Τον Σεπτέμβριο του 2013 θα συμπληρωθούν είκοσι χρόνια από τη Συμφωνία του Οσλο ανάμεσα στους Ισραηλινούς και τους Παλαιστινίους
→Σε περίπτωση που οι συνομιλίες καταλήξουν σε συμφωνία ειρήνης, θα πρέπει να γίνει αποδεκτή από την κυβέρνηση συνασπισμού, να επικυρωθεί από το Κοινοβούλιο και να τεθεί προς έγκριση από τους Ισραηλινούς πολίτες μέσω δημοψηφίσματος
Της Βιβής Κεφαλά*
Στις 29 Ιουλίου άρχισε στην Ουάσινγκτον ο νέος κύκλος ειρηνευτικών συνομιλιών μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, ύστερα από τρία ολόκληρα χρόνια διακοπής τους, ανταμείβοντας έτσι προσπάθειες μηνών της αμερικανικής διπλωματίας. Επικεφαλής των διαπραγματευτικών ομάδων Ισραηλινών και Παλαιστινίων είναι η Τζίπι Λίβνι και ο Σάεμπ Ερεκάτ, αντιστοίχως, που είναι παλιοί γνώριμοι. Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για εξαιρετικά δύσκολες διαπραγματεύσεις, δεδομένων όχι μόνο των συνθηκών που επικρατούν στο εσωτερικό κάθε πλευράς, αλλά και διότι για να επιτύχουν οι ειρηνευτικές συνομιλίες θα πρέπει τα δύο μέρη να κάνουν πολύ σοβαρές υπερβάσεις σε σχέση με τις λεγόμενες κόκκινες γραμμές τους.
Πέραν αυτού, κανείς από τους επικεφαλής των δύο αντιπροσωπειών δεν διαθέτει -αν και για διαφορετικούς λόγους- ούτε το απαραίτητο γόητρο ούτε το αναγκαίο πολιτικό βάρος για να πείσει την εσωτερική κοινή γνώμη να αποδεχθεί μια ειρηνευτική συμφωνία.
Τέλος, πριν από την έναρξη των συνομιλιών, η κυβέρνηση Νετανιάχου υιοθέτησε σχέδιο νόμου, σύμφωνα με το οποίο -σε περίπτωση που οι συνομιλίες καταλήξουν σε συμφωνία ειρήνης- θα πρέπει να γίνει αποδεκτή από την κυβέρνηση συνασπισμού, να επικυρωθεί από το Κοινοβούλιο και στη συνέχεια να τεθεί προς έγκριση από τους Ισραηλινούς πολίτες μέσω δημοψηφίσματος. Επομένως, η επιτυχής έκβαση των συνομιλιών μπορεί να θεωρηθεί τουλάχιστον αμφίβολη και, κατά συνέπεια, τίθεται το ερώτημα γιατί επιμένει η Ουάσινγκτον στην πραγματοποίησή τους.
Μια πρώτη απάντηση είναι ότι εφόσον το πρόβλημα συνεχίζει να υπάρχει θα πρέπει να συνεχιστούν και οι προσπάθειες επίλυσής του και άρα η Ουάσινγκτον δεν έχει άλλη επιλογή από το να προσπαθεί να πείσει τα εμπλεκόμενα μέρη για την αναγκαιότητα «έντιμων συμβιβασμών».
Πέρα όμως από το αυτονόητο αυτό συμπέρασμα, οι ΗΠΑ οφείλουν να προσπαθήσουν για την επίλυση του Παλαιστινιακού, μια και βρίσκεται στο επίκεντρο των προβλημάτων της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, που αυτή την περίοδο διέρχεται μια περίοδο εξαιρετικά ρευστή και συγκρουσιακή.
Πράγματι, μετά τις αραβικές εξεγέρσεις η Μέση Ανατολή μοιάζει να βρίσκεται σε μια επικίνδυνη δίνη συγκρούσεων, οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου όχι μόνο δεν ατονούν αλλά εντείνονται, καθώς κανένα από τα προβλήματα που οδήγησαν τις αραβικές χώρες στην εξέγερση δεν έχει επιλυθεί.
Ετσι, η κατάσταση που διαμορφώνεται σήμερα μοιάζει να είναι ανεξέλεγκτη, διότι αν η συριακή κρίση αποτελούσε πηγή σοβαρών ανησυχιών εξαιτίας της διάρκειας, της έκτασης και της έντασής της, η κατάσταση εμφυλίου που διαμορφώνεται στην Αίγυπτο μετά την ανατροπή του ισλαμιστή προέδρου Μόρσι από τον στρατό δημιουργεί συνθήκες αλυσιδωτών περιφερειακών εκρήξεων.
Ενα τέτοιο ενδεχόμενο, εξαιρετικά επικίνδυνο για τις χώρες της περιοχής, θα σήμαινε παράλληλα και την κατάρρευση της όποιας αμερικανικής επιρροής υπάρχει ακόμα στην περιοχή, πράγμα που δεν αφορά απλώς το γόητρο της Ουάσινγκτον, αλλά αποτελεί ένα διακύβευμα ζωτικής σημασίας, το οποίο αφορά την ενεργειακή της ασφάλεια. Ετσι, ο Αμερικανός πρόεδρος φαίνεται να επιδιώκει την αντιμετώπιση των μεσανατολικών προβλημάτων με τη χρήση έξυπνης ισχύος, με έμφαση στη διπλωματία και σημείο εκκίνησης το Παλαιστινιακό.
Στόχος είναι να αποκατασταθεί τουλάχιστον η ελπίδα επίλυσης του κεντρικού προβλήματος της Μέσης Ανατολής, πράγμα που αναμένεται ότι θα συντελέσει στη σταδιακή μείωση των εντάσεων. Κάτι τέτοιο θα συμβάλει στην επίτευξη περιφερειακής σταθερότητας, η οποία με τη σειρά της θα επιτρέψει όχι μόνο την άσκηση αμερικανικής ηγεμονίας, αλλά και την εκμετάλλευση των πλούσιων υποθαλάσσιων ενεργειακών πηγών που βρίσκονται στην ανατολική Μεσόγειο.
Ωστόσο, αν και μια τέτοια προσέγγιση είναι ρεαλιστική και αναγκαία, δεν επαρκεί. Τον Σεπτέμβριο του 2013 θα συμπληρωθούν είκοσι χρόνια από τη Συμφωνία του Οσλο ανάμεσα στους Ισραηλινούς και τους Παλαιστινίους. Μια συμφωνία που χαρακτηρίστηκε ιστορική –και πράγματι ήταν δεδομένων των συνθηκών– αλλά που δεν εμπεριείχε παρά το αυτονόητο, δηλαδή την αμοιβαία αναγνώριση των δύο λαών και το αναφαίρετο δικαίωμά τους να ζουν εντός ασφαλών και διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων.
Εκτοτε, επήλθαν δραματικές αλλαγές τόσο σε περιφερειακό όσο και σε διεθνές επίπεδο, όμως το παλαιστινιακό πρόβλημα όχι μόνο παραμένει άλυτο, αλλά γίνεται όλο και πιο δύσκολο να επιλυθεί, κυρίως εξαιτίας των τετελεσμένων που έχει δημιουργήσει το Ισραήλ με τη συνεχή επέκταση των οικισμών του σε παλαιστινιακά εδάφη, αλλά και με την ευρύτατα διαδεδομένη άποψη στο εσωτερικό του ότι «το Παλαιστινιακό αποτελεί αραβικό πρόβλημα».
Για να μπορέσουν, λοιπόν, οι ΗΠΑ να σηματοδοτήσουν την αρχή του τέλους της βίας στην περιοχή θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν όση πειθώ και επιρροή διαθέτουν, ώστε να πείσουν τα ενδιαφερόμενα μέρη ότι μια κοινά αποδεκτή λύση είναι η καλύτερη για όλους…
…………………………………………………………………………………………………………………………….
* Επίκουρη καθηγήτρια Διεθνούς Πολιτικής στη Μέση Ανατολή, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου