Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς, που είχε δίπλα του δώδεκα σοφούς συμβουλάτορες. Για κάθε τι που έκανε, ρώταγε τους σοφούς κι εκείνοι ξεφύλλιζαν τα βιβλία τους κι αφού τα διάβαζαν, του έδιναν την απάντηση. Μια μέρα τους ρώτησε: «Πού είναι καλύτερα να κάνω τη βόλτα μου;» Οι σοφοί ξεφύλλισαν τα βιβλία και του είπαν: «Ο καλύτερος τόπος είναι η έρημος». Εκείνος πήγε στην έρημο κι όταν βρέθηκε ανάμεσα σε δύο μεγάλους αμμόλοφους, ρώτησε τους σοφούς του: «Προς τα πού να τραβήξω;» Αφού ξεφύλλισαν τα βιβλία τους, είπαν: «Προς την ανατολή, βασιλιά». Κι εκείνος τραβώντας προς την ανατολή έπεσε πάνω σε μια μερμηγκοφωλιά. Οταν τα μερμήγκια κατάλαβαν ότι ο μεγάλος βασιλιάς επισκέφτηκε την περιοχή τους, πήγαν να τον υποδεχτούν. Εκτός από ένα. Εκείνο κουβαλούσε κόκκους άμμου από τη μια πλευρά στην άλλη. Ο βασιλιάς πλησίασε, έπιασε το μυρμήγκι, το έφερε μπροστά στα μάτια του και το ρώτησε:
- Τι κάνεις εκεί, μερμηγκάκι;
- Δεν βλέπεις, βασιλιά μου; Μεταφέρω κόκκους άμμου από τη μια πλευρά στην άλλη.
- Και γιατί το κάνεις αυτό;
- Γιατί θέλω να ανοίξω δρόμο, να βρω την αγάπη μου που βρίσκεται πίσω από το λόφο.
Ο βασιλιάς γέλασε και είπε:
- Μερμηγκάκι, αν σηκώσεις το κεφάλι σου, δεν πρόκειται να δεις ούτε την κορυφή του αμμόλοφου. Ολη τη ζωή σου αν δουλεύεις, την επόμενη κι άλλες τόσες, δεν θα ήταν αρκετές για να μετακινήσεις αυτούς τους τόνους άμμου.
Και το μερμήγκι απαντάει:
- Βασιλιά μου, αυτά τα λες εσύ και οι όμοιοί μου τα μερμήγκια. Εγώ λέω ότι, ακόμα κι αν χάσω τη ζωή μου στην προσπάθειά μου να ανοίξω δρόμο, θα ξέρω ότι την έχασα για την ελπίδα της αγάπης.
Ο βασιλιάς τότε άφησε το μερμήγκι κάτω κι έκανε νεύμα να έρθουν κοντά του οι σοφοί. «Εσείς νομίζετε ότι όλη η σοφία του κόσμου βρίσκεται μέσα στα φύλλα των βιβλίων σας. Κι εγώ σήμερα κατάλαβα ότι όλη η σοφία του κόσμου βρίσκεται μέσα στα φύλλα της καρδιάς».