ΤΣΕΧΙΑ Ο Ζέμαν έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Γίζι Ρούσνοκ τερματίζοντας την κρίση που ξεκίνησε με την παραίτηση Νέτσας μετά από σκάνδαλο μεγάλων διαστάσεων
ΒΙΕΝΝΗ Του Δημήτρη Δημητρακούδη
Με την απόφασή του την περασμένη Τρίτη να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον οικονομολόγο και πρώην υπουργό Οικονομικών της κυβέρνησης, της οποίας ηγείτο ο ίδιος ως πρωθυπουργός την περίοδο 1998-2002, Γίζι Ρούσνοκ, ο πρόεδρος της Τσεχίας Μίλος Ζέμαν απέδειξε ότι παίρνει σοβαρά τον ρόλο του ύπατου αξιώματος, εξαντλώντας τις δικαιοδοσίες που του παρέχει το Σύνταγμα της χώρας, ιδιαίτερα όταν δίνει με τον τρόπο αυτό ένα τέλος στη σήψη της παραπαίουσας εδώ και μήνες δεξιάς κυβέρνησης του Πετρ Νέτσας.
Τρικομματικό σκάνδαλο
Διότι το σκάνδαλο το οποίο ανάγκασε τον πρωθυπουργό Νέτσας σε παραίτηση είχε πολλές και τεράστιες διαστάσεις -δωροδοκία, διαφθορά, κατάχρηση εξουσίας, μυστικές παρακολουθήσεις- αλλά και αρκετό «ροζ» χρώμα, με εμπλεκόμενους από το στενό περιβάλλον τού επικεφαλής του δεξιού τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού.
Μόλις μία ώρα πριν από την απόφασή του, τα μέλη της απερχόμενης κυβέρνησης ενημέρωναν γραπτώς -και με υπογραφές 101 βουλευτών της οριακής πλειοψηφίας που διαθέτει η Δεξιά στο σύνολο των 200 εδρών- τον πρόεδρο της χώρας για την πρόθεσή τους να συνεχίσουν το έργο τους προτείνοντάς του ως πρωθυπουργό την πρόεδρο της Βουλής Μιροσλάβα Νέμτσοβα.
Η απόφαση του Μίλος Ζέμαν να αναθέσει την εντολή στον 52χρονο Γίζι Ρούσνοκ δεν πρέπει να αιφνιδίασε κανέναν, καθώς ο ίδιος, ήδη μερικά εικοσιτετράωρα νωρίτερα, είχε διαμηνύσει πως είναι, κατά κάποιο τρόπο, καθήκον του να απαλλάξει από το ταλανιζόμενο εξαιτίας σκανδάλων και παραπαίον κυβερνητικό σχήμα τούς, άκρως δυσαρεστημένους και πληττόμενους από τα αντιλαϊκά κυβερνητικά μέτρα, πολίτες.
Η αντικατάσταση του Πετρ Νέτσας από τη Μιροσλάβα Νέμτσοβα απλώς θα παρέτεινε, κατά την άποψη του Τσέχου προέδρου, τη ζωή αυτής της κυβέρνησης και, ως εκ τούτου, αφού οι Σοσιαλδημοκράτες δεν φαίνονταν πρόθυμοι να αναλάβουν αυτή τη στιγμή την κυβερνητική ευθύνη, η μόνη διέξοδος που προσφερόταν ήταν η κυβέρνηση τεχνοκρατών υπό τον Ρούσνοκ.
Βέβαια, με την απόφασή του αυτή, ο Μίλος Ζέμαν έχει απέναντί του έστω και την οριακή πλειοψηφία των 101 βουλευτών της Δεξιάς, αν όχι και ολόκληρη τη Βουλή, όπως διατείνονται οι αντίπαλοί του, με πρώτο και καλύτερο τον αρχηγό τού μέχρι τώρα συγκυβερνώντος δεξιο-νεοφιλελεύθερου κόμματος ΤΟΠ 09 και πρώην υπουργό Εξωτερικών με αριστοκρατικές ρίζες, Κάρολ Σβάρτσενμπεργκ, που υπήρξε ο κύριος αντίπαλός του και ηττημένος, στις πρώτες με λαϊκή ετυμηγορία προεδρικές εκλογές στην Τσεχία τον περασμένο Ιανουάριο.
Ακριβώς αυτή τη λαϊκή ετυμηγορία, καθώς είναι ο πρώτος πρόεδρος της χώρας που έχει εκλεγεί απευθείας από τον λαό, επικαλείται ο Μίλος Ζέμαν, θεωρώντας προφανώς πως από αυτήν απορρέουν και οι αρμοδιότητές του ή ακόμη και κάποιες υπερεξουσίες του, ιδιαίτερα σε τέτοιες κρίσιμες καταστάσεις, αν και αυτή η θέση φαίνεται να διχάζει τους διάφορους Τσέχους συνταγματολόγους, εξαιτίας και των κενών που φέρεται να έχει το Σύνταγμα.
Ως παράδοξο αφήνεται να εννοηθεί το γεγονός πως ακόμη και αν η απόφαση του προέδρου για την κυβέρνηση τεχνοκρατών δεν εξασφαλίσει την απαραίτητη πλειοψηφία στη Βουλή, αυτή μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά της.
Προϋπόθεση είναι ο πρόεδρος να αντικαταστήσει τον πρώτο στον οποίο έδωσε την εντολή σχηματισμού της, με κάποιο άλλο πρόσωπο, χωρίς, από την άλλη, να του τίθενται χρονικοί περιορισμοί από το Σύνταγμα, κάτι που σημαίνει ότι μια τέτοια κυβέρνηση θα οδηγήσει τελικά τη χώρα στις εκλογές, των οποίων η κανονική ημερομηνία διεξαγωγής είναι ο Μάιος του 2014.
Πυρηνικές βλέψεις
Αυτή η μεταβατική κυβέρνηση θα μπορέσει, όπως ακούγεται από το περιβάλλον του προέδρου, να υλοποιήσει τους στόχους και τις υποσχέσεις του απέναντι στους ψηφοφόρους, προχωρώντας από την αύξηση των μισθών μέχρι και τη σύσταση ενός τσεχο-ρωσικού κονσόρτσιουμ για την αποπεράτωση των σύγχρονων εγκαταστάσεων του εργοστασίου πυρηνικής ενέργειας στο Τέμελιν.
Από την πλευρά της, πάλι, η Βουλή μπορεί να αντισταθεί στην απόφαση του Τσέχου προέδρου αποφασίζοντας τη διάλυσή της και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, για την οποία χρειάζεται όμως πλειοψηφία τριών πέμπτων, που όμως δεν φαίνεται να είναι δεδομένη, ακόμη και αν τα δύο κύρια κόμματα της μέχρι τώρα αντιπολίτευσης, Σοσιαλδημοκρατικό και Κομμουνιστικό, θα την υπερψήφιζαν.