Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Ως γνωστόν, σαν κάθε αληθινός ρομαντικός ο Τενεσί Ουίλιαμς συνάντησε στον Τενεσί Ουίλιαμς τον μεγαλύτερο εχθρό του. Βρίσκω προσωπικά συναρπαστικό τον λογοτεχνικό του μύθο. Και αυτό όχι τόσο όταν τον συναντώ στην πρώτη ακμή του, στο Μπρόντγουεϊ, δίπλα στην καταξίωση και τον πλούτο, που μόνο στα όνειρα της Αμερικής γίνονται ποτέ πιστευτά, αλλά όταν τον ακολουθώ στην ανεπίστρεπτη κάθοδο που ακολουθεί, στο ίδιο κλίμα αγωνίας, ανικανοποίητου και παρακμής που γέννησαν κάποτε στη σκηνή τα πλάσματά του.

 

Σε αυτή τη στιγμή ο Ουίλιαμς μου μοιάζει πολιτικός, αν και με τον πλάγιο αμερικανικό τρόπο. Είναι αλήθεια πως συχνά μεταξύ παλιού και νέου κόσμου χάνονται πολλά στη μετάφραση. Ετσι, και σε αυτή την περίπτωση είναι δύσκολο να βρούμε το πολιτικό -όπως το εννοούμε στην Ευρώπη- εντός ενός έργου τόσο ιδιωτικού όσο του Ουίλιαμς.

 

Μας διαφεύγει το εξής: πως το να γράφεις στην εποχή της Κάντιλακ και του νέον, όταν η υφήλιος γλείφει την καντιοζάχαρη της αμερικανικής κομεντί και χαζεύει εκστασιασμένη τα πιο διάσημα σκέλια του Χόλιγουντ πάνω από μια σχάρα ατμού, το να γράφεις τη στιγμή εκείνη για τα χαμένα πλάσματα του κόσμου αποτελεί από μια άποψη μια πράξη πολιτική – αν όχι ανατρεπτική.

 

Ο Ουίλιαμς είναι πολιτικός όσο μιλά για τη σκιά που αφήνει πίσω του η λάμψη του ονείρου της Αμερικής και για τη σκοτεινή πλευρά του ειδώλου της. Σε αυτή την όψιμη παραγωγή του μου μοιάζει ακόμα και ιδανικός λογοτεχνικός αυτόχειρας.

 

Στον δικό μου μύθο, για κάποια άγνωστη ροπή προς το «αυθεντικό», ο Ουίλιαμς αφήνει την ασφάλεια της επανάληψης και προχωρά στην ανατροπή της ίδιας του της φόρμας. Κατεβαίνει με τη θέλησή του στην Κόλαση για να δει αν υπάρχουν και εκεί οι ίδιοι ιδρωμένοι λαγόνες, η ίδια καταναγκαστική εξομολόγηση ενοχών, αν ακούγεται ο ίδιος βόμβος. Και αν βέβαια υπάρχει πάντα η αναζήτηση μιας ιθαγένειας εξωτερικής, που αφορά τον Νότο, και εσωτερικής, που περιλαμβάνει τη μύχια μορφολογία των ανθρώπων του.

 

Εργο δύσθυμο και δύσκολο

 

Σε αυτή την κατάβαση ανήκει ο «Ορφέας στον Αδη». Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι πρόκειται για έργο δύσκολο και δύσθυμο, με πρόσωπα πιραντελικά κι αλληγορικά, πρόσωπα ωστόσο που φέρουν σάρκινη υπόσταση και ιστορικό βάρος.

 

Σε αυτό το έργο το Εθνικό Θέατρο, με την καθοδήγηση της Μπάρμπαρα Βέμπερ, πέτυχε στα μεγάλα και τα μικρά. Συνειρμικές εικόνες και ήχοι της βαθιάς Αμερικής κατακλύζουν τη σκηνή, λειαίνουν τη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα και δίνουν όγκο στα ποιητικά λόγια του συγγραφέα. Και από την άλλη, παρουσιάζουν την αντανάκλαση της ιστορίας του Βαλ στους καθρέφτες του καιρού του.

 

Είναι παράξενο, αλλά την ώρα που η Βέμπερ διδάσκει μια εγκεφαλική, «ψυχρή» παράσταση (συχνή η απόσταση σημαίνοντος και σημαινόμενου και το παιχνίδι της σύμβασης) μπορεί να διατηρεί ακέραιη τη μέθεξη του θεατή, τη σεξουαλικότητα του κειμένου, το θρίλερ της πλοκής.

 

Μια παράσταση μεταξύ εξπρεσιονισμού και λυρισμού συναντά την παλιά παραισθητική αίσθηση που κάποτε έκανε τον συγγραφέα της διάσημο. Οπως συμβαίνει στον Νότο, τα πάντα στην παράσταση της Νέας Σκηνής γίνονται την ίδια στιγμή αληθινά και ψεύτικα, ημίρρευστα και αιχμηρά. Επικίνδυνα.

 

Αν το εξετάσουμε ωστόσο θα δούμε ότι η πρόταση της σκηνοθεσίας αναπτύσσεται σε δύο άξονες. Στη μουσική και στο φως. Γι' αυτό θεωρώ καταλυτική τη συνεισφορά του Αγγελου Τριανταφύλλου. Η μουσική του δεν είναι συνοδευτική της παράστασης. Είναι το θεμέλιό της. Φαίνεται πως η μουσική για τον Ουίλιαμς μπορεί να λειτουργήσει σαν ιερός χώρος εξιλασμού και συγχώρεσης. Παρόμοια με το σκληρό και περιπαικτικό φως που υπηρετούν οι φωτισμοί του Νίκου Βλασσόπουλου.

 

Ελευθερία μέσα από το φευγιό

 

Το μεγάλο στοίχημα όμως παραμένει η παρουσία των ηθοποιών του Εθνικού, κυρίως με την ελαφρά αποστασιοποιημένη πρόταση ερμηνείας τους. Δύσκολο στοίχημα. Δεν είναι ασφαλώς αθώος ο Βαλ του Ανδρέα Κωνσταντίνου, ούτε καν ηρωικότερος των άλλων. Η δικαίωσή του, αν έρχεται, έρχεται μέσα από ένα περίπλοκο επιχείρημα.

 

Σαν ήρωας της μπίτνικ λογοτεχνίας διεκδικεί ένα μερίδιο ελευθερίας στο φευγιό. Και είναι ίσως αυτό που τελικά τον ανεβάζει ψηλά και τον διασώζει. Κοντά του η Λέιντι, ερμηνεύεται από τη Λυδία Φωτοπούλου όχι σαν χαμένη υπόθεση αλλά σαν χαμένη ύπαρξη. Οι άλλοι ηθοποιοί (Νίκος Αλεξίου, Μισέλ Βάλλεϋ, Γιώργος Κοτανίδης, Θέμις Μπαζάκα, Αλκηστις Πουλοπούλου, Γιούλικα Σκαφιδά, Αγγελος Τριανταφύλλου και Μηνάς Χατζησάββας) πλέκουν μια κοινότητα συνενοχής, σιωπής και καταπίεσης.

 

Διόλου τυχαία η σκηνοθέτις έχει υποβιβάσει τον ρόλο του έρωτα στη διδασκαλία της. Υπάρχει κυρίως η έλξη της σάρκας, ίσως και μια λανθάνουσα διεκδίκηση εξουσίας πάνω στον άλλο. Η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή όμως είναι ασφαλώς όταν ο Μπρεχτ συναντά τον Ουίλιαμς: Μια αλληγορική καταγγελία για τον Νότο γίνεται παραβολή του ανθρώπινου και από εκεί, επιχείρημα προσωπικής ελευθερίας. Κατάθεση που στο τέλος οφείλουμε να ανακαλύψουμε για λογαριασμό μας.

 

Scroll to top