κι ο Πυγμαλίων που γίνεται ο ίδιος έργο τέχνης, το έργο τέχνης που ζει πέρα και πάνω από τον Πυγμαλίωνα…

 

Για το τέλος ένας ήρεμος και γεμάτος συγκίνηση συμβιβασμός, μια κοινή πορεία καλλιτέχνη και καλλιτεχνήματος, που αντίθετα με ό,τι φημολογείται δεν υπήρξε ποτέ ευχάριστη ή αρμονική. Η τέχνη ζητά τον ακρωτηριασμό του καλλιτέχνη για να δώσει στη φύση τη δική του σωματική ακεραιότητα. Η έξοδος της παράστασης θέλει λοιπόν καλλιτέχνη και καλλιτέχνημα να τελειώνουν δεμένοι ο ένας στον άλλο, σε μια ύπαρξη πολλαπλή αλλά κι αναγκαστική. Πώς το έλεγε ο ποιητής; «Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια/ που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να/ τ’ ακουμπήσω. Επεφτε από το όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο/ έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει».

 

Δεν ξέρω πόσοι κατάλαβαν πως η «Πρώτη ύλη» του Παπαϊωάννου είναι κατά βάθος μια κλοουνερί. Στη βάση της έμπνευσης βρίσκεται το κωμικό, το στοιχείο της ανατροπής, που μας ξεστρατίζει από την ειρηνική μας πορεία, για να συνυπάρξουμε με τον ενοχλητικό μας δαίμονα. Μια κλοουνερί, που όμως καταλήγει σε τελετή ακρωτηριασμού. Τον καλλιτέχνη –τον αληθινό καλλιτέχνη– μην περιμένετε να τον βρείτε στις συνεντεύξεις του –βρείτε τα μέρη του στα δημιουργήματά του.

 

Αυτή, πιστεύω, είναι η τελεστική, η ανθρωπολογική ερμηνεία της «Πρώτης ύλης». Τα άλλα είναι σκέτη αίσθηση, το βίωμα μιας περφόρμανς που μπορεί να διαχέει στους πόρους μας, διαδερμικά, την κατάσταση στην οποία θέλει να μας υποβάλει. Πάντα υποστηρίζω ότι υπάρχει στο θέατρο (με όλη του τη μεγαλειώδη ποικιλία) ένα μέρος που δεν ερμηνεύεται ευθέως αλλά διά της πλαγίας. Και ένα άλλο που δεν ερμηνεύεται καθόλου, που ανήκει στη σκοτεινή πλευρά της επικοινωνίας, στην οποία ακόμη δρουν η χειρονομία, το κάλεσμα, το νεύμα και η ανθρώπινη επαφή. Σε αυτή τη σκοτεινή (και όλο θάμβος βέβαια) πλευρά κινείται η τέχνη του Παπαϊωάννου.

 

Και το παράξενο είναι πως επιστρέφοντας στην αρχή της πορείας του ολοένα και λιγοστεύει τα μέσα της τέχνης του. Δεν είναι το ελάχιστο σκηνικό, το ελαφρύ ηχητικό περιβάλλον ή η χρήση των παραλλαγών που επιβάλλει τον μινιμαλισμό. Εδώ έχουμε να κάνουμε και με την ελαχιστοποίηση των σωματικών κινήσεων, του «χορευτικού μέρους». Ολα καθηλώνονται στο ελάχιστο δυνατόν. Και μοιάζει μαζί να ενδιαφέρει τώρα περισσότερο από ποτέ τον καλλιτέχνη το μέρος της φθαρτής πραγματικότητας, σαν ένα είδος νατουραλισμού που δεν φοβάται τους διακόπτες που ανοιγοκλείνουν «πολύ πραγματικά» ή τα λάστιχα του ποτίσματος. Πράγματα κοινά, που θραύουν την προσκόλληση του Παπαϊωάννου στον τσαρουχικό λυρισμό.

 

Σημασία έχει πως ο Παπαϊωάννου γίνεται ολοένα και πιο προσωπικός.

 

Και –διόλου παράδοξο– ολοένα και πιο αόρατος. Η δική του βιογραφία στην τέχνη είναι μια τάση αναχωρητισμού και εξαΰλωσης. Καθώς ο καλλιτέχνης βυθίζεται στην πέτρα γίνεται διάφανος.

Scroll to top