Pin It

Ο Μισέλ Λεγκράν έρχεται για τρεις συναυλίες στο Gazarte (15,16, 17 Μαρτίου)

 

Ο άλλος συνθέτης των τριών Οσκαρ ( «Γιεντλ», «Υπόθεση Τόμας Κράουν», «Μαζί σου γνώρισα τον έρωτα») στα 81 του χρόνια μάς λέει ότι μπούχτισε το σινεμά, ότι δεν ξανάβλεπε ποτέ τις ταινίες στις οποίες έγραφε μουσική, ότι από όλες προτιμάει τις «Δεσποινίδες τού Ροσφόρ» του Ζακ Ντεμί και ότι η τζαζ είναι γι' αυτόν η μουσική που καθόρισε τον 20ό αιώνα

 

Της Μαρίνας Κουβέλη

Με τον Μισέλ Λεγκράν συμβαίνει ένα παράδοξο. Παρόλο που είναι σπουδαίος συνθέτης κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα: στη μουσική ή στον κινηματογράφο ήταν πολυτιμότερη η συμβολή του; Πολύ μας έχει δυσκολέψει αυτός ο αειθαλής 81χρονος. Πώς να επιλέξουμε ανάμεσα στα υπέροχα κλασικά θέματα που παρουσίασε πριν από λίγο καιρό με τη Μάρτα Αργκεριχ και στο σάουντρακ της ταινίας «Οι ομπρέλες του Χερβούργου» του Ζακ Ντεμί; Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα πως η συνεργασία του με τον Μάιλς Ντέιβις ή τον Γκιλ Εβανς είναι σημαντικότερη από το «Windmills of your mind», που αποθέωσε την ταινία «Υπόθεση Τόμας Κράουν»; Γιατί η αιώνια αφοσίωση που περιγράφει το τραγούδι «I will wait for you» είναι υποδεέστερη του σάουντρακ «Οι δεσποινίδες του Ροσφόρ»;

 

Τα τρία του Οσκαρ, τα πέντε Γκράμι, οι δεκάδες υποψηφιότητες, οι 200 και πλέον γνωστές κινηματογραφικές του μουσικές («Μια γυναίκα είναι μια γυναίκα», «Ζούσε τη ζωή της», «Μαζί σου γνώρισα τον έρωτα», «Γιεντλ») τον έχουν μάλλον κατατάξει οριστικά στους μετρ της κινηματογραφικής μουσικής. Ομως, ο Μισέλ Λεγκράν, που διανύει πλέον την ένατη δεκαετία της ζωής του, είναι πολλά παραπάνω: υπήρξε λάτρης της τζαζ και «συνομιλητής» όλων των γιγάντων του είδους (από τον Μάιλς Ντέιβις και τον Κολτρέιν ώς τον Μπεν Γουέμπστερ και τον Ντίζι Γκιλέσπι). Ενώ, τα τελευταία χρόνια δηλώνει αμετανόητος υπηρέτης της κλασικής.

 

Την επόμενη εβδομάδα, θα έχουμε αυτόν τον μουσικό θρύλο σε απόσταση αναπνοής. Το τριήμερο 15, 16 και 17 Μαρτίου έρχεται με την ορχήστρα του στο «Gazarte». «Θα παίξουμε διάφορα: μουσικές από τις ταινίες, κλασικά θέματα, αλλά και μερικές τζαζ συνθέσεις, που θα ερμηνεύσει επί σκηνής ένα τρίο με το οποίο συνεργάζομαι χρόνια», μας εξηγεί για το πρόγραμμα που θα παρουσιάσει. Η φωνή του στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής μας γραμμής είναι ζεστή, μεστή, μαρτυρά την ηλικία του. Πάτησε τα 81, αλλά τι σημασία έχει; Παραμένει δημιουργικός και ανήσυχος, γράφει συνεχώς μουσικές, οραματίζεται νέα project και μιλά με όρεξη εφήβου για τις αναμνήσεις μιας ασύλληπτης μουσικής διαδρομής.

 

Παιδί-θαύμα από την ηλικία των εννέα ετών, ο Γάλλος δημιουργός σπούδασε πιάνο με τη μεγάλη Νάντια Μπουλανζέ, ενώ οι καθηγητές του έμεναν άφωνοι, καθώς μπορούσε με ευκολία να παίξει δώδεκα μουσικά όργανα. Ο πατέρας του, Ρεϊμόν Λεγκράν, ήταν δημοφιλής διευθυντής ορχήστρας, γέμιζε το σπίτι με κάθε λογής μουσικές, αλλά ο Μισέλ Λεγκράν αφιερώθηκε από την εφηβεία και μετά στην τζαζ. Από εκεί ξεκίνησε το μουσικό του ταξίδι.

 

-Παραμένει η τζαζ η μεγάλη σας αγάπη;

 

«Είναι το πρώτο μουσικό είδος με το οποίο ασχολήθηκα και αυτό που επηρέασε όλη μου τη ζωή. Σε αυτήν βασίστηκα για τα σάουντρακ, για το θέατρο, ακόμα και για τις κλασικές συνθέσεις με τις οποίες καταπιάνομαι τα τελευταία χρόνια. Η τζαζ, κατά τη γνώμη μου, είναι εκείνη καθόρισε εν πολλοίς όλη τη μουσική δημιουργία του 20ού αιώνα. Θα ανατρέχω σε αυτήν όσο ζω».

 

-Aπό όλους αυτούς τους γίγαντες της τζαζ ποιος σας επηρέασε περισσότερο;

 

«Πήρα από τον καθένα με μεγάλη λαχτάρα οτιδήποτε κι αν μου έδινε. Ωστόσο, παραδέχομαι ότι ο Ντίζι Γκιλέσπι ήταν η μεγάλη μου αδυναμία».

 

-Ο πρώτος σας δίσκος ήταν μια συνεργασία με τον Μάιλς Ντέιβις. Υποθέτω σας καθόρισε επίσης.

 

«Σωστά υποθέτετε. Ημουν μόλις είκοσι χρόνων το 1958 όταν ο Μάιλς συμμετείχε στο ντεμπούτο άλμπουμ μου «I Love Paris». Συμπτωματικά, αυτός ήταν ο πρώτος σπουδαίος με τον οποίο συνεργάστηκα κι εγώ ήμουν ο τελευταίος του συνεργάτης. Τον τελευταίο του δίσκο μαζί τον κυκλοφορήσαμε. Ηταν ένα απίστευτα γλυκό πλάσμα, πολύ θερμό, ταλαντούχο, μια πραγματική διάνοια».

 

-Τι ταινίες που έχετε ντύσει μουσικά τις ξαναβλέπετε στο πέρασμα του χρόνου;

 

«Ποτέ. Δεν έχω ξαναδεί καμία από τις ταινίες με δικές μου μουσικές. Το χθες γράφτηκε και δεν αλλάζει. Ο,τι δεν μπορείς να το αλλάξεις, καλό είναι να μην το σκαλίζεις. Ακούω μόνο πράγματα στα οποία μπορώ να επέμβω. Οσο απίστευτο κι αν σας ακούγεται δεν έχω καν στο σπίτι μου κάποιες από τις παλιές μου συνθέσεις. Η ενασχόληση με το παρελθόν κρύβει πολλές παγίδες. Μία από αυτές είναι να σκεφτώ: «πω πω τι ωραία είναι αυτά που έγραψα. Για κάτσε να ξαναχρησιμοποιήσω αυτό το μοτίβο». 'Η, ακόμα χειρότερα, να πω: «Θεέ μου, τι χάλια είναι αυτό; Πώς το άφησα να κυκλοφορήσει;». Θεωρώ ότι το να ξανακούς αυτά που έφτιαξες κάποτε είναι σαν να ζεις στο παρελθόν. Εμένα με ιντριγκάρει πια μόνο το σήμερα και το αύριο».

 

-Οι μεγάλοι σκηνοθέτες συνήθως σας έδιναν συγκεκριμένες κατευθύνσεις για τις ταινίες ή σας άφηναν ελεύθερο;

 

«Κάποιες φορές μοιραζόμασταν ιδέες. Κάποιες άλλες μου έλεγαν «θέλω η μουσική να είναι τρυφερή» ή «να είναι αβανταδόρικη». Δεν άκουσα ποτέ κανέναν. Και ποτέ δεν άλλαξα ούτε μία νότα από αυτά που συνέθεσα».

 

-Υπάρχει, όμως, φαντάζομαι μια αγαπημένη σας ταινία.

 

«Νομίζω ότι «Οι δεσποινίδες του Ροσφόρ» είναι η μουσική την οποία απόλαυσα περισσότερο. Ο Ζακ (Ντεμί) ήταν φίλος και πολύ δικός μου άνθρωπος. Είχαμε μόλις κάνει τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» και είχαμε βρει τους κοινούς μας κώδικες. Για μένα είναι μια ταινία συνώνυμο της ευτυχίας και της χαράς».

 

-Κι εκείνη που σας δυσκόλεψε περισσότερο;

 

«Ολες. Εύκολη δημιουργία δεν υπήρξε. Η έμπνευση, η ανακάλυψη, το ταίριασμα με την εικόνα και η ικανοποίηση ότι υπηρέτησες το όραμα του σκηνοθέτη δεν επιτυγχάνονται με ευκολίες. Θέλουν σκληρή δουλειά».

 

-Σαν έτυχε ποτέ να αρνηθείτε δουλειά γιατί δεν είχατε έμπνευση;

 

«Δεν είχα τέτοια πρόβλημα ποτέ», λέει γελώντας. «Είχα έμπνευση συνεχώς. Ισως γι' αυτό και δεν έτυχε να μετανιώσω ποτέ για κάποια από τις μουσικές μου. Δεν ντρέπομαι για τίποτα από όσα έφτιαξα».

 

-Ο Ζακ Ντεμί σας είχε αποκαλέσει κάποτε «αστείρευτη μουσική πηγή».

 

«Ηταν μάλλον γιατί δούλεψα ασταμάτητα από πολύ μικρός μέχρι σήμερα. Το νερό δεν σταμάτησε ποτέ να τρέχει. Κι ακόμα, μην νομίζετε, έχω πολλά να προσφέρω. Οταν κάποιες στιγμές διακόπτω τη δημιουργία, αρχίζω να αναρωτιέμαι γιατί υπάρχω».

 

-Πιστεύετε πραγματικά ότι ο ευρωπαϊκός και αμερικανικός κινηματογράφος είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι;

 

«Εμένα οι ευρωπαϊκές ταινίες της περιόδου της «Νουβέλ Βαγκ» με αποθέωσαν. Από την άλλη, δούλεψα με το ίδιο πάθος και -νομίζω- με το ίδιο καλό αποτέλεσμα και στο Χόλιγουντ. Η σπουδαία ταινία, ο καλός κινηματογραφιστής και η συγκίνηση του θεατή δεν σχετίζονται με την καταγωγή. Δεν κοιτάω ποτέ τη χώρα προέλευσης ενός φιλμ».

 

-Σήμερα υπάρχει ένας σκηνοθέτης με τον οποίο θα θέλατε να δουλέψετε;

 

«Οχι. Το κεφάλαιο κινηματογράφος έχει κλείσει για μένα διά παντός. Νομίζω ότι έχω κάνει το καθήκον μου και με το παραπάνω. Μπούχτισα με τον κινηματογράφο. Ανήκω πλέον στην κλασική. Αλλωστε, τι νόημα έχει να κάνεις σε όλη σου τη ζωή τα ίδια πράγματα. Πάντα προτιμούσα τις ριζικές αλλαγές, τα άλματα. Εμεινα μια δεκαετία στη «Νουβέλ Βαγκ». Επειτα πήγα για 20 χρόνια στο Χόλιγουντ, μετά αφιερώθηκα στην κλασική».

 

-Σινεμά πηγαίνετε;

 

«Ναι αλλά έχω ένα πρόβλημα: δεν μπορώ να δω ταινία χωρίς να προσέξω τη μουσική της. Νιώθω συχνά σαν κριτικός. Τι κακό κι αυτό, να μην μπορώ να παρακολουθήσω χωρίς να σκέφτομαι τη μουσική;».

 

-Το «Widmills of your mind» έχει υποστεί δεκάδες διασκευές. Σας αρέσει ο τρόπος που «πειράζουν» τα τραγούδια σας;

 

«Δεν ασχολούμαι με αυτήν την πλευρά της μουσικής. Οχι γιατί την κατακρίνω, αλλά γιατί θεωρώ πως όταν γράφεις ένα τραγούδι το καταθέτεις στον κόσμο. Νιώθω ότι δεν μου ανήκει πια και άρα δεν με ενδιαφέρει πώς θα το διασκευάσει κανείς. Από μένα είναι όλοι ελεύθεροι. Στο κάτω κάτω άλλοι θα τους κρίνουν».

 

-Εχετε κερδίσει τρία Οσκαρ και δεκάδες υποψηφιότητες. Τι σημαίνουν οι βραβεύσεις για σας;

 

«Τίποτα, εκτός από μια γλυκιά ανάμνηση. Στην πραγματικότητα δεν με ενδιαφέρουν καθόλου. Δεν με έκαναν ποτέ να αισθανθώ καλύτερα ή χειρότερα. Η ζωή μού έχει επιφυλάξει πολύ μεγαλύτερες συγκινήσεις».

 

-Ποιες ήταν αυτές;

 

«Τη ζωντάνια και την ευτυχία που μου έχει χάρισε η μουσική δεν μπορεί να την αντικαταστήσει κανένα βραβείο. Στη ζωή δεν ζεις καλά με τις επιβραβεύσεις, ούτε με τις κριτικές, ούτε καν με το χειροκρότημα. Η ουσία είναι η ποιότητα ζωής που εξασφαλίζει ο καθένας μας στο πέρασμα του χρόνου. Είναι πολύ προσωπική υπόθεση η ευτυχία και στις προσωπικές υποθέσεις καλό είναι να μην αφήνουμε κανέναν να επεμβαίνει. Τολμώ να πω ότι ούτε καν το κοινό και η αναγνώριση που πήρα από αυτό μου δημιούργησαν ποτέ την ψευδαίσθηση της ευφορίας. Είμαι ο αυστηρότερος κριτής του εαυτού μου. Δεν χρειάζομαι άλλον να κάνει αυτή τη δουλειά».

 

 

 

Scroll to top