08/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Μερσιέ και Καμιέ» του Μπέκετ, Φεστιβάλ Αθηνών

Νίκη επί του χρόνου και της φθοράς

      Pin It

 Ο Γιάννης Κακλέας, ο ανίερος αυτός σκηνοθέτης, έφτασε πίσω στην ιερή αφετηρία ενός θεάτρου που μπορεί να λειτουργήσει ερήμην του θεατή, που γίνεται προς χάριν του κοινού, αλλά χωρίς την εκβιαστική, ψυχαναγκαστική παρουσία του. Οπως λειτουργούν τα έρημα ξωκλήσια, έτσι και η παράσταση του Μπέκετ έμοιαζε με μια μυσταγωγία, όπου τον πρώτο λόγο είχε η ίδια η τελεστική αφιέρωση του καλλιτέχνη στον πνευματικό σκοπό του

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Στο φετινό φεστιβάλ, που νομίζω πως αγωνιά περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά για τη φεστιβαλικότητά του, η παράσταση, η απόπειρα, το στοίχημα του Γιάννη Κακλέα έλαμψε εξαρχής σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Μια παράσταση όπου το ζητούμενο δεν ήταν το ανέβασμα του προδρομικού κειμένου του Μπέκετ, αλλά μια τρομερή και φοβερή αυτοαναφορικότητα, με την οποία η παράσταση φτάνει να ανεβάζει τον ίδιο τον εαυτό της. Είκοσι τέσσερις συνεχείς ώρες ακρόασης δεν αποσκοπούν φυσικά στο να μας πουν μόνο κάτι για τον Mπέκετ ή τη λογοτεχνία του. Σκοπό έχουν να πουν κάτι για τον ίδιο τον καλλιτέχνη, για τα όριά του και τη θέση του στην κοινωνία. Τελικά κάτι που αφορά εμάς τους ίδιους.

 

Αν το καλοσκεφτούμε, πρόκειται για ζητούμενο που αποτελούσε –όπως φαίνεται τώρα, εκ των υστέρων– σταθερό στόχο του ίδιου του Κακλέα. Γι’ αυτόν το θέατρο δεν εξαρτάται μόνο από το πώς ανεβάζω ένα έργο, αλλά και από το ακροατήριο που επιλέγω για κοινό μου. Θυμηθείτε τον «Τεχνοχώρο»: Περίεργες και ακραίες δραματοποιήσεις, οριακά περιβάλλοντα και για κάποιο διάστημα πρωτοποριακές μεταμεσονύκτιες παραστάσεις.

 

Με και χωρίς θεατές

 

Τα πράγματα στην πορεία του Κακλέα είναι, φαίνεται, κυκλικά: Ο ανίερος αυτός σκηνοθέτης, ακολουθώντας τον μακρύ δρόμο αναζήτησης του κοινού, έφτασε πίσω στην ιερή αφετηρία ενός θεάτρου (ας το πω «θέατρο») που μπορεί να λειτουργήσει ερήμην του θεατή. Είκοσι τέσσερις ώρες παράσταση δεν σημαίνει μόνο ότι θα παίζω μπροστά σε διαφορετικούς θεατές – σημαίνει ακόμα πως έχω λάβει την απόφαση να παίξω ακόμα και χωρίς θεατές. Το συγκλονιστικό πράγμα στην απόφαση βρίσκεται ακριβώς εδώ, στην κατάληξη ενός θεάτρου που γίνεται προς χάριν του κοινού, αλλά χωρίς την εκβιαστική, ψυχαναγκαστική παρουσία του. Οπως λειτουργούν τα έρημα ξωκλήσια, έτσι και η παράσταση του Μπέκετ έμοιαζε να αποτελεί τη λειτουργία ενός περίεργου σκοτεινού ναού, μια μυσταγωγία όπου τον πρώτο λόγο είχε η ίδια η τελεστική αφιέρωση του καλλιτέχνη στον πνευματικό σκοπό του.

 

Πολλοί θα μου θυμίσουν ότι ανάλογες προσπάθειες –ανάλογες ως προς τη διάρκεια- έχουν γίνει στη διεθνή σκηνή πριν από αρκετά χρόνια. Δεν είναι διόλου το ίδιο. Εδώ δεν έχουμε την απόφαση να ανεβεί χωρίς διασκευή (και χωρίς την περίφημη αρχή της οικονομίας) ένα έργο-ποταμός, κάποιο μυθιστόρημα, ένα έπος, κάτι τέλος πάντων που να δικαιολογεί εσωτερικά το μακρόσυρτο ανέβασμα. Εδώ, είπαμε, είναι ο χρόνος το μήνυμα. Θα ήταν παράξενο αν η ίδια νουβέλα ξεπερνούσε σε άλλες συνθήκες και με άλλο ανέβασμα τις τέσσερις με πέντε ώρες. Κι όμως εδώ φτάνει τόσο με τη λούπα, το παρένθετο, την επανάληψη, με τον αργό μουσικό ρυθμό. Δημιουργεί μια ανάσα που μειώνεται σταδιακά για να αντέξει στις συνθήκες εγκλεισμού, στην καταπόνηση, στη διάρκεια. Και θέτει μια πνευματική συνθήκη, που ζητά να αποδειχθεί μεγαλύτερη και ισχυρότερη του σώματος.

 

Συνέβη λοιπόν το εξής με εμένα προσωπικά και με πολλούς άλλους. Σαν σε πανηγύρι, επιβολή του πλάγιου χρόνου που κινεί τις γιορτές μας, η παράσταση υπήρχε διαρκώς εκεί, στο κουτί της Πειραιώς. Μυστηριωδώς ήταν κάτι που κουβαλούσαμε μαζί μας ακόμα και όταν λείπαμε, ένα είδος ανάγκης που μας ζητούσε να επιστρέψουμε πίσω. Μέσα μας δρούσαν δύο θεατές: εκείνος που παρίσταται και εκείνος που επιστρέφει.

 

Αγωνίζομαι να διαγράψω με τα πενιχρά μου μέσα την αίσθηση της αποστολής, που διέκρινα στην κόπωση του Αρη Σερβετάλη, του Κώστα Φιλίππογλου και των υπόλοιπων καλλιτεχνών και τεχνικών, στη λάμψη της σωματικής κόπωσής τους, στη βαθιά συγκίνηση που όλοι από κοινού αισθανθήκαμε στο τέλος. Είμαι σίγουρος ότι αυτό που λέγεται «Μερσιέ και Καμιέ» ξεπερνούσε τις συνήθειες και τα αντανακλαστικά μας, τη θεωρία και την πράξη μας. Αποκτά νόημα μόνο αν το εντάξουμε στο πλαίσιο μιας πνευματικής κοινότητας που αγρυπνά, υπερβαίνει και καταλήγει στη νίκη επί του χρόνου και της φθοράς.

 

Υπάρχει και κάτι που δίνει στα πράγματα ακόμα πιο μεγάλη σημασία: Είναι που ο στόχος της παράστασης άρμοζε τόσο πολύ στο ίδιο το μπεκετικό σύμπαν. Δεν γνωρίζω να έχει παιχθεί στις άκρες του κόσμου άλλος τέτοιος Μπέκετ. Είχα πάντα την εντύπωση ότι η αγωνία αυτού του συγγραφέα δεν βρισκόταν στο να μιλήσει, αλλά στο να σωπάσει. Πώς αλλιώς θα μπορούσε το πρόπλασμα μιας λογοτεχνίας, που θέλει να αυτοκαταργηθεί και να επιστρέψει τον λόγο στην πρώτη του χειρονομία, στην άρρητη επικοινωνία, στη μυστηριακή φύση του, να οδηγηθεί στο θέατρο που οδηγήθηκε; Και πώς αλλιώς παρά βλέποντας –ζώντας- τη φθορά του σώματος που είδαμε στην Πειραιώς, μπορούμε να καταλήξουμε και εμείς πέρα από τη μελαγχολία του Μπέκετ, στην εκ μέρους του κατάφαση του ανθρώπου που φθείρεται, χάνει τα πιστεύω, την πυξίδα και τον θεό του κι όμως συνεχίζει να ζει και να αστειεύεται;

 

Θα μπορούσε δίχως άλλο να κοπεί αυτή η παράσταση στα έξι και να δώσει έξι αξιολογότατες εικόνες, με βαθιά πίστη στον υπερρεαλισμό, φαντασία και ποίηση, με πολλές κακλεϊκές εμμονές και άλλες τόσες κακλεϊκές υπερβάσεις. Τότε θα μπορούσαμε ίσως σαν θεατές να προβούμε από τη μεριά μας σε μια κατά μέρους ανάλυση και σχολιασμό. Δεν θα ήταν όμως το ίδιο. Τώρα έχουμε την παρουσία ενός θεάτρου που υψώνεται πάνω από τη φθορά και την ανάγκη μας, σαν καρπός συνεργασίας, αδελφοσύνης και τρέλας. Νιώθεται αλλιώς.

Scroll to top