→Η υπόθεση Καλντερόλι ο οποίος παρομοίασε με ουραγκοτάγκο τη μαύρη υπουργό Κιέντζ, έφερε στο προσκήνιο την ξενοφοβία στην ιταλική κοινωνία
Του Θεόδωρου Ανδρεάδη-Συγγελλάκη
Μιλάμε μόνο για την πιο πρόσφατη, μιας μακράς σειράς απαράδεκτων παρεμβάσεων. Παρακολουθήσαμε όλοι τον σάλο που προκάλεσαν οι δηλώσεις του αντιπροέδρου της Γερουσίας στη Ρώμης και στελέχους της Λέγκα, Ρομπέρτο Καλντερόλι, ο οποίος δεν δίστασε να παρομοιάσει την έγχρωμη υπουργό, αρμόδια για την ένταξη των μεταναστών, Σεσίλ Κιέντζ, με ουραγκοτάγκο.
Ο πρωθυπουργός Ενρίκο Λέτα ζήτησε από τον αρχηγό της Λέγκα, Ρομπέρτο Μαρόνι, να «παραιτήσει» τον Καλντερόλι από την αντιπροεδρία της Γερουσίας, στο Διαδίκτυο μαζεύτηκαν πάνω από εκατόν πενήντα χιλιάδες υπογραφές με το ίδιο αίτημα, όλοι οι σχολιαστές καταδίκασαν με ξεκάθαρο τρόπο την ασύλληπτη δήλωση του γνωστού πολιτικού της Λέγκα. Ο ίδιος, όμως, έμεινε τελικά στη θέση του, σχεδόν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Ο Καλντερόλι, επισήμως, ζήτησε συγγνώμη από τη σαρανταεννιάχρονη υπουργό με καταγωγή από το Κονγκό -γιατρός στο επάγγελμα, παντρεμένη με Ιταλό από την Καλαβρία- αλλά πρόσθεσε συγχρόνως ότι «η Γερουσία πρέπει να τον κρίνει μόνο για όσα λέει μέσα στο Κοινοβούλιο», ενώ για τα υπόλοιπα «δικαιούνται να εκφράζουν άποψη μόνο οι ψηφοφόροι».
Το παραλήρημα του Καλντερόλι βρήκε αμέσως υποστηρικτές στο εσωτερικό του κόμματός του: περιφερειακός σύμβουλος της Λέγκα, σε κωμόπολη έξω από την Μπρέσια, ανάρτησε φωτογραφία της Κιέντζ και ενός πιθήκου στο Facebook, με γραμμένο από κάτω το σχόλιο: «Είναι σαφές, είναι αδελφές και τις χώρισαν λίγο μετά τη γέννησή τους». Και σε αυτή την περίπτωση υιοθετήθηκε η γνωστή στρατηγική. Οταν άρχισαν οι πρώτες διαμαρτυρίες, ο υπεύθυνος δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι «όσοι τον κατακρίνουν, δεν καταλαβαίνουν την ειρωνική χροιά της παρέμβασής του».
Tο όλο θέμα, φυσικά, δεν αφορά μόνο τη Λέγκα και τις γνωστές ξενοφοβικές τάσεις της. Η ιταλική κοινωνία, μετά την υπόθεση αυτή, η οποία εξέθεσε τη χώρα διεθνώς (όπως δήλωσε ο ίδιος ο Ενρίκο Λέτα), καλείται να κοιτάξει κατάματα το πρόβλημα και να απαντήσει στο ερώτημα: Πρόκειται, τελικά, για μια ρατσιστική χώρα που δεν γνωρίζει τι σημαίνει ανοχή και πολυπολιτισμική συνύπαρξη;
Είναι προφανές ότι η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί εύκολα και δεν γίνεται, ούτως ή άλλως, να είναι μονοδιάστατη. Σίγουρα, όμως, αυτό που μπορώ να καταγράψω, ως προσωπική και επαγγελματική εμπειρία, είναι ότι υποτιμήθηκαν έως τώρα άκρως ανησυχητικές ενδείξεις και γεγονότα.
Ολοι γνωρίζουν, παραδείγματος χάριν, ότι ο παίκτης της Μίλαν Μάριο Μπαλοτέλι (ένας έγχρωμος εικοσιτριάχρονος ποδοσφαιριστής, που όταν ήταν μικρός υιοθετήθηκε από ιταλική οικογένεια) αναγκάστηκε επανειλημμένα να διακόψει τη συμμετοχή του σε αγώνες, διότι οι φίλαθλοι της αντίπαλης ομάδας των γιούχαραν και έριχναν στο γήπεδο μπανάνες για να τον προσβάλουν.
Οπως όλοι γνωρίζουν, επίσης, ότι η Λάτσιο διστάζει να αγοράσει μαύρο παίκτη, διότι φοβάται την αντίδραση των οπαδών της.
Ενα ακόμη παράδειγμα: στην ιταλική τηλεόραση εργάζεται ένας μόνο έγχρωμος δημοσιογράφος, ο οποίος -όπως έχει δηλώσει- συνδεόταν στενότατα, στο παρελθόν, με δεξιό πολιτικό κόμμα. Για τους υπόλοιπους, προφανώς, δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσληψης.
Το σημαντικότερο θέμα, τέλος, συνδέεται με τα δικαιώματα των παιδιών των μεταναστών: η Κεντροαριστερά ζητά να μπορούν να λαμβάνουν την ιταλική υπηκοότητα αυτόματα, μόλις γεννιούνται. Η Σεσίλ Κιέντζ και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Τζόρτζο Ναπολιτάνο, δίνουν αγώνα για να εγκριθεί ο σχετικός νόμος, αλλά η πλειοψηφία του Κοινοβουλίου είναι αντίθετη. Από την έκβαση της προσπάθειας αυτής, πιστεύω, θα εξαρτηθεί και δυνατότητα να περιοριστούν οι διάφορες ξενοφοβικές και ρατσιστικές, απάνθρωπες διαθέσεις…