Pin It

Στο πνεύμα των πασχαλινών εορτασμών, σκεφτήκαμε ότι είναι μάλλον επίκαιρο και ενδεχομένως ενδιαφέρον να παρουσιάσουμε μερικές πρόσφατες επιστημονικές έρευνες που διαφωτίζουν την απεγνωσμένη και, εν πολλοίς, ανεπίγνωστη ανάγκη των ανθρώπων να πιστεύουν σε κάτι «υπερβατικό».

 

Αν η θρησκεία είναι «το όπιο του λαού», τότε ποιος είναι ο ακριβής νευροψυχολογικός μηχανισμός αυτής της «εξάρτησης» από το υπερβατικό; Πώς η σύγχρονη επιστήμη κατανοεί και με τις έρευνές της αποκαλύπτει τους μηχανισμούς αυτής της πανανθρώπινης ανάγκης μας να πιστεύουμε σε… θεούς και δαίμονες;

 

Η ανάγκη για θρησκευτική πίστη είναι ένα τυπικά ανθρώπινο και διαχρονικό κοινωνικό φαινόμενο το οποίο, εκτός από τις συνήθεις ιστορικές-κοινωνιολογικές και τις θεολογικές-υπερφυσικές ερμηνείες, θα άξιζε ίσως να μελετηθεί και ως ένα βιοψυχολογικό φαινόμενο που εμφανίστηκε κατά την εξέλιξη του είδους μας επειδή προφανώς εξυπηρετούσε (και ακόμη εξυπηρετεί!) συγκεκριμένες και κάθε άλλο παρά υπερβατικές ανάγκες των ανθρώπων.

 

Αυτό ακριβώς επιχειρεί σήμερα να κάνει η νευροθεολογία, το διαφιλονικούμενο ερευνητικό πεδίο που διερευνά τα «πνευματικά» φαινόμενα.

 

Οι σημερινές επιστημονικές εξελίξεις επιβάλλουν στον Θεό να μετακομίσει από το υπερπέραν στους σκοτεινούς λαβυρίνθους του εγκεφάλου μας. Διότι αν υπάρχει μια προνομιακή πύλη για την είσοδο του «Αγίου Πνεύματος» στη ζωή μας, αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί στον εγκέφαλό μας

 

Πώς η νευροθεολογία εξηγεί τη «φυσική» μας προδιάθεση για το υπερφυσικό

 

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

 

getFile (73)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μέχρι πολύ πρόσφατα, επιχειρούσαμε να εξηγήσουμε την ασίγαστη και, απ’ ό,τι φαίνεται, εγγενή έφεσή μας να πιστεύουμε στην ύπαρξη υπερφυσικών όντων είτε ως «πνευματικό-ψυχικό» είτε ως αποκλειστικά «κοινωνικό-ιστορικό» φαινόμενο. Η εμφανής ανεπάρκεια των θεοκρατικών, μυστικιστικών «εξηγήσεων» οδήγησε σε πιο έλλογες ιστορικές-κοινωνικές αναλύσεις του θρησκευτικού φαινομένου. Οπως όμως θα δούμε, και αυτές αποδεικνύονται τελικά ανεπαρκείς για την περιγραφή του.

 

Ολες ανεξαιρέτως οι θρησκείες επιτελούν, πράγματι, κάποια θεμελιώδη κοινωνική λειτουργία. Εν τούτοις, η κατανόηση των προϋποθέσεων της εκάστοτε θρησκείας δεν μπορεί να εξαρτάται μόνο από «εξωγενείς» ιστορικούς-κοινωνιολογικούς παράγοντες. Ετσι, για παράδειγμα, η επίκληση εξωγενών αιτιακών παραγόντων (ιστορικών-κοινωνικών ή και υπερφυσικών) αφήνει αναπάντητο το πιο αποφασιστικό ερώτημα: Γιατί η θρησκευτική πίστη στο υπερβατικό είναι ένα καθολικό και διαχρονικό ανθρωπολογικό φαινόμενο;

 

Το ερώτημα που θα εξετάσουμε σήμερα είναι αν η πρόσφατη εντυπωσιακή πρόοδος των γνώσεων σχετικά με τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου μας θα μπορούσε να συμβάλει –ενδεχομένως περισσότερο απ’ ό,τι κατά το παρελθόν η θεολογία, η φιλοσοφία ή και η κοινωνιολογία– στη βαθύτερη κατανόηση του θρησκευτικού φαινομένου.

 

Οπιομανείς του υπερφυσικού

 

Εχουν περάσει πάνω από τρεις αιώνες απρόσκοπτης προόδου των επιστημών και εντυπωσιακής αύξησης των γνώσεών μας για τον φυσικό κόσμο και τον άνθρωπο. Εν τούτοις, ακόμη και σήμερα, πάνω από το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού δηλώνει ότι εξακολουθεί να πιστεύει στην ύπαρξη κάποιας υπερφυσικής δημιουργικής δύναμης, ενώ πάνω από το 50% από αυτούς αποκαλεί αυτή τη δύναμη «Θεό».

 

Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή τη φαινομενικά παράλογη εμμονή, αυτή την προσκόλλησή μας σε μυστικιστικές ή υπερβατικές εξηγήσεις; Η διαχρονική παρουσία και η σχεδόν ακαταμάχητη γοητεία που ασκεί το «υπερφυσικό» ή το «υπερβατικό» στον ανθρώπινο νου δεν αποτελούν σήμερα ένα ακόμη «μυστήριο» αλλά, αντίθετα, ένα πρώτης τάξεως επιστημονικό πρόβλημα. Ενα πρόβλημα τη διερεύνηση του οποίου έχουν πλέον αναλάβει οι επιστήμες του εγκεφάλου και του νου (γνωσιακή ψυχολογία, νευροεπιστήμες, βιο-ανθρωπολογία). Και ευτυχώς, οι σύγχρονες αναλύσεις και τα συμπεράσματα αυτών των πολύ πρόσφατων ερευνών δεν εξαντλούνται στις στείρες και απλοϊκές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις του παρελθόντος ανάμεσα σε «ένθεους πνευματιστές» και «άθεους υλιστές».

 

Παρά τον εικονοκλαστικό ζήλο που έχουν επιδείξει τα λαμπρότερα μυαλά του είδους μας –φιλόσοφοι, επιστήμονες, κοινωνιολόγοι– ενάντια στις λεγόμενες «θεολογικές ψευδαισθήσεις»· παρά τον συστηματικό, και απολύτως δικαιολογημένο, πόλεμο ενάντια στις σκοταδιστικές θεοκρατικές-εκκλησιαστικές αντιλήψεις του παρελθόντος· και παρά την προοδευτική «εκκοσμίκευση» και «απομάγευση» της ανθρώπινης σκέψης, η ανάγκη για υπερβατικές και θρησκευτικές εμπειρίες φαίνεται πως εξακολουθεί να αποτελεί ένα σταθερό χαρακτηριστικό της προσωπικής και κοινωνικής ζωής των ανθρώπων.

 

Αν, συμφωνώντας με τον Μαρξ, δεχτούμε ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού», τότε οφείλουμε αντικειμενικότατα να παραδεχτούμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν ανέκαθεν και ίσως εκ φύσεως εξαρτημένοι από μια ασαφή ανάγκη «υπερβατικότητας»: οπιομανείς του υπερφυσικού!

 

Ποιοι είναι, άραγε, οι βιοψυχολογικοί μηχανισμοί που γεννούν το περιβόητο –και επιμελώς αδιευκρίνιστο– «θρησκευτικό αίσθημα» και πώς αυτοί οι μηχανισμοί εμπλέκονται στα σύνδρομα «στέρησης» και «εξάρτησης» από το υπερβατικό;

 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 υιοθετείται επίσημα και προβάλλεται διεθνώς ο περίεργος όρος «νευροθεολογία» για να περιγράψει τον νέο επιστημονικό κλάδο ο οποίος διακήρυσσε θορυβωδώς ως προγραμματικό του στόχο τη μελέτη των εγκεφαλικών και νευροχημικών προϋποθέσεων των μυστικιστικών και υπερβατικών εμπειριών. Ας σημειωθεί ότι ο νεολογισμός νευροθεολογία (Neurotheology) επινοήθηκε το 1962 από τον διάσημο Βρετανό συγγραφέα Αλντους Χάξλεϊ για τις ανάγκες του ουτοπικού μυθιστορήματός του «Το νησί». Από το μυθιστόρημα του Χάξλεϊ δανείστηκε, αργότερα, τον όρο η συντακτική επιτροπή του νέου νευροθεολογικού περιοδικού «Zygon» (Journal of Religion and Science).

 

Ιερή νόσος και θεοεκτομή

 

Πάντως, οι πρώτες ενδείξεις ότι τα θρησκευτικά αισθήματα και οι υπερβατικές εμπειρίες ενδέχεται να εξαρτώνται άμεσα από κάποιες δομές ή παθήσεις του εγκεφάλου μας προέκυψαν από κάποιες πρωτοποριακές νευρολογικές έρευνες. Ετσι, κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα άρχισαν να συσσωρεύονται ιατρικά δεδομένα και λεπτομερείς ανατομικές περιγραφές που υποδείκνυαν τη συσχέτιση κάποιων εγκεφαλικών παθήσεων (αρχικά της επιληψίας) με αξιοπερίεργες «υπερφυσικές» και θρησκευτικές εμπειρίες των ασθενών.

 

Συνήθως φανταζόμαστε ότι οι επιληπτικές κρίσεις εκδηλώνονται μόνο με έντονους μυϊκούς σπασμούς, όμως οι επιληπτικές κρίσεις μπορεί να είναι εστιακές, δηλαδή να επικεντρώνονται σε μια περιορισμένη περιοχή του εγκεφάλου. Σ' αυτή την περίπτωση, οι νευρολόγοι έχουν επανειλημμένως διαπιστώσει ότι η εκδήλωση των επιληπτικών κρίσεων συνοδεύεται από έντονες συναισθηματικές αλλαγές και ενίοτε από θρησκευτικά βιώματα. Ορισμένοι ασθενείς ισχυρίζονται ότι έχουν σημαντικές εμπειρίες «επιφοίτησης»: βλέπουν ή συνομιλούν με τον Θεό, εγκαταλείπουν το σώμα τους και ταξιδεύουν στο υπερπέραν, έχουν τη βεβαιότητα ότι τους αποκαλύπτεται η απόλυτη αλήθεια.

 

Μελετώντας την περιοχή όπου εστιάζονται αυτές οι επιληπτικές κρίσεις, οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι πολύ συχνά εμπλέκεται το στεφανιαίο σύστημα. Οι βαθύτατες μυστικιστικές εμπειρίες του «πεφωτισμένου» ασθενούς εμφανίζονται όταν οι άναρχες εκφορτίσεις των νευρώνων, που προκαλούν τις καταιγίδες των επιληπτικών κρίσεων, εστιάζονται σε αυτή την εγκεφαλική δομή.

 

Ενας παγκοσμίου φήμης νευρολόγος, ο Ινδός Β.Σ. Ραματσάντραν, υποστηρίζει ότι οι συγκεκριμένες εκδηλώσεις της λεγόμενης «ιερής νόσου», δηλαδή της επιληψίας, μας αποκαλύπτουν ότι ο εγκέφαλός μας διαθέτει ένα εξειδικευμένο νευρικό κύκλωμα (μέσα στο στεφανιαίο σύστημα) που παράγει τις θρησκευτικές εμπειρίες μας! Μήπως τελικά αυτή η δυσλειτουργία του εγκεφάλου μας αποκαλύπτει άθελά της το «Κέντρο του Θεού», το περίπλοκο νευρικό υπόστρωμα κάθε μυστικιστικής υπερβατικής εμπειρίας μας;

 

Μάλιστα, στο βιβλίο του «Φαντάσματα στον εγκέφαλο» (κυκλοφορεί από τις «Παν. Εκδ. Κρήτης) ο Ραματσάντραν προχωρά ακόμη περισσότερο προτείνoντας ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα: Τι θα συνέβαινε αν για θεραπευτικούς σκοπούς αφαιρούσαμε χειρουργικά το «κέντρο θρησκευτικότητας» του εγκεφάλου; Μήπως τότε, διερωτάται εύλογα ο Ραματσάντραν, θα εξαλείφονταν αυτομάτως όλες οι θρησκευτικές ανησυχίες και οι υπερβατικές εμπειρίες και ο χειρουργημένος θεόπληκτος «θα γινόταν άθεος ή αγνωστικιστής; Θα είχαμε εκτελέσει μια θεοεκτομή;».

 

Η υπερβατική μηχανή

 

Ενας άλλος πρωτοπόρος ερευνητής των εγκεφαλικών προϋποθέσεων κάθε θρησκευτικής ή υπερβατικής εμπειρίας είναι ο Καναδός νευροψυχολόγος Μάικλ Πέρσινγκερ. Πριν από αρκετά χρόνια, πρώτος αυτός βάλθηκε να μελετά συστηματικά το γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν σε διαφορετικά εκκλησιαστικά δόγματα ή σε εντελώς διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις βιώνουν με πανομοιότυπο τρόπο κάποιες υπερβατικές ή μυστικιστικές εμπειρίες.

 

Για να κατανοήσει αυτή την πραγματικά σκανδαλώδη «σύμπτωση», ο Πέρσινγκερ χρησιμοποίησε μια συσκευή, ένα είδος κράνους, που δημιουργούσε ένα σχετικά ισχυρό αλλά ακίνδυνο μαγνητικό πεδίο γύρω από το κεφάλι των εθελοντών που το φορούσαν. Ο ίδιος, αν και δήλωνε άθεος, μόλις δοκίμασε στον εαυτό του το κράνος, διαπίστωσε έκπληκτος ότι είχε, για πρώτη φορά στη ζωή του, μια υπερβατική εμπειρία: ένιωσε την παρουσία του Θεού!

 

Μέσω αυτής της «μηχανής επιφοιτήσεων» διαπίστωσε ότι πολλές περίεργες εκστατικές εμπειρίες και τα έντονα θρησκευτικά συναισθήματα προέκυπταν κατά κανόνα όταν η ηλεκτρομαγνητική διέγερση που προκαλούσε το κράνος εστιαζόταν στους κροταφικούς λοβούς του εθελοντή. Ηταν η πρώτη σαφής προσπάθεια εντοπισμού της κατοικίας του Θεού μέσα στους κροταφικούς λοβούς μας.

 

Ωστόσο, οι πιο πρόσφατες έρευνες μας αποκαλύπτουν καλύτερα τι ακριβώς επιδιώκει η νευροθεολογία και πώς επιχειρεί να υλοποιήσει το ερευνητικό πρόγραμμά της.

 

Για παράδειγμα, ο Αντριου Νιούμπεργκ, καθηγητής νευροθεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια (ΗΠΑ) και συγγραφέας του πολυσυζητημένου βιβλίου «Γιατί πιστεύουμε ό,τι πιστεύουμε» (κυκλοφορεί από τις εκδ. ΑΒΓΟ), διατείνεται ότι με τα πολυετή πειράματά του απέδειξε πως ο ανθρώπινος εγκέφαλος «είναι ουσιαστικά μια μηχανή πίστης, επειδή δεν έχει άλλη επιλογή».

 

Ο διάσημος Αμερικανός ερευνητής κατέληξε σε αυτό το προκλητικό συμπέρασμα μελετώντας επί πολλά χρόνια με νευροαπεικονιστικές μεθόδους (αξονική και μαγνητική λειτουργική τομογραφία) τους ζωντανούς εγκεφάλους πολλών πιστών (χριστιανών μοναχών από διάφορα τάγματα, βουδιστών από το Θιβέτ) καθώς προσεύχονται ή βρίσκονται σε βαθύ διαλογισμό. Χάρη στις νέες απεικονιστικές μεθόδους κατάφερε να εντοπίσει και να παρακολουθήσει «ζωντανά» τις νευρικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό του εγκεφάλου όταν βρίσκεται σε κατάσταση θρησκευτικής έκστασης.

 

Ετσι, μπόρεσε να επιβεβαιώσει ότι, εκτός από τις αναμενόμενες περιοχές του μετωπιαίου φλοιού που ενεργοποιούνται όταν συγκεντρώνουμε σε κάτι την προσοχή μας, δραστηριοποιείται έντονα και το στεφανιαίο σύστημα, το περίπλοκο δίκτυο από πιο αρχαϊκές δομές του εγκεφάλου που ήταν ήδη γνωστό ότι παίζει αποφασιστικό ρόλο στη μνήμη, τη μάθηση και το συναίσθημα.

 

Από τις μελέτες του Νιούμπεργκ και άλλων διαπιστώθηκε επίσης ότι σε στιγμές θρησκευτικής έκστασης παρατηρείται εντυπωσιακή μείωση της δραστηριότητας των βρεγματικών λοβών του εγκεφάλου, της περιοχής δηλαδή του εγκεφαλικού φλοιού όπου διαμορφώνεται η αίσθηση του Εγώ και της προσωπικής ταυτότητας.

 

Η απενεργοποίηση των νευρωνικών κυκλωμάτων αυτής της περιοχής κατά τη διάρκεια της βαθιάς προσευχής ή του διαλογισμού έχει αποτέλεσμα να γίνονται ολοένα και πιο ασαφή τα όρια μεταξύ τού Εγώ και του εξωτερικού κόσμου και επομένως δημιουργείται στον μύστη η ρεαλιστικότατη ψευδαίσθηση ότι ενώνεται με το Σύμπαν και επικοινωνεί με το… υπερπέραν!

 

Επιστημονική θεοληψία;

 

Από τις μέχρι σήμερα νευροθεολογικές έρευνες προκύπτει μια ασυνήθιστη και για πολλούς άκρως ενοχλητική ή βλάσφημη εικόνα τόσο της επιστήμης όσο και της θρησκείας. Από τα διαθέσιμα και εμφανώς αποσπασματικά επιστημονικά δεδομένα σχετικά με τη βιολογική προδιάθεση για το υπερβατικό μπορεί κανείς να εξαγάγει δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αλλά περίεργα συμμετρικές «απολογητικές»: τόσο υπέρ του αθεϊσμού όσο και υπέρ της θεοκρατίας.

 

Πράγματι, αρκετοί επιστήμονες πίστεψαν ότι διέθεταν πλέον ατράνταχτα επιχειρήματα για την οριστική διάψευση των υπερφυσικών-μυστικιστικών εμπειριών και συνεπώς για την αποδόμηση θρησκευτικών-υπερβατικών αντιλήψεων. Από την άλλη μεριά, ουκ ολίγοι θεολόγοι και θρησκόληπτοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι ο νευροθεολογικές έρευνες επιβεβαιώνουν –και επιστημονικά!– την έμφυτη ανθρώπινη προδιάθεση για θρησκευτικές και υπερβατικές εμπειρίες, συνεπώς και την αναγκαιότητα ύπαρξης των θρησκειών.

 

Παραδόξως, οι πολυετείς προσπάθειες της επιστημονικής έρευνας να αναγάγει την θρησκευτική πίστη στη νευροβιολογία φαίνεται να οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: στην επιστημονική επιβεβαίωση των πιο σκοταδιστικών θεολογικών αντιλήψεων! Γράφουμε «φαίνεται να οδηγούν» επειδή πρόκειται για μια σκόπιμη παρανόηση και εξόφθαλμη αντιστροφή της πραγματικότητας.

 

Ο εγκεφαλικός εντοπισμός της θρησκευτικής προδιάθεσης αφ' ενός παραβιάζει τη θεολογική αρχή της «ελεύθερης βούλησης» και αφ' ετέρου οι νευροχειρουργικές και φαρμακολογικές εξελίξεις υπόσχονται ότι, στο άμεσο μέλλον, θα είναι σε θέση να εξαλείφουν (πρόσκαιρα ή μόνιμα) κάθε υπερβατική μας ανάγκη και κάθε θεολογική μας ανησυχία!

 

Αν οι έρευνες της νευροεπιστήμης έχουν όντως καταφέρει να εντοπίσουν ορισμένα εγκεφαλικά «κέντρα» της θρησκευτικής προδιάθεσης, τότε αυτές οι δομές θα πρέπει να εξελίχθηκαν όχι για την επιβεβαίωση του Θεού, αλλά επειδή προφανώς επιτελούν κάποια ζωτικής σημασίας λειτουργία για την επιβίωσή μας. Ναι, αλλά ποια ακριβώς; Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα που θα το εξετάσουμε διεξοδικά στο επόμενο άρθρο μας σχετικά με τη βιολογική και κοινωνική λειτουργία της πίστης.

 

 

 

 

 

 

 

Scroll to top