Του Γιώργου Σταματόπουλου
Κάτι που κάνει απωθητικούς πολλούς ανθρώπους είναι το κατσούφικο ύφος τους, το παγερό τους, άδειο και απλανές βλέμμα, η άρνησή τους να χαμογελάσουν, να γελάσουν, να μην ντραπούν να συμπεριφερθούν σαν παιδιά. Αυτό το ειδεχθές προσωπείο, αντί να αποδιωχτεί από την καθημερινότητα της κρίσης (ή από την κρίση της καθημερινότητας), ενθρονίστηκε στους τρόπους μας και μας πανικοβάλλει, σαν το κεφάλι της Μέδουσας που μόλις το αντίκριζαν πέτρωναν. Το προσωπείο του θανάτου επικυριαρχεί κι εμείς εκεί, το ανεχόμαστε, το δικαιολογούμε, εάν δεν το φοράμε κιόλας. Υπάρχει ένα πολύ ωραίο βιβλίο σχετικό, του Ζαν Πιέρ Βερνάν με τίτλο «Το βλέμμα του θανάτου», αλλά έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που το διάβασα. Θα το ξανακοιτάξω.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αντίρρηση στη ζωή από την ύπαρξη τέτοιων προσωπείων, ειδικώς στις θερινές ευδίες. Κάνουν τη χαρά να αιμορραγεί, όπως και την κατάφαση στη ζωή. Φταίει η κακή διατροφή, φταίει ο χώρος διαμονής, το περιβάλλον εργασίας, το κλίμα, ναι. Ολη αυτή η ξινότητα που εκπέμπουμε πηγάζει από τα εντόσθια, από την κακή στάση του σώματος, από την αδηφαγία της καμπούρας, από την καμπούρα της αδηφαγίας (μας). Το στομάχι και το σώμα δεν υπακούουν στην ολιγάρκεια και στην απελευθέρωσή τους από καταναλωτικά σκουπίδια. Είναι ενθαρρυντικό εντούτοις το γεγονός ότι συνεπείς διά βίου αλκοολικοί ανακαλύπτουν όψιμα την καθαρότητα του ύδατος και ότι επίσης συνεπείς αρειμάνιοι καπνιστές λησμονούν τη γλυκιά νάρκη του καπνού. Μικρές, επαναστατικές αλήθειες (;) απότοκες της ηλικίας της κρίσης ή της κρίσης, μήπως, της ηλικίας; Οι αρθρώσεις ανοιγοκλείνουν ευχάριστα, το μούδιασμα πάει περίπατο. «Και δεν μου λες, ρε φίλε, τα θέλεις και τα λες ή σου ξεφεύγουν;» μου λέει ο συνήθως αδιάφορος για το τι λέω παιδικός φίλος. (Τι μαγική έκφραση ο παιδικός φίλος!).
Εντάξει, αλλά οι ξινοί άνθρωποι εξακολουθούν να (με) ενοχλούν, να ασχημαίνουν την επικοινωνία, να βεβηλώνουν την ιερότητα του πλαγκτού, του ταραξικάρδιου σπλάχνου. Γιατί τα σώματα παύουν να εμπνέονται και να ορχούνται σε ρυθμούς φυσιολογίας ή και μεταρσίωσης.
Βρίσκουν έτσι χώρο να μεγαλαυχούν όσοι τα βλέπουν όλα κακά, στραβά κι ανάποδα…
Παράλληλα, χάνεται ο τόπος της εμπειρίας, ως ταυτόσημης του εκφράζεσθαι, είτε με τον λόγο, είτε με τη γλώσσα του σώματος, είτε με το παιχνίδισμα των μορφασμών. Κυρίως όμως, κι αυτό φαντάζει εγκληματικό, χάνεται το παιχνίδι, η πρώτιστη, ίσως, μορφή επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Χάνεται επίσης η πραγματικότητα προς όφελος μιας σκοτεινής, βδελυρής ψυχολογίας. Τι να πεις με ξινούς ανθρώπους; Οτι κινδυνεύει η Δημοκρατία;