Της Αννας Δαμιανίδη
Οταν ήμουν παιδί, πήγαινα κάθε καλοκαίρι στην κατασκήνωση των υπαλλήλων Τραπέζης της Ελλάδος στην Πάρνηθα, όπου περνούσα ένα μήνα στο περιβάλλον που θα ήθελα να ζω όλους τους μήνες: μέσα στη φύση. Στο θέμα της παιδαγωγικής συμφωνώ προσωπικά με τον Ρουσό, θα ήθελα να μεγάλωνα στα δάση σαν τον Μόγλη, μέχρι τα δέκα μου, όπως λέει η συνταγή του. Ομως δυστυχώς μεγάλωνα στην Κυψέλη, εκτός από τον ευλογημένο αυτό μήνα, που ήταν εναλλάξ Ιούλιος και Αύγουστος. Τα πρώτα χρόνια είχε σκηνές η κατασκήνωση, μεγάλες σκηνές όπου χωρούσαν δώδεκα κρεβάτια κι έπρεπε να σκύβεις όταν έφτανες στην άκρη, αλλά πολύ γρήγορα της έμεινε μόνο το όνομα. Σταδιακά αντικαταστάθηκαν οι σκηνές από κτίσματα που τα λέγαμε «παγκαλό», πολύ όμορφα και οικολογικά, μοντέρνα, προσεγμένα, αλλά που ήταν η αρχή της στροφής σε σταθερή παραθεριστική κατοικία και εκεί, όπως παντού.
Θυμάμαι το καραβόπανο εκείνων των παλιών σκηνών, καθώς βάφω τον φράχτη του σπιτιού μας στο χωριό, όπως τις θυμάμαι κάθε χρόνο που γυρίζω από τις διακοπές πότε με λουμπάγκο, πότε με αυχενικό, πότε με τσακισμένα γόνατα από τις διάφορες εργασίες στο πάντα προβληματικό χωριάτικο σπίτι που αποκτήσαμε στο μεταξύ. Οπως θυμάμαι και την καλαμένια καλύβα που είχαμε φτιάξει μια χρονιά στην παραλία της Σκύρου, κι είχα περάσει τις πιο αξέχαστες, τις πιο όμορφες διακοπές της ζωής μου.
Εχω ακούσει μάλιστα από σημερινούς παππούδες ότι οι δικοί τους παππούδες έφτιαχναν κι από φτέρες τέτοιες καλύβες, οι οποίες κρατούσαν όσο έπρεπε, ένα καλοκαίρι. Υστερα οι παραθεριστές μάζευαν τα πράγματά τους κι επέστρεφαν στην πόλη, η δε φύση έπαιρνε πίσω τα υλικά της. Τι μανία έπιασε όλο τον κόσμο με τα εξοχικά και γέμισε η ύπαιθρος εκτός σχεδίου δόμηση, από αυθαίρετα ατάκτως ερριμμένα μέχρι παλατάκια πάσης φύσεως στα περίφημα τέσσερα στρέμματα, όπου η αισθητική επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων (και λοιπών συμμαχικών δυνάμεων);
Υπάρχουν βέβαια ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές δημιουργίες, υπάρχει αναβίωση χωριών, ή έστω συντήρησή τους, όπως εδώ στο χωριό της γιαγιάς μου, τη Δράκεια Πηλίου, αλλά υπάρχει και τρέλα μπόλικη.
Βάφουμε, και μερεμετίζουμε, και μαστορεύουμε ένα κανονικό σπίτι, εξοπλισμένο πλήρως για μια ολόκληρη ζωή, σαν να ζούμε εδώ κανονικά μια παράλληλη ζωή χειμώνα – καλοκαίρι, ασυμβίβαστη, με όλα τα κομφόρ, την αληθινή μας ζωή. Κι όταν τελειώσουν οι διακοπές το κλείνουμε, το μανταλώνουμε το σπίτι της αληθινής ζωής, το αφήνουμε μονάχο να τα βγάλει πέρα και κατεβαίνουμε στην πόλη όπου περνάμε τους υπόλοιπους έντεκα μήνες σε κάτι που δεν μας εκφράζει, δεν το αγαπάμε, δεν το αναγνωρίζουμε. Είμαστε κατά βάθος άρχοντες, μικροί φεουδάρχες της εξοχικής μονοκατοικίας μας. Για να δούμε πόσοι αιώνες χρειάζονται για να γίνουμε πραγματικοί ευγενείς.
Στο μεταξύ, ένα κίνημα προσωρινής εξοχικής κατοικίας, σαν τις σκηνές και τις καλύβες που γνώρισα, θα έπρεπε πρώτα να ξεπεράσει τη δυσπιστία του νόμου περί αυθαιρέτων, περί ελεύθερου κάμπινγκ κ.λπ.
Συνεχίζω το βάψιμο.