Πίσω από την… ψύχρα στις σχέσεις Ομπάμα και Πούτιν βρίσκεται το ζήτημα της στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία, ενώ ο Ολάντ στηρίζει την αμερικανική πολιτική και η Μέρκελ λέει «όχι», συντασσόμενη με τη Μόσχα
Του Μιχάλη Ψύλου
Μια μικρή φράση του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα για τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν «άναψε τα αίματα» στις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις. «Ο Ρώσος πρόεδρος μερικές φορές μοιάζει σαν ένα παιδί που κάθεται στο πίσω μέρος της τάξης και βαριέται» δήλωσε ο Ομπάμα, ο οποίος ματαίωσε τη συνάντηση που επρόκειτο να έχει με τον Πούτιν στις αρχές Σεπτεμβρίου.
Ο Ομπάμα υποστήριξε ότι «η αντιαμερικανική ρητορική έχει ενταθεί αφότου ο Βλαντίμιρ Πούτιν ανέλαβε ξανά καθήκοντα προέδρου στη Ρωσία». Αναμφίβολα, η δήλωση αυτή συνδέεται και με την υπόθεση Σνόουντεν και την απόφαση του Πούτιν να χορηγήσει άσυλο στον πρώην υπάλληλο της CIA, ο οποίος αποκάλυψε το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων σε ολόκληρο τον κόσμο από τη διαβόητη Αμερικανική Υπηρεσία Ασφαλείας (NSA). Τα αίτια όμως είναι πολύ βαθύτερα και έχουν σχέση με τις εξελίξεις στη Συρία και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Η Ουάσινγκτον έχει ξεκινήσει μια τεράστια επιχείρηση στις αραβικές χώρες της Μεσογείου για να πάρει τον έλεγχο εκεί όπου έχει βάλει τη σφραγίδα της η «αραβική άνοιξη»: Αίγυπτος, Τυνησία, Συρία και -γιατί όχι;- Λίβανος. Η υποστήριξη του πραξικοπήματος στην Αίγυπτο και οι απειλές για στρατιωτική επιχείρηση «α λα Λιβύη» στη Συρία είναι μόνο τα «ορατά σημάδια» της αμερικανικής επιχείρησης στην ανατολική Μεσόγειο. Η Ρωσία αντιδρά έντονα –ιδιαίτερα για τη Συρία, η οποία αποτελεί και τον τελευταίο εταίρο της Μόσχας στη Μέση Ανατολή, γεγονός που οξύνει την αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο θερμός… πόλεμος
Στην αμερικανο-ρωσική διαμάχη εμπλέκονται ως μικρότεροι εταίροι Γαλλία και Γερμανία. To Παρίσι διά του υπουργού Εξωτερικών, Λοράν Φαμπιούς, τάσσεται ανοιχτά στο πλευρό της Ουάσινγκτον υπέρ μιας στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία, ενώ το Βερολίνο φαίνεται να εναντιώνεται σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο και να ταυτίζεται με τη Μόσχα. «Πρέπει να διευκρινίσουμε πρώτα ποιες θα είναι οι συνέπειες» τόνισε ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γκουίντο Βεστερβέλε.
«Ο κόσμος βυθίζεται και πάλι στον Ψυχρό Πόλεμο» έγραψε η γαλλική «Φιγκαρό», ενώ η «Ουάσινγκτον Ποστ» έκανε λόγο για «σοβαρή επιδείνωση στις αμερικανορωσικές σχέσεις».
Το ερώτημα είναι φυσικά ποιος φταίει –αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο. Σίγουρα, η επιστροφή του Πούτιν στη ρωσική προεδρία τον Μάιο του 2012 συνοδεύτηκε με τη σκλήρυνση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και στον ενεργειακό τομέα με το «μεγάλο παιχνίδι» των αγωγών μεταφοράς του φυσικού αερίου και του πετρελαίου της Κασπίας στη Δύση. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα η Ρωσία εξακολουθεί να παρέχει μια ζωτικής σημασίας γραμμή τροφοδοσίας για τις αμερικανικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν. Αν ο Πούτιν «έβγαζε την πρίζα» από αυτή τη γραμμή τροφοδοσίας, θα ξεσπούσε σίγουρα κρίση με την Αμερική. Αλλά αυτό παραμένει εξαιρετικά απίθανο: ο Πούτιν είναι ρεαλιστής και ξέρει ότι υπάρχουν όρια.
Οπως σημειώνει η γαλλική ιστοσελίδα Slate: «Είναι αυταπάτη ένας Ψυχρός Πόλεμος, όπως και η ιδέα ότι η Ρωσία μπορεί να αναμετρηθεί με την Αμερική επί ίσοις όροις. Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ υπερτερούν της Ρωσίας σε όλους τους τομείς».
Η κυβέρνηση Ομπάμα, με την πολιτική της στον αραβικό κόσμο και τη διαφαινόμενη προσπάθεια επαναφοράς αυταρχικών ηγετών στην περιοχή, αποξενώνεται από τους αραβικούς λαούς, που κινούνται στην κατεύθυνση της αντιαμερικανικής ριζοσπαστικοποίησης. Η πολιτική αυτή της Ουάσινγκτον δίνει το δικαίωμα στη Ρωσία να ονειρεύεται πως μπορεί να καλύψει το κενό και να γίνει ακόμη ο νέος πολιτικός και στρατιωτικός εταίρος κι άλλων αραβικών χωρών της Μεσογείου, σε βαθμό συγκρίσιμο με την επιρροή που είχε η ΕΣΣΔ στην Αίγυπτο τη δεκαετία του 1960 και του 1970…
Χωρίς καμία διάθεση υπεράσπισης του αυταρχικού καθεστώτος του Πούτιν στη Ρωσία, πρέπει να παραδεχτούμε ότι στη διεθνή σκηνή η επιδείνωση της κατάστασης στις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις «είναι κυρίως το αποτέλεσμα των λαθών της διοίκησης Ομπάμα, της ασυνέπειας και των λαθών της κυβέρνησης των ΗΠΑ» λέει η Τζούλια Λοφ, ειδικός σε θέματα της Ρωσίας και εκδότης του περιοδικού «New Republic». «Σε αντίθεση με την εικόνα ενός στρατηγικού εγκεφάλου, που δίνεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, ο Πούτιν δεν είναι ένας μεγάλος σκακιστής, αλλά αντιδρά στα γεγονότα» προσθέτει.
Ο Πούτιν παίζει «φιλικό αγώνα» με την Αμερική μέσα σε προσεκτικά όρια. Ξέρει ότι η Ρωσία δεν έχει τη δύναμη να αντεπεξέλθει σε μια νέα ψυχροπολεμική αντιπαράθεση. Κάθε «αυτοκράτορας» για να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά προβλήματά του μπορεί να καταφεύγει στο παλιό κόλπο: να κατηγορεί τις ξένες δυνάμεις για όλα τα κακά. Αυτό σημαίνει ότι ο Πούτιν χρειάζεται ένα μόνιμο επίπεδο έντασης με την Αμερική – αλλά όχι σε τέτοια έκταση για να προκαλέσει ολοκληρωτική σύγκρουση. Αλλωστε ο Ρώσος πρόεδρος κρατά σταθερά προσανατολισμένη τη Μόσχα προς το Βερολίνο, παρά τις όποιες και σημαντικές τριβές προκαλούν στις σχέσεις των δύο χωρών οι γεωπολιτικές διαφορές και αντιπαραθέσεις. Αυτοί που θα ήταν ευτυχείς αν όντως διαρρηγνύονταν οι σχέσεις του Κρεμλίνου με το Βερολίνο θα ήταν φυσικά οι Αμερικανοί, αλλά κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί.
Αξονας Πούτιν – Μέρκελ
Στην αμερικανο-ρωσική διαμάχη ο Πούτιν υπολογίζει στη Γερμανία. Ο Ρώσος πρόεδρος, ο οποίος έμεινε 5 χρόνια στην πρώην Ανατολική Γερμανία ως πράκτορας της KGB, είναι γνωστό ότι έχει μια αγάπη για τη Γερμανία. Πάνω απ’ όλα βέβαια είναι τα οικονομικά συμφέροντα.
Για χρόνια, η Ρωσία και η Γερμανία είναι στενοί συνεργάτες. Oι Γερμανοί ηγέτες ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την εξασφάλιση μιας σταθερής προμήθειας ρωσικού φυσικού αερίου για τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας. Η Γερμανία είναι άλλωστε ο μεγάλος εισαγωγέας της ρωσικής ενέργειας. Η χώρα εισάγει το 30% του πετρελαίου και το 40% του φυσικού αερίου της από τη Ρωσία.
Στη Μέση Ανατολή, η Γερμανία διαβλέπει ότι οι Αμερικανοί προσπαθούν να ανακτήσουν τον πλήρη έλεγχο και φυσικά δεν διστάζει να ενισχύει τη «λογική» της Μόσχας. «Οσο η λογική της βίας και της στρατιωτικής νίκης κυριαρχεί, δεν μπορεί να υπάρξει διαρκής ειρήνη και σταθερότητα στη Συρία» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Βεστερβέλε.
Οχι, το Βερολίνο δεν μένει έξω από το γεωπολιτικό παιγνίδι. «Στην πραγματικότητα, το Βερολίνο διεκδικεί το ίδιο αθόρυβα και σχεδιασμένα την εξωτερική του πολιτική» γράφει το «Σπίγκελ» και προσθέτει: «Η απροθυμία της Γερμανίας να ενεργεί σαν μαζορέτα της Γαλλίας στην ευρύτερη Μεσόγειο δείχνει ότι ανακτά την αυτοπεποίθησή της, καθώς και την επιθυμία της να επανατοποθετηθεί σ’ αυτήν την ιστορικά γαλλική σφαίρα επιρροής».