25/06/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Εξαίσιο φως πνιγμένο στο αίμα

Της Εφης Μαρίνου Η σκηνοθέτις Νικαίτη Κοντούρη πιστεύει πως ο Αισχύλος με το πρώτο μέρος της «Ορέστειας» ανοίγει ένα μεγάλο παράθυρο στη δημοκρατία κι ας αναφέρεται.
      Pin It

Ο «Αγαμέμνων» του Αισχύλου απόψε στο Θέατρο Βράχων Βύρωνα

 

Η σκηνοθέτις Νικαίτη Κοντούρη πιστεύει πως ο Αισχύλος με το πρώτο μέρος της «Ορέστειας» ανοίγει ένα μεγάλο παράθυρο στη δημοκρατία κι ας αναφέρεται σε έναν μεταπολεμικό κόσμο χάους, ενοχών και οργής

 

Της Εφης Μαρίνου

 

«Bαριά η φωνή του λαού. Η οργή του θα φέρει κατάρα. Απαιτεί πληρωμή». Ο βαθύγνωμος χορός γνωρίζει περισσότερα περί του οίκου του Αγαμέμνονα όταν εκείνος επιστρέφει δαφνοστεφανωμένος αρχιστράτηγος. Οταν μπαίνει με ύφος νικητή στο αλωμένο βασίλειό του ύστερα από δέκα χρόνια πολέμου. Οταν πατάει στο κόκκινο χαλί που του στρώνει ύπουλα η Κλυταιμνήστρα, την πρώτη μέρα του γυρισμού και την τελευταία της ζωής του.

 

Ο «Αγαμέμνων» του Αισχύλου παρουσιάζεται απόψε στο Θέατρο Βράχων σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, με τους Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και Μηνά Χατζησάββα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

 

«Ενώ ξεκίνησα τις αναγνώσεις σε ρεαλιστική βάση, σταδιακά η ποίηση κέρδιζε έδαφος», λέει η σκηνοθέτις. «Η παράσταση, σύγχρονης όψης, πατάει στα γεγονότα, αλλά συνομιλεί συνεχώς με το υπερβατικό στοιχείο της τραγωδίας. Ο ποιητής γράφοντας το έργο –εποχή που ο καινοτόμος Περικλής βρίσκεται ήδη στην εξουσία– αισθάνεται την ανάγκη των ανθρώπων να φωτιστούν πέραν της πολιτικής, μέσω της τέχνης. Ετσι ανοίγει ένα μεγάλο παράθυρο στη δημοκρατία».

 

Το έργο, πυκνό σε δράση, μας μεταφέρει σ’ έναν μεταπολεμικό κόσμο χάους χωρίς καμιά ηθική αρχή. Βαριές ενοχές επισύρουν την οργή των θεών, την ανάγκη για απονομή δικαιοσύνης. Κι αν τιτλοφορείται «Αγαμέμνων», η πρωταγωνίστρια εδώ είναι η Κλυταιμνήστρα. Ο πρωτεργάτης του πολέμου, μεγάλος απών, ένοχος για πολλά, έχει σύντομη αλλά ισχυρή παρουσία στο έργο.

 

Η Κλυταιμνήστρα έχει επιβληθεί στον λαό και βασιλεύει μαζί με τον εξάδελφο του Αγαμέμνονα, Αίγισθο. Ο χορός των γερόντων Αργείων έλκεται και απωθείται από την προσωπικότητά της. Η μόνιμη δικαιολογία της άπιστης βασίλισσας είναι η θυσία της Ιφιγένειας από τον Αγαμέμνονα για να πνεύσουν οι άνεμοι και να φύγει ο στόλος για τον πόλεμο.

 

«Η Κλυταιμνήστρα διαθέτει εκείνη τη μαγική ιδιότητα του τέρατος, που καταφέρνει και γίνεται συμπαθής», λέει η Νικαίτη Κοντούρη. «Οπως συμβαίνει με όλες τις προσωπικότητες υφασμένες από πολλά και διαφορετικά υλικά, φορτισμένες με ποικίλα ηλεκτρικά φορτία. Αυτό φαίνεται στον τρόπο που παρεμβαίνει στη διάθεση του χορού. Οταν καταλαβαίνει ότι εκείνος ενώνεται σε σώμα, τον διαλύει, τον προσεταιρίζεται. Υποδέχεται υποκριτικά τον Αγαμέμνονα, τον παρασέρνει στο παλάτι για να εκτελέσει τα σχέδιά της».

 

Ο Αγαμέμνων, η επιτομή της ύβρεως. Θα περπατήσει στο κόκκινο χαλί που του έχει στρώσει ύπουλα η Κλυταιμνήστρα για να εκπληρωθεί η κενοδοξία του, για να αποτυπωθεί η τυφλότητα του ανθρώπου μέσα από μια πράξη εξομοίωσης με τους θεούς.

 

«Φτάνοντας εκφωνεί έναν τέτοιο πολιτικό λόγο, που αφήνει άφωνο τον χορό αλλά κι εμάς…», λέει η σκηνοθέτις. «Μετά από τόσες συμφορές, μιλάει για τα θετικά του πολέμου. Το πιο εντυπωσιακό είναι πως κολακεύεται από τις τιμές. Είναι τόσο αρχετυπική στάση η αλαζονεία της εξουσίας, των ισχυρών. Βλέποντας την είσοδό του νομίζεις ότι θα στραφεί κάνοντας νεύμα στην Κασσάνδρα να κατέβει, παραπέμποντας συνειρμικά σε πλάνα αφίξεων πολιτικών του καιρού μας…».

 

Η Τρωαδίτισσα Κασσάνδρα (Θεοδώρα Τζήμου), ιέρεια του Απόλλωνα, έχει το χάρισμα και την κατάρα να προφητεύει αλλά να μην την πιστεύει κανένας. Σκλάβα τώρα και παλλακίδα του Αγαμέμνονα, αφού μείνει μεγάλο διάστημα σιωπηλή, περίκλειστη στον κόσμο της, ξεσπά σ’ έναν παραληρηματικό θρήνο, μαντεύοντας τα ανατριχιαστικά μελλούμενα κι ύστερα αναζητά το δολοφονικό χέρι της Κλυταιμνήστρας.

 

«Είναι ένα πλάσμα σε τρομακτική εγρήγορση, που οσφραίνεται τι θα συμβεί και επιβεβαιώνεται σε όλα», λέει η σκηνοθέτις. «Αυτό δεν το αντέχουν οι άνθρωποι. Οπως εμείς σήμερα δεν αντέχουμε την αγάπη, τη γνώση. Δεν αντέχουμε να μας ανοίγουν τα μάτια».

 

Ο Αίγισθος, ορμώμενος από την οικογενειακή βεντέτα, μένει στη σκιά. Δεν εκτίθεται αλλά έχει το σχέδιό του. Είναι προγραμματισμένος από τη μοίρα να εκδικηθεί για τον πατέρα του και μετά να πεθάνει.

 

«Τέτοια κείμενα είναι κόσμοι μεγάλοι με εξαίσιο φως κι ας είναι πνιγμένα στο αίμα», λέει η Νικαίτη Κοντούρη. «Το ζητούμενο είναι συνεχώς η απόδοση δικαιοσύνης. Εργα ικανά να προσφέρουν ευτυχία στους καλλιτέχνες που ασχολούνται προσπαθώντας με σεβασμό να αναδείξουν το νόημά τους, να το μεταφέρουν στον θεατή».

 

Το σκηνικό αποτελείται από ένα μεγάλο πολυμορφικό μεταλλικό τραπέζι σε σχήμα Π. Ενα μεγάλο κουτί «θαυμάτων» και εκπλήξεων που δημιουργεί όλους τους χώρους του έργου. Οι δώδεκα ηθοποιοί φορούν παντελόνι και σακάκι όταν τους καλεί στη σκηνή ο «μάγος» κλαρινετίστας. Εκεί ενδύονται τα κοστούμια των ρόλων. Αυστηρή η χορογραφία, ερεβώδεις μουσικές, αντιστικτικές στο φως και το σκοτάδι, που εναλλάσσονται στη δράση, στην ατμόσφαιρα.

 

Πόσο αφορά άραγε το αρχαίο δράμα τον Ελληνα που παίζει ο ίδιος στο δικό του σύγχρονο δράμα; «Είναι σαν να αναρωτιόμαστε για την παιδεία, τον πολιτισμό», λέει η Νικαίτη Κοντούρη. «Ξέρω ότι το αρχαίο δράμα παρηγορεί, διδάσκει. Δεν ξέρω πόσο κινητοποιεί σήμερα, πόσο αφορά τις ανάγκες μας. Πάντως συνδέεται με το αιώνιο ζήτημα της πάσχουσας παιδείας. Τα παιδιά μας κληρονομούν έναν τόπο με μισή γνώση, μισή κουλτούρα, μισή υγεία. Κανείς δεν εγγυάται εδώ που φτάσαμε ποιοι και πώς θα καθαρίσουν την κόπρο του Αυγείου. Ολα είναι παρανοϊκά. Ωστόσο βλέπω το αίσθημα της αλληλεγγύης να λειτουργεί κι αυτό είναι συγκινητικό. Βλέπω εθελοντές, αντί να μένουν άπραγοι, κλεισμένοι σπίτι τους, να προσφέρουν στην κοινωνία».

 

[email protected]

 

Info: Θέατρο Βράχων Βύρωνα «Μελίνα Μερκούρη». «Αγαμέμνων» του Αισχύλου. Μετάφραση: Νικολέττα Φριτζήλα. Σκηνικά- κοστούμια: Γιώργος Πάτσας. Χορογραφία: Ερμής Μαλκότσης. Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ. Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μηνάς Χατζησάββας, Θεοδώρα Τζήμου, Βασίλης Μπισμπίκης, Θέμης Πάνου, Βασίλης Χαλακατεβάκης. Χορός: Θύμιος Κούκιος, Βασίλης Πουλάκος, Kρις Ραντάνοφ, Κώστας Φαλελάκης, Μενέλαος Χαζαράκης. Κλαρινέτο: Χρήστος Καλκάνης.

Scroll to top