05/11/12 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ως κοινοί εγκληματίες…

Του Νίκου Κ. Αλιβιζάτου* Η δημοσίευση την περασμένη εβδομάδα καταλόγου της ΕΛ.ΑΣ. με 15 περιστατικά ωμής και συγκαλυμμένης βίας που προκάλεσαν σε όλη την Ελλάδα τους τελευταίους μήνες μέλη της Χρυσής Αυγής –έχοντας επικεφαλής, σε πολλές περιπτώσεις, βουλευτές της- δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για τη φύση της εξτρεμιστικής αυτής.
      Pin It

Του Νίκου Κ. Αλιβιζάτου*

 

Η δημοσίευση την περασμένη εβδομάδα καταλόγου της ΕΛ.ΑΣ. με 15 περιστατικά ωμής και συγκαλυμμένης βίας που προκάλεσαν σε όλη την Ελλάδα τους τελευταίους μήνες μέλη της Χρυσής Αυγής –έχοντας επικεφαλής, σε πολλές περιπτώσεις, βουλευτές της- δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για τη φύση της εξτρεμιστικής αυτής ομάδας.

 

Οπως τεκμηριώνει και στο πρόσφατο βιβλίο του ο Δημήτρης Ψαρράς («Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής», εκδ. Πόλις, 2012),

 

πρόκειται για νεοναζιστική οργάνωση, δομημένη με στρατιωτική ιεραρχία, η οποία δεν αποβλέπει απλώς στην κατάλυση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Επιδιώκει από σήμερα να υποκαταστήσει το κράτος σε θεμελιώδεις λειτουργίες του και να επιβάλει τις απόψεις της με τη συστηματική χρήση βίας.

 

Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστεί μια τέτοια οργάνωση; Σε αρκετές χώρες, όπως είναι η Γερμανία, η Τουρκία και άλλες, προβλέπεται η δυνατότητα απαγόρευσης κομμάτων, με απόφαση συνήθως του Συνταγματικού Δικαστηρίου τους. Σε μας, απεναντίας, δεν περιλήφθηκε τελικά σχετική διάταξη στο ισχύον Σύνταγμα, το οποίο, στο άρθρο 29, δεν προβλέπει κυρώσεις.

 

Ορίζει απλώς ότι η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων «οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».

 

Τούτο δεν σημαίνει βέβαια ότι η δημοκρατία δεν διαθέτει άλλα μέσα για να αντιμετωπίσει τη Χρυσή Αυγή.

Αν μάλιστα πάρει κανείς υπόψη ότι η ομάδα αυτή μοιάζει περισσότερο με εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187 Π.Κ. παρά με πολιτικό κόμμα, η απάντηση είναι νομίζω απλή: σε νομικό επίπεδο η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής μπορεί να γίνει με την επιβολή στα μέλη της που εκτρέπονται -συμπεριλαμβανομένων και των βουλευτών της- των ποινών που προβλέπει ο ποινικός κώδικας σε σειρά άρθρων του.

 

Είτε ως φυσικοί αυτουργοί, εφόσον διαπράττουν οι ίδιοι αξιόποινες πράξεις, είτε ως ηθικοί, εφόσον ως ηγετική ομάδα τα σχεδιάζουν, οι χρυσαυγίτες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κοινοί εγκληματίες.

 

Διότι εκείνο που τους ξεχωρίζει από άλλες ομάδες που δεν αποκλείουν τη χρήση βίας` είναι ότι γι’ αυτούς η βία δεν είναι περιστασιακή ούτε πολύ λιγότερο αυθόρμητη, αλλά συνδέεται με την ίδια την υπόστασή τους.

 

Αν ο ρατσισμός και η προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι ο κεντρικός πυλώνας της ιδεολογίας τους, η βία –φυσική και συμβολική- είναι το σταθερότερο χαρακτηριστικό της δράσης τους. Εξ ου και η αλίευση μελών προπάντων σε γυμναστήρια.

 

Από την άλλη, η επιβολή κυρώσεων κατά των μελών της Χρυσής Αυγής που παραβιάζουν τόσο αδίστακτα τον νόμο είναι ο μόνος τρόπος να αποβληθούν από τη Βουλή και να αποτραπεί η επανεκλογή τους.

 

Και τούτο, μέσω της αφαίρεσης των πολιτικών τους δικαιωμάτων, η οποία προβλέπεται ως παρεπόμενη ποινή από το ποινικό μας δίκαιο σε περιπτώσεις που, μεταξύ άλλων, φανερώνουν «ηθική διαστροφή του χαρακτήρα του δράστη» (άρθρο 61 Π.Κ.).

 

Και ναι μεν, για να γίνει αυτό, χρειάζεται, η καταδικαστική απόφαση να γίνει αμετάκλητη –κάτι που απαιτεί δυστυχώς στη χώρα μας αδικαιολόγητα μακρύ χρόνο- πλην όμως η απαξία που ενέχει ακόμη και μια πρωτόδικη καταδίκη είναι προφανής.

 

Θα βρεθούν άραγε τολμηροί δικαστές και εισαγγελείς να εφαρμόσουν κατά της Χρυσής Αυγής τις ανωτέρω διατάξεις; Νομίζω ότι η ποινική αντιμετώπιση άλλων εξτρεμιστικών οργανώσεων τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι η απάντηση είναι ναι.

 

Αρκεί κυβέρνηση και αστυνομία να επιδείξουν συνέπεια και σοβαρότητα και εμείς, ως κοινοί πολίτες, να κινητοποιηθούμε για να καταδικάσουμε την βία απ’ όπου και αν προέρχεται. Δηλαδή ακόμη και όταν πιστεύουμε ότι, εξαιτίας των συνθηκών που βιώνουμε, η χρήση της μπορεί, σε κάποιες οριακές περιπτώσεις, να κατανοείται.

 

(*) Ο Ν.Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Scroll to top